Μελέτη της βελτίωσης της αιματώσεως και λειτουργικότητας του μυοκαρδίου με τομογραφικό(SPECT) σπινθηρογράφημα (με θάλλιο-201 σε κόπωση και ηρεμία) και ραδιοϊσοτική κοιλιογραφία (σε ηρεμία και μετά ισομετρική άσκηση) σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο πριν και μετά την αγγειοπλαστική

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




1998 (EL)

Μελέτη της βελτίωσης της αιματώσεως και λειτουργικότητας του μυοκαρδίου με τομογραφικό(SPECT) σπινθηρογράφημα (με θάλλιο-201 σε κόπωση και ηρεμία) και ραδιοϊσοτική κοιλιογραφία (σε ηρεμία και μετά ισομετρική άσκηση) σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο πριν και μετά την αγγειοπλαστική

Γεωργούλιας, Παναγιώτης Α (EL)
Georgoulias, Panagiotis A (EN)

Από το 1977 που πρωτοεφαρμόστηκε η διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών, η εξάπλωση της μεθόδου ήταν ραγδαία. Σκοπός της παρούσης διατριβής είναι η εκτίμηση της μεταβολής της αιμάτωσης και κινητικότητας του μυοκαρδίου, σε στεφανιαίους ασθενείς που υποβάλλονται σε αγγειοπλαστική, με την εφαρμογή του τομογραφικού σπινθηρογραφήματος μυοκαρδίου (με 201Tl ή 99mTc-tetrofosmin) σε κόπωση και ηρεμία και της ραδιοϊσοτοπικής κοιλιογραφίας (σε ηρεμία και σε ισομετρική άσκηση). Υλικό: Μελετήσαμε 41 ασθενείς (38 άνδρες και 3 γυναίκες) ηλικίας 35-70 ετών. 21 ασθενείς είχαν νόσο ενός αγγείου και υποβλήθηκαν σε επιτυχή διάνοιξη της στενωμένης αρτηρίας, 16 είχαν νόσο δύο αγγείων και υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική του ενός στενωμένου αγγείου και 4 ασθενείς είχαν νόσο τριών αγγείων εκ των οποίων οι 3 υποβλήθηκαν σε επαναγγείωση ενός και ο ένας σε διάνοιξη δύο στενωμένων αρτηριών. 16 ασθενείς ανέφεραν έμφραγμα του μυοκαρδίου στο ιστορικό τους. Μέθοδος: Όλοι οι ασθενείς εξετάστηκαν με τομογραφικό σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου (29 με 201Tl και 12 με 99mTc-tetrofosmin), σε κόπωση και ηρεμία, καθώς και με ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία - MUGA - (ηρεμίας και σε ισομετρική άσκηση), τον προηγούμενο μήνα από την αγγειοπλαστική. Στεφανιογραφικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε σε όλους τους ασθενείς πριν την επέμβαση. Σε όλους τους ασθενείς εκτιμήθηκε η λειτουργία της αριστεράς κοιλίας με ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία (ηρεμίας και μετά ισομετρική άσκηση) 4 1 εβδομάδες μετά την επαναγγείωση. Επίσης, εκτελέστηκε σε όλους τομογραφικό σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου, με 201Tl ή 99mTc-tetrofosmin, σε κόπωση και ηρεμία αντίστοιχα, καθώς και ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία (σε ηρεμία και σε ισομετρική άσκηση) 6 1 μήνες μετά την επαναιμάτωση. Ένας ασθενής, που δεν παρουσίασε βελτίωση της ολικής και τμηματικής κινητικότητας της αριστεράς κοιλίας στον έλεγχο του ενός μηνός, υποβλήθηκε σε σπινθηρογράφημα και δύο μήνες μετά την αγγειοπλαστική. Πέντε ασθενείς, που δεν εμφάνισαν βελτίωση του κλάσματος εξώθησης και της εικόνας του σπινθηρογραφήματος, 6 μήνες μετά την αγγειοπλαστική, υποβλήθηκαν εκ νέου σε στεφανιογραφία, 7 1 μήνες μετά την επέμβαση. Ένας ασθενής, παρά τη βελτίωση της αιμάτωσης και της λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας, όπως εκτιμήθηκε με τις παραπάνω εξετάσεις, εξακολουθούσε να αναφέρει προκάρδια ενοχλήματα και για αυτό υποβλήθηκε σε στεφανιογραφικό έλεγχο, 7 μήνες μετά την επέμβαση. Αποτελέσματα: Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών παρουσίασε βελτίωση τόσο της συμπτωματολογίας όσο και της απόδοσης στη δοκιμασία κόπωσης, μετά την αγγειοπλαστική. Βρήκαμε πολύ καλή συσχέτιση μεταξύ των ευρημάτων του τομογραφικού σπινθηρογραφήματος μυοκαρδίου με 201Tl και της στεφανιογραφίας πριν την αγγειοπλαστική, με ευαισθησία, ειδικότητα, θετική προγνωστική αξία και αρνητική προγνωστική αξία: για τον πρόσθιο κατιόντα 96%, 75%, 96%, 75%, για την περισπωμένη 60%, 100%, 100%, 79%, και για τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία 100%, 70,5%, 70,5% και 100%. Ικανοποιητικά ήταν επίσης και τα αποτελέσματα ανάλογης μελέτης, σύγκρισης του τομογραφικού σπινθηρογραφήματος με 99mTc-tetrofosmin και του στεφανιογραφικού ελέγχου, που πραγματοποιήσαμε σε 52 ασθενείς, με ευαισθησία, ειδικότητα, θετική προγνωστική αξία και αρνητική προγνωστική αξία: για τον πρόσθιο κατιόντα 91,1%, 83,3%, 88,5%, 83,3%, για την περισπωμένη 72,2%, 88,2%, 76,4%, 85,7%, και για τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία 90,6%, 80%, 87,8%, 84,2%. 25 (86,2%) από τους 29 ασθενείς που εξετάστηκαν με 201Tl και 11 (91,6%) από τους 12 που ελέγχθηκαν με 99mTc-tetrofosmin, εμφάνισαν βελτίωση του σπινθηρογραφήματος, 6 περίπου μήνες μετά την επέμβαση, ενώ οι υπόλοιποι (συνολικά 5) ασθενείς υποβλήθηκαν εκ νέου σε στεφανιογραφία που επιβεβαίωσε την ύπαρξη επαναστένωσης. Όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν βελτίωση της ολικής και περιοχικής κινητικότητας της αριστεράς κοιλίας, 1 μήνα μετά την επαναιμάτωση, εκτός από 1 στον οποίο αποδείχθηκε η ύπαρξη επαναστένωσης 6 μήνες μετά την επέμβαση. Η βελτίωση του ολικού και τμηματικού κλάσματος εξώθησης παρέμεινε 6 μήνες μετά την αγγειοπλαστική στους περισσότερους ασθενείς αντίστοιχα και με τη βελτίωση του σπινθηρογραφικού ελέγχου. Σημαντική ήταν τέλος η βελτίωση του "καρδιοπνευμονικού δείκτη" (σε όσους ασθενείς εξετάσθηκαν με 201Tl), καθώς και των δεικτών PER και PFR, της καμπύλης μεταβολής όγκου της αριστεράς κοιλίας. Συμπέρασμα: Η μεγάλη πλειονότητα των ασθενών που υποβάλλονται σε αγγειοπλαστική παρουσιάζει σημαντική βελτίωση τόσο της αιμάτωσης, όσο και της λειτουργικότητας του μυοκαρδίου της αριστεράς κοιλίας. Οι ραδιοϊσοτοπικές τεχνικές (τομογραφικό σπινθηρογράφημα με 201Tl ή 99mTc-tetrofosmin και ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία), αποτελούν αξιόλογες και αναίμακτες μεθόδους για την εκτίμηση και παρακολούθηση των παραπάνω ασθενών. (EL)
Since the first application of the percutaneous transluminal coronary angioplasty in 1977, the spread of the method has been very rapid. The aim of the present study, was to assess the change in myocardial perfusion and mobility, in patients with coronary artery disease subjected to angioplasty, by using myocardial SPECT imaging (with 201Tl or 99mTc-tetrofosmin) both at stress and rest and radioisotopic ventriculography (at rest and after isometric exercise). Material: Forty-one patients (38 men and 3 women) of age ranging from 35 to 70 years were studied. Twenty-one patients had one-vessel disease and were subjected to successful revascularization of the stenosed artery, 16 had two-vessel disease and were subjected to one-stenosed vessel angioplasty and 4 patients had three-vessel disease. From these patients 3 were subjected to one-vessel revascularization and one was subjected to two-vessel re-opening. Sixteen of the patients had mentioned myocardial infarction in their history. Method: All the patients were examined, the month prior to angioplasty, by using myocardial tomographic imaging (29 with 201Tl and 12 with 99mTc-tetrofosmin), both at stress and rest and radioisotopic ventriculography - MUGA - (at rest and after isometric exercise). An angiographic checking was done to all patients prior to intervention. The function of the left ventricle, using radioisotopic ventriculography (at rest and after isometric exercise), was assessed 4 1 weeks after revascularization. Besides, a myocardial SPECT scan using 201Tl or 99mTc-tetrofosmin, at stress and rest, respectively, as well as radioisotopic ventriculography (at rest and after isometric exercise) 6 1 months after angioplasty, was performed. One patient who did not show any improvement of the total as well as regional wall motion of the left ventricle in the one month's checking, was subjected to myocardial SPECT imaging two months after the revascularization. Five patients who did not show improvement in the ejection fraction and the myocardial imaging 6 months after angioplasty, were again subjected to coronary angiography 7 1 months after the intervention. One patient, despite the improvement of the perfusion and the function of the left ventricle, as it was assessed by the above tests, was still complaining for precardiac distress and, for this reason, he was subjected to coronary angiographic checking 7 months after the intervention. Results: The vast majority of the patients showed an improvement both in the symptomatology and in the efficiency at the stress testing, following angioplasty. We found a strong correlation between the findings of the tomographic scan of myocardium with 201Tl and the coronary angiography prior to angioplasty with sensitivity, specificity, positive predictive value and negative predictive value: for the left anterior descending artery 96%, 75%, 96%, 75%, for the left circumflex artery 60%, 100%,100%, 79% and for the right coronary artery 100%, 70.5 %, 70.5% and 100%. Satisfactory were also the findings of an analogous study conducted by us in 52 patients that compared the results of the tomographic myocardial scan, with 99mTc-tetrofosmin, with the coronary angiographic checking with sensitivity, specificity, positive predictive value and negative predictive value: for the left anterior descending artery 91.1%, 83.3%, 88.5%, 83.3%, for the left circumflex artery 72.2%, 88.2%, 76.4%, 85.7% and for the right coronary artery 90.6%, 80%, 87.8% and 84.2%. Twenty-five (86.2%) of the 29 patients who were examined with 201Tl and 11 (91.6%) of the12 patients who were checked with 99mTc-tetrofosmin showed improvement of the myocardial image, at about 6 months after the intervention, whereas the rest (5 patients) were subjected again to coronary angiography which confirmed the existence of restenosis. All the patients showed improvement in the total and regional wall motion of the left ventricle, 1 month after the re-perfusion, except one to whom it was proven the existence of restenosis 6 months after the intervention. The improvement in the general and regional ejection fraction remained 6 months following angioplasty to most patients, accordingly to the myocardial scan improvement. Finally, there was a significant improvement to the «cardiopulmonary index» (in those patients who were examined with 201Tl) as well as of PER and PFR indices, of the curve indicating volume change of the left ventricle. Conclusion: The vast majority of the patients subjected to angioplasty, displays significant improvement not only to perfusion but also to the function of the left ventricle myocardium. The radioisotopic techniques (tomographic scan with 201Tl or 99mTc-tetrofosmin and radioisotopic ventriculography), consist important and non-invasive methods for assessing and monitoring of the aforementioned patients. (EN)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text


1998-07-01
1998-10-30


Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.