Αντικείμενο της διατριβής είναι η πέτρα, ένα από τα αρχαιότερα υλικά που
χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο στην εξέλιξη του πολιτισμού. Η μελέτη
συμπεριέλαβε τον κόσμο της πέτρας, τους μαστόρους και τους μετακινούμενους εργάτες
που έχτισαν μεγάλα έργα σε όλη τη Βαλκανική, τα συστήματα δόμησης, τα συμβολικά
συμφραζόμενα, καθώς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες φαίνεται να επανακάμπτει
σήμερα, μετά από δεκαετίες, ως υλικό δομής. Πρόκειται για μια προσπάθεια
διεπιστημονικής προσέγγισης που εστιάζεται στις θεωρητικές προσεγγίσεις της
Ανθρωπολογίας και γενικά των Κοινωνικών Επιστημών, καθώς επίσης και της Ιστορίας
και της Αρχαιολογίας.
Για την ολοκλήρωσή της χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία:
εθνογραφική έρευνα, μελέτη των πηγών, αρχειακή έρευνα, μελέτη υλικών καταλοίπων,
εθνοαρχαιολογικές προσεγγίσεις, υλικό που ανάγεται στο χώρο της Οπτικής
Ανθρωπολογίας, όπως φωτογραφίες και κινηματογραφικές λήψεις. Η εθνογραφική
έρευνα είχε ως στόχο να γίνουν κατανοητές οι κοινωνικές, οικονομικές και άλλες
συνθήκες οι οποίες οδήγησαν σε μαζικές εξειδικεύσεις και να καταγραφούν οι εμπειρίες
και οι προβιομηχανικές τεχνικές. Η έρευνα περιελάμβανε την παρατήρηση, την εξέταση
των υλικών καταλοίπων και τη διενέργεια συνεντεύξεων, κατά κανόνα ημιδομημένων,
καθώς και τη μελέτη φωτογραφικών συλλογών. Τα ερευνητικά εργαλεία που
χρησιμοποιήθηκαν ήταν, επιπλέον, η αφήγηση με τη μορφή ημιδομημένων
συνεντεύξεων και η βιογραφική προσέγγιση. Για την επιλογή του δείγματος επιλέχθηκε
η τεχνική της θεωρητικής δειγματοληψίας. Η συγκέντρωση συνεντεύξεων και
βιογραφικών αφηγήσεων οδήγησε σε έναν αναμφισβήτητο «πληροφοριακό κορεσμό»
(τα καινούργια δεδομένα δεν πρόσθεταν σημαντικά ή νέα στοιχεία).
Διερευνήθηκαν οι συμβολικοί κώδικες στα μαστορικά έθιμα, κυρίως εκείνα που
σχετίζονται με την αναχώρηση και την επιστροφή των μπουλουκιών, η λειτουργία των
ορίων μιας κοινότητας που, εκτός από οριοθετήσεις του χώρου, μετουσιώνονται σε
συμβολικά στοιχεία με πολλαπλές λειτουργίες. Παράλληλα, θεωρήθηκε απαραίτητη η
συγχρονική μελέτη των συμβολικών κωδίκων εξετάζοντας τα λιθόγλυπτα και τα
σύμβολά τους σε επιλεγμένη περιοχή της Κρήτης, στην πεδιάδα της Μεσαράς.
Αναζητήθηκε η κατά το δυνατόν πληρέστερη καταγραφή και ταξινόμηση σύμφωνα με
τη μορφή, το περιεχόμενο και την χρονολόγησή τους. Η μελέτη αυτή συμπεριέλαβε,
εκτός από τα ίδια τα λιθόγλυπτα, και τον τρόπο με τον οποίο τα αντιλαμβάνονται και τα
νοηματοδοτούν οι σημερινές κοινωνίες.
ii
Το βασικό θεωρητικό πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε για την κατανόηση της
επιστροφής της πέτρας στην οικοδομή προέρχεται από τις προσεγγίσεις της
«Ανθρωπολογίας της κατανάλωσης» και το ρόλο της οικίας ως στοιχείου
νοηματοδότησης του χώρου. Η χρήση του θεωρητικού πλαισίου του Bourdieu, η θεωρία
της διάκρισης, πρόσφερε τη δυνατότητα διερεύνησης σε πολλαπλά επίπεδα: εστιάσαμε
στα ίδια τα δρώντα υποκείμενα, τους μαστόρους που συνεχίζουν να χρησιμοποιούν την
πέτρα, αλλά και στους ιδιοκτήτες παλαιών πετρόχτιστων οικιών, συντηρημένων ή όχι,
και ιδιοκτήτες οικιών που οικοδομούνται σήμερα χρησιμοποιώντας την πέτρα σε
διάφορα σημεία της οικοδομής.
Η έρευνα για την επανάκαμψη της πέτρας ως δομικού υλικού, που ουσιαστικά αρχίζει
μετά το 1974 για να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις μετά το 1990, αποτέλεσε ένα από τα
αρχικά ζητούμενα της διατριβής. Κοντά σε όλα αυτά ρόλο έπαιξε η επίσημη ιδεολογία,
που είχε ταυτίσει τα μνημεία με την ελληνικότητα και τη διαχρονία, αλλά και ο
τουρισμός. Στις περιοχές με τουριστική ανάπτυξη το παραδοσιακό εκφράζεται με την
αναστήλωση παλαιών κατοικιών και την κατασκευή νέων πετρόχτιστων στοιχείων και
αντιμετωπίζεται ως τουριστικός πόρος, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα στοιχεία τα οποία
έχουν συνδεθεί με το παρελθόν. Σε ανεπτυγμένες νησιώτικες λουτροπόλεις η συμβολική
χρήση της πέτρας ως κατασκευή της «εξωτικότητας» έχει επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό
ώστε να οργανώνονται ολόκληρες «επιχειρήσεις» απογύμνωσης ερειπωμένων οικισμών.
Η πέτρα είναι το πιο προσιτό, το πιο πρόσφορο υλικό με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί η
«κατασκευή» της παραδοσιακότητας και η ένταξή της στο φυσικό ή το δομημένο
περιβάλλον.
Το θέμα της «επιστροφής» στη χρήση της πέτρας δεν έχει προσλάβει γενικευμένη
μορφή, αλλά ούτε και περιορίζεται στην απομίμηση του ρουστίκ. Η ιστορία της πέτρας
ως οικοδομικού υλικού και η απαξίωσή της για μεγάλα χρονικά διαστήματα του 20ού
αιώνα εξετάζεται μέσα από τα κοινωνικά συμφραζόμενά της. Στις ελληνικές πόλεις η
αστική τάξη αναζητούσε την έκφραση της διαφορετικότητας στην οικοδομή και νωρίς
άρχισε να εμφανίζεται η νέα κατασκευαστική λογική. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου,
λίγες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σήμανε και την παράλληλη διάχυση και
διάδοση των συνηθειών της ανώτερης τάξης στα λαϊκά στρώματα. Τα στοιχεία που
χαρακτήριζαν την εικόνα της κυρίαρχης ομάδας αφομοιώθηκαν σταδιακά από τις
κατώτερες. Το φαινόμενο της αντιστροφής δεν άργησε να εμφανιστεί. Η επιστροφή στη
χρήση της πέτρας αποτελεί από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα στοιχείο
κοινωνικής διαφοροποίησης. Παρατηρούμε δηλαδή ένα φαινόμενο που αντανακλά την
iii
κοινωνική κινητικότητα. Ως status symbol υιοθετείται από τις ανώτερες τάξεις και στη
συνέχεια διαδίδεται σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Τα κοινωνικά στρώματα που χρησιμοποιούν σήμερα την πέτρα είναι εντελώς
διαφορετικά από εκείνα που είχαν ταυτίσει με το ίδιο υλικό το όνειρο της στέγασης
μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες. Είναι κυρίως μορφωμένοι αστοί. Ούτε και η πέτρα,
όμως, έχει τον ίδιο ρόλο. Στις συνήθεις σύγχρονες χρήσεις δεν επιτελεί στατικό ρόλο,
αλλά χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό οικοδομικό υλικό σε εμφανή σημεία των
κτισμάτων. Πολυτελείς κατοικίες που χτίζονται ακόμη και μέσα σε αστικά κέντρα
διακοσμούνται με λίθινες επενδύσεις και χαμηλά περιφράγματα. Μετά το 1990 και τις
μαζικές αφίξεις μαστόρων από χώρες στις οποίες παρουσιάστηκαν φαινόμενα πολιτικής
και κοινωνικής αστάθειας, η πέτρα άρχισε να διαδίδεται με πιο γρήγορο ρυθμό.
Μελετώντας τις κοινότητες που ασχολήθηκαν με επαγγέλματα της πέτρας εντοπίσαμε
ένα ενδιαφέρον εθνοαρχαιολογικό παράδειγμα, μια μέθοδο εξόρυξης πυριτολιθικών
πετρωμάτων (ακονόπετρα Ελούντας) με θέρμανση. Στην εν λόγω περιοχή τα ακόνια
βρίσκονται σε διαδοχικές στρώσεις ανάμεσα σε σκληρό μαύρο ασβεστόλιθο. Αν και
έχουν γίνει παγκοσμίως πολλές εθνοαρχαιολογικές μελέτες σχετικά με τη χρήση φωτιάς
στην εξόρυξη πυριτόλιθου, και κυρίως flint, η μέθοδος εξόρυξης ακονόπετρας με
θέρμανση δεν ήταν γνωστή. Με την έρευνα και την παρατήρηση επιβεβαιώθηκαν οι
απόψεις των εξορυκτών που πιστεύουν ότι η μέθοδος αυτή αποδίδει καλύτερο τελικό
προϊόν με λιγότερη αλλά συστηματοποιημένη εργασία.
(EL)
The subject of this thesis is stone, one of the earliest materials used by man during the
development of civilization. The study includes the world of the stone, the masons and
the moving workers who constructed great works in the entire Balkan region, the types
of masonry, the symbolic background, as well as the circumstances under which it
seems to return today, after a few decades of decline, as a construction material. It is an
inter-scientific work focusing on the theoretical methods of Anthropology and of the
Social Sciences in general, as well as of History and Archaeology.
For the completion of the thesis project alternative methodological tools were
employed: ethnographic research, study of the sources, archival research and study of
material remains, ethnoarchaeological approaches and material related to Visual
Anthropology, such as photography and video. The ethnographic research aimed at
identifying the social, economic and other circumstances that led to mass skilled work
and at recording experience and pre-industrial techniques. The project research was
based on observation, examination of material remains, interviews, mostly semistructured,
as well as on the study of photographic collections. The research tools were
narrations in the form of semi-structured interviews and the biographical approach. For
the selection of the sample the technique of theoretical sampling was used. The
gathering of interviews and biographical narrations led to an indisputable “information
overload” (the new data did not add any substantially new or unknown information).
Research was conducted regarding the symbolic codes in the masons’ customs,
particularly those related to the departure and return of the groups or to the function of a
community’s boundaries which, apart from defining the place, also acted as symbols
with multiple functions. A synchronic research of the symbolic codes was also regarded
as necessary by studying the stone carvings and their symbols in a selected Cretan area,
the plain of Messara. Their best possible recording and classification was attempted
according to form, content and dating. This research, apart from the stone carvings
themselves, also studied the way whereby modern societies perceive them and the
meaning they attach to them.
The basic theoretical framework that was used for explaining the return of stone in
construction was derived from the approaches of “Anthropology of Consumption” and
the role of home as a symbol of place. The employment of Bourdieu’s theoretical
framework, the theory of class distinction, offered the possibility of conducting
research in multiple levels: focus was placed on the active persons themselves, the
v
masons who are still using the stone as a construction material, but also on owners of
old stone-built houses, either restored or not, as well as on owners of new houses with
some stone-built parts.
The research related to the return of stone as a construction material, which actually
started after 1974 and increased after 1990, was one of the initial questions of this
thesis. A substantial role was played by the official ideology, according to which the
monuments represented Greek and timeless values, but also by tourism. In developing
tourist areas traditionalism is expressed through the restoration of old houses and the
construction of new stone-built architectural parts and is regarded as a tourism resource,
just as many other elements connected with the past. In developed islands the symbolic
use of stone as representation of the “exotic” has taken such dimensions that entire
“operations” have been organized stripping ruined houses in various deserted villages.
Stone is the cheapest available material to be used for traditional buildings that can be
adjusted to the natural or structured environment.
The practice of using stone in construction has not spread fully yet, however it is not
confined only to rustic imitation. The history of stone as a construction material and its
decline over long time periods of the twentieth century was studied in its cultural
background. In Greek cities the upper class sought distinction through house
construction and adopted a new ideology early enough. The improvement of the living
standards, a few decades after World War II, meant the diffusion and dissemination of
the habits set by the upper class to the popular classes. The elements that composed the
image of the dominating groups were gradually assimilated by the lower classes. The
phenomenon of reversion appeared quite fast. The return into the use of stone in
construction has become an element of social distinction over the last quarter of the
twentieth century. It is a phenomenon that reflects social mobility. As a status symbol,
stone was adopted by the upper classes and then it spread to the lower social classes.
The social classes that use stone today are completely different from those that
identified this material with the dream of building a house even a few decades ago.
They are mostly educated bourgeois. However, stone itself is not used in the same way.
It does not always play a static role, but is used as a complementary construction
material in specific visible parts of buildings. Luxurious residences built even in urban
areas are faced with stone and are enclosed with low stone walls. After 1990 and the
mass arrival of masons from countries with social and political instability, stone
construction spread even faster.
vi
Studying the societies engaged with jobs related to stone, we came upon an interesting
ethnoarchaeological example, a method of quarrying (Elounda whetstone) by heating
the rocks with fire. In the area of Elounda whetstones are found in successive layers
between hard limestone. Although many ethnoarchaeological researches have been
carried out throughout the world regarding the use of fire in the quarrying of flint, the
method of whetstone quarrying was not known. Through research and observation it
was found that the quarrymen, who believe that this technique yields better product
with less but systematic work, were right.
(EN)