Μελέτη των μηχανισμών που εμπλέκονται στο ήπιο επίμονο άσθμα ενήλικων και παιδιών και σύγκριση των δύο ηλικιακών ομάδων

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2006 (EL)

Μελέτη των μηχανισμών που εμπλέκονται στο ήπιο επίμονο άσθμα ενήλικων και παιδιών και σύγκριση των δύο ηλικιακών ομάδων

Papadopouli, Evaggelia
Παπαδοπούλη, Ευαγγελία

Το άσθμα αποτελεί μια από τις συχνότερες χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος, με ιδιαίτερα πολύπλοκους παθογενετικούς μηχανισμούς και χαρακτηριστικές δομικές αλλοιώσεις στον πνεύμονα. Αποτελεί παγκόσμιο θέμα υγείας, προσβάλλοντας σχεδόν το 8% του ενήλικου πληθυσμού και πιθανόν πάνω από το 29% των παιδιών. Περισσότερα από 50% των παιδιών με άσθμα θα πάσχουν από άσθμα και στην ενήλικο ζωή τους. Το άσθμα στα παιδιά όσο και στους ενήλικες άσθμα, παρουσιάζει παρόμοιους παθογενετικούς μηχανισμούς, όμως επιδημιολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά, προτείνουν ότι η φλεγμονή των αεραγωγών ανάμεσα στις δυο ηλικιακές ομάδες είναι διαφορετική πιθανόν να είναι διαφορετική. Παρόλο που πολλές μελέτες έχουν γίνει στο ήπιο επίμονο παιδικό άσθμα η εξέλιξη της νόσου σε κάθε ασθενή δεν είναι προβλέψιμη. Το άσθμα που ξεκινάει στην ενήλικη ζωη, φαίνεται να διαφέρει από το παιδικό άσθμα που υποτροπιάζει στην ενήλικο ζωή, όσο αφορά το φύλο, τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, την πνευμονική λειτουργία, την επίπτωση και τα χαρακτηριστικά της ατοπίας. Η ασθματική φλεγμονώδης απάντηση στους ενήλικες φαίνεται να ρυθμίζεται από τα CD4+ type 2 λεμφοκύτταρα (Τh2). Τα μαστοκύτταρα και τα ηωσινόφιλα παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Στα παιδιά έχουν καθοριστεί 3 φαινότυποι: διαλείπων βρεφικός βρογχόσπασμος (transient infant wheezing), μη ατοπική βρογχοσύσπαση νηπίου (non atopic wheezing of the toddler) και ατοπικό βρογχικό άσθμα . Τελευταία ένας τέταρτος τύπος έχει προστεθεί, και αναφέρεται στο άσθμα που ξεκινάει λίγο αργότερα, στην παιδική ηλικία. Η έρευνα και ο προσδιορισμός της φλεγμονής των αεραγωγών στο παιδικό άσθμα θα αναδείξει αν οι παθογενετικοί μηχανισμοί, ξεκινούν στην παιδική ηλικία και συνεχίζονται στην ενήλικη ζωή ή αν το παιδικό άσθμα και το άσθμα με έναρξη στην ενήλικο ζωή είναι δυο διαφορετικές οντότητες. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να περιγράψει τις διαφορές στους φλεγμονώδεις παράγοντες στις εκκρίσεις αεραγωγών παιδιών και ενηλίκων με άσθμα, με ίδια διάρκεια νόσου. Επεμβατικές μέθοδοι, όπως το βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα (BAL) και οι βρογχικές βιοψίες, που χρησιμοποιούνται σε ενήλικες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα παιδιά μόνο για ερευνητικό σκοπό, για λόγους ηθικής. Στη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος πρόκλησης πτυέλου, μη επεμβατική μέθοδος, για τη μέτρηση των κυτταρικών υποπληθυσμών στο πτύελο, τους υποπληθυσμούς Τ λεμφοκυττάρων (CD4+, CD8+) και για τον ποσοτικό προσδιορισμό των διαλυτών στο πτύελο κυτταροκινών, IL 8, ECP και GM-CSF. Επιπρόσθετα η μελέτη αυτή εκτίμησε και επιβεβαίωσε την ασφάλεια της τεχνικής πρόκλησης πτυέλου σε ασθματικούς ασθενείς. Συμμετείχαν συνολικά 47 ασθενείς από τα Τακτικά Ιατρεία του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ηρακλείου. Η διάγνωση του άσθματος είχε τεθεί με βάση το προηγούμενο ιατρικό ιστορικό επαναλαμβανόμενων επεισοδίων βρογχιολίτιδας, δύσπνοιας και κρίσεων άσθματος, σύμφωνα με τα κριτήρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Καρδιάς, Πνεύμονα και Αίματος, 2000 (NHLB criteria 2000). H βαρύτητα της νόσου ετέθη με δεδομένα που αφορούσαν το ιατρικό ατομικό αναμνηστικό του κάθε ασθενούς, την ημερήσια καταγραφή των συμπτωμάτων του άσθματος και την εκτίμηση της πνευμονικής λειτουργίας (σπιρομέτρηση). Από τον πληθυσμό της μελέτης, οι 32 ήταν ενήλικες με άσθμα με έναρξη στην ενήλικη ζωή (ομάδα 1, μέση ηλικία 42.8 χρόνια) και οι 15 ήταν παιδιά (ομάδα 2, μέση ηλικία 11.7 χρόνια). Οι δυο ομάδες δεν διέφεραν όσον αφορά το φύλο, τη δόση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών, το ιστορικό ατοπίας και τη διάρκεια της νόσου (μέση διάρκεια 7.75 χρόνια). Κατά τη διάρκεια της μελέτης, κάθε ασθενής υπεβλήθη σε σπιρομέτρηση και πρόκληση πτυέλου. Χρησιμοποιήθηκε κυτταρομετρία ροής για τον προσδιορισμό των υποπληθυσμών των Τ λεμφοκυττάρων, έγινε εκκατοστιαία μέτρηση κυττάρων σε κάθε δείγμα και με ELISA έγινε προσδιορισμός των επιπέδων ECP, IL8 και GM-CSF. Αποτελέσματα: 3 από τα 15 (20%) των παιδιών και 6 από τους 32 (19%) των ενηλίκων ασθενών ήταν αδύνατο να παράγουν κατάλληλο δείγμα. Όλοι οι ασθενείς ανέχτηκαν την διαδικασία πολύ καλά. Η ζωτικότητα των κυτταρών στο προκλητό πτύελο δεν διέφερε μεταξύ των δυο ομάδων. Στα παιδιά ο συνολικός αριθμός κυττάρων στο προκλητό πτύελο, ήταν μεγαλύτερος, συγκριτικά με τους ενήλικες (p=0.02). Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στους υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων μεταξύ των δυο ομάδων, εκτός από τα CD25 (p=0.04). Αρνητική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ της FEV1 και των επιπέδων της ECP (r=0.338, p=0.04) στο σύνολο των ασθενών της μελέτης. Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη έδειξε ότι η ανοσοπαθολογία του παιδιατρικού και ενήλικου άσθματος είναι παρόμοια και η μέθοδος πρόκλησης πτυέλου προσφέρει την ευκαιρία για σύγκριση της φλεγμονής του παιδικού και ενήλικου άσθματος, με ασφάλεια. (EL)
Study objectives: Although many studies have focused on the persistence of childhood asthma and its outcome in transition from childhood to adulthood, the course of the disease in an individual is still unpredictable. The aim of this study was to investigate differences in airway inflammation between young patients with childhood- onset and patients with adult- onset asthma. Patients and methods: A total of 47 asthmatic subjects were recruited from patients attending outpatient clinic of the University Hospital of Crete. A group of 32 adults, mean age 42.8 years (yrs) and a group of 15 children, mean age 11.7 yrs were included. The two groups did not differ in respect to gender, dose of inhaled corticosteroids, atopy status or duration of asthma (mean duration 7.75 yrs). Lung function tests, and sputum induction were performed. Flowcytometry was used to study cell population and interleukin-8, eosinophilic cationic protein (ECP) and granulocyte-macrophage colony stimulating factor were measured by enzyme linked immunosorbent assay (ELISA). Results: 3 out of 15 (20%) of the children and 6 out of 32 (19%) of the adult patients were unable to produce a sufficient sputum sample. However, all individuals tolerated the procedure well. The viability of induced sputum cells did not differ among adult- onset asthmatics and children with asthma. Children had greater number of total cells in induced sputum compared with adult subjects (p= 0.02). No statistical difference in T- lymphocytes subsets was found between the two groups, except for CD25 (p= 0.04). A negative correlation was found between forced expiratory volume (FEV1) values and ECP levels (r= 0.338, p= 0.04) in the whole population (children and adults). Conclusions: Our study showed that the immunopathology of pediatric and adult asthma is similar and sputum induction provides opportunities for comparison of airway inflammation in childhood and adult asthma safely. (EN)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text


Ελληνική γλώσσα

2006-10-09
2006-03-01


Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.