Διερεύνηση της ευεξίας και της χρήσης υπηρεσιών υγείας των ηλικιωμένων ατόμων στην Ελλάδα και την Ευρώπη : Ο ρόλος των κοινωνικών παραγόντων

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2018 (EL)

Wellbeing and health services research among older adults in Greece and Europe
Διερεύνηση της ευεξίας και της χρήσης υπηρεσιών υγείας των ηλικιωμένων ατόμων στην Ελλάδα και την Ευρώπη : Ο ρόλος των κοινωνικών παραγόντων

Βοζικάκη, Μαρία Μ.

Λυμπεράκη, Αντιγόνη
Χλουβεράκης, Γρηγόριος
Φιλαλήθης, Αναστάσιος

Εισαγωγή Το γεγονός ότι ο σύγχρονος κόσμος γερνάει πολύ γρήγορα συνιστά μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπα τα συστήματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης στον 21ο αιώνα. Η κοινωνική και γεροντολογική έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί έως σήμερα, κυρίως σε εθνικό επίπεδο, έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με την υγεία των ατόμων τρίτης και τέταρτης ηλικίας και έχει αναδείξει ποικίλους προσδιοριστικούς παράγοντες που σχετίζονται με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ευεξία έχει αναχθεί σε δείκτης πρόβλεψης της επιβίωσης των ατόμων μεγαλύτερων ηλικιών, αλλά και της χρήσης υπηρεσιών υγείας. Ως εκ τούτου, η ευεξία θεωρείται ένας σημαντικός στόχος των δημόσιων πολιτικών υγείας και των κοινωνικών πολιτικών που σχετίζονται με τη γήρανση. Ωστόσο, η μελέτη της ευεξίας των ηλικιωμένων ατόμων και η περιεκτική εκτίμηση των παραγόντων που σχετίζονται με τη διαμόρφωσή της παραμένει σχετικά αδιερεύνητη, ενώ τα αντίστοιχα υπάρχοντα ευρήματα της διεθνικής συγκριτικής έρευνας είναι περιορισμένα. Σκοπός H παρούσα μελέτη αποσκοπούσε στην εκτίμηση του επιπολασμού έξι διαφορετικών διαστάσεων της ευεξίας, αλλά και της πολλαπλής συγκέντρωσής τους (4+), στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών των έντεκα Ευρωπαϊκών χωρών που συμμετείχαν στο πρώτο κύμα της έρευνας SHARE (Έρευνα για την Υγεία, τη Γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη), σύμφωνα με: (i) τα δημογραφικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, (ii) την κοινωνική συμμετοχή (Κεφάλαιο 1ο), την κοινωνική απομόνωση (Κεφάλαιο 2ο) και τη μοναξιά (Κεφάλαιο 3ο). Επιπροσθέτως, διερευνήθηκε η συχνότητα της εμφάνισης αισθημάτων μοναξιάς σε σχέση με τις δυσμενείς συνθήκες υγείας, τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής και την κοινωνική απομόνωση (Κεφάλαιο 4ο). Τέλος, μετρήθηκε η χρήση προληπτικών υπηρεσιών υγείας και εξετάστηκε η κατανομή του σκορ χρήσης αυτών των υπηρεσιών αυτών σύμφωνα με την εμφάνιση παραγόντων κοινωνικής απομόνωσης και την πολλαπλή συγκέντρωσή τους (Κεφάλαιο 5ο). Σε όλες τις παραπάνω διερευνήσεις μας ενδιέφερε να ανιχνεύσουμε ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις στην κατανομή των επιμέρους δεικτών και αποτελεσμάτων της ευεξίας, της κοινωνικής συμμετοχής, της κοινωνικής απομόνωσης, της μοναξιάς και της χρήσης προληπτικών υπηρεσιών υγείας μεταξύ των διαφορετικών υπό μελέτη χωρών και γεωγραφικών περιοχών. Πληθυσμός και μέθοδοι Τα δεδομένα της παρούσας εργασίας αφορούν σε ένα υπο- δείγμα ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών το οποίο αντλήθηκε από το πρώτο κύμα της διεθνούς διαχρονικής έρευνας SHARE που πραγματοποιήθηκε από το 2004 έως το 2005 σε έντεκα Ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία και Σουηδία). Η έρευνα αυτή οργανώθηκε και συντονίστηκε κεντρικά από το Κέντρο Οικονομικών της Γήρανσης του Μονάχου (Munich Center for the Economics of Aging-MEA, Germany) υπό τη συνεργατική προσπάθεια περισσότερων από 150 ερευνητών παγκοσμίως και πάνω από 60 ερευνητικών ομάδων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η ερευνητική ομάδα που συγκροτήθηκε στον Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής, του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ο πληθυσμός στόχος της μελέτης αφορούσε στα νοικοκυριά τα οποία αποτελούνταν από ένα τουλάχιστον άτομο ηλικίας άνω των 50 ετών, συμπεριλαμβανομένων και των ενδεχομένως νεότερων συντρόφων ή συζύγων τους, και επιλέχθηκε σύμφωνα με τις σταθμίσεις επιλογής αντιπροσωπευτικών εθνικών δειγμάτων που εφαρμόστηκαν ώστε ο πληθυσμός αυτός να είναι αντιπροσωπευτικός του Ευρωπαϊκού πληθυσμού ηλικίας 50 ετών και άνω. Σε ατομικό επίπεδο, ο μέσος σταθμισμένος ρυθμός ανταπόκρισης που επιτεύχθηκε κυμάνθηκε μεταξύ 73,7% (Ισπανία) έως 93,3% (Γερμανία), ενώ σε επίπεδο νοικοκυριού ο χαμηλότερος ρυθμός ανταπόκρισης διαπιστώθηκε στην Ελβετία (38,8%) και ο υψηλότερος στη Γαλλία (81,0%). Για τους σκοπούς της παρούσας διερεύνησης, οι αναλύσεις βασίστηκαν σε πληθυσμό μελέτης 7.025, 5.129 και 5.074 ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών. Η ευεξία μελετήθηκε ως η συγκέντρωση έξι δεικτών: της ποιότητας ζωής, της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, της αυτο-αναφερόμενης υγείας, της ικανοποίησης από τη ζωή, των χρόνιων νοσημάτων και του δείκτη μάζας σώματος. Η βίωση υψηλού επιπέδου ευεξίας θεωρήθηκε ως ισοδύναμη της αναφοράς υψηλής ποιότητας ζωής, της απουσίας συμπτωμάτων κατάθλιψης, της εκτίμησης της υγείας ως πολύ καλής, της ικανοποίησης από τη ζωή, της εμφάνισης κανενός ή ενός χρόνιου νοσήματος και της ύπαρξης κανονικού δείκτη μάζας σώματος. Η συγκέντρωση περισσότερων των τεσσάρων δεικτών ευεξίας θεωρήθηκε ως ενδεικτική της πολλαπλής παρουσίας θετικών παραγόντων ευεξίας. Επιπροσθέτως, εκτιμήθηκαν τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων, η κοινωνική τους συμμετοχή, η κοινωνική απομόνωση, η μοναξιά, οι δυσμενείς συνθήκες υγείας, τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής και η χρήση προληπτικών υπηρεσιών υγείας. Τα δεδομένα αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα IBM-SPSS v21.0. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα ρυθμών ανταπόκρισης στη μελέτη εφαρμόστηκαν σταθμίσεις σύμφωνα με τον περίπλοκο σχεδιασμό της δειγματοληψίας. Εκτιμήθηκε ο επιπολασμός των παραγόντων ευεξίας με τα αντίστοιχα 95% Διαστήματα Εμπιστοσύνης και εφαρμόστηκαν αναλύσεις συνδιακύμανσης, καθώς και πολυμεταβλητά μοντέλα παλινδρόμησης για τον προσδιορισμό συσχετίσεων ή διαφορών στην ευεξία σύμφωνα με την κοινωνική συμμετοχή, την κοινωνική απομόνωση και τη μοναξιά. Επίσης μελετήθηκε ο επιπολασμός της συχνότητας της μοναξιάς με τα αντίστοιχα p-values για τη διερεύνηση της συσχέτισης της συχνότητας της μοναξιάς με τις δυσμενείς συνθήκες υγείας, τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής και την κοινωνική απομόνωση. Η επίδραση των παραπάνω παραγόντων στη συχνότητα της μοναξιάς διερευνήθηκε στα πλαίσια τριών μοντέλων ανάλυσης πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης και εκτιμήθηκαν τα αντίστοιχα Odds Ratios (ORs). Επίσης, μετρήθηκε η χρήση προληπτικών υπηρεσιών υγείας βάσει ενός σύνθετου σκορ δώδεκα παραμέτρων (12-item composite score) και μελετήθηκε η κατανομή του σκορ αυτού σε σχέση με την κοινωνική απομόνωση. Επιπροσθέτως, εξετάστηκε η πιθανή συσχέτιση των επιμέρους παραμέτρων της χρήσης προληπτικών υπηρεσιών υγείας με τους δείκτες της κοινωνικής απομόνωσης βάσει ανάλυσης πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης. Τέλος, προκειμένου να ανιχνευτούν πιθανές εθνικές διαφοροποιήσεις εκτιμήθηκε ο επιπολασμός και τα αντίστοιχα διαστήματα εμπιστοσύνης αναφορικά με τη συχνότητα έλλειψης παραγόντων ευεξίας και τη συχνότητα πολλαπλής εμφάνισης παραγόντων κοινωνικής απομόνωσης και αισθημάτων μοναξιάς στις έντεκα Ευρωπαϊκές χώρες της μελέτης SHARE, ενώ οι διαφορές σε επίπεδο χωρών όσον αφορά στη συσχέτιση μεταξύ της συχνής κοινωνικής συμμετοχής και της πολλαπλής παρουσίας παραγόντων ευεξίας εξετάστηκαν μέσω ανάλυσης απλής γραμμικής παλινδρόμησης. Αποτελέσματα Η πολλαπλή συγκέντρωση θετικών παραγόντων ευεξίας διαπιστώθηκε για το 10,2% των ερευνώμενων, ενώ το 14,4% των συμμετεχόντων βρέθηκε χωρίς κανένα παράγοντα ευεξίας. Η πλειοψηφία του δείγματος παρουσίασε ένα ή δυο παράγοντες ευεξίας (28,9% και 27,9%, αντίστοιχα). Η πολλαπλή παρουσία παραγόντων ευεξίας ήταν σημαντικά υψηλότερη μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65-74, σε σχέση με τα άτομα 75-84 ετών, ενώ δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ατόμων τέταρτης ηλικίας (85+) και αυτών της νεότερης τους ηλικιακής ομάδας 75-84 ετών. Ο επιπολασμός περισσότερων των τεσσάρων παραγόντων ευεξίας ήταν δυο φορές υψηλότερος στις χώρες του Βορρά (23,2%; 95% CI 20,5-26,1), σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (11,2%; 95% CI 20,5-26,1) και τριπλάσιος σε σύγκριση με τις χώρες του Νότου (7,2%; 95% CI 5,8-9,0). Σημαντικά χαμηλότερο ήταν το ποσοστό των ερευνώμενων που δεν είχαν συμμετάσχει σε καμία παραγωγική ή/και κοινωνική δραστηριότητα κατά το διάστημα του τελευταίου μήνα για το οποίο διαπιστώθηκε υψηλή ποιότητα ζωής, σε σχέση με αυτούς που δήλωσαν κοινωνικά ενεργοί. Επίσης, σημαντικά υψηλότερη ήταν η συχνότητα απουσίας καταθλιπτικών συμπτωμάτων, αναφοράς πολύ καλής υγείας, ικανοποίησης από τη ζωή και εμφάνισης λιγότερων από δυο χρόνιων νοσημάτων μεταξύ των παραγωγικά ή/και κοινωνικά δραστήριων ατόμων. Παρόμοιο πρότυπο όσον αφορά στην παραπάνω κατανομή των θετικών δεικτών της ευεξίας σύμφωνα με τη συμμετοχή σε παραγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες παρατηρήθηκε και σχετικά με την πολλαπλή συγκέντρωσή τους, η οποία ήταν σημαντικά μεγαλύτερη μεταξύ των ερευνώμενων με συχνή παραγωγική ή/και κοινωνική δραστηριοποίηση, σε σύγκριση με τα κοινωνικά αδρανή άτομα (15,0%; 95% CI 12,9-17,4 έναντι 7,2%; 95% CI 6,1-8,5). Επίσης, η συγκέντρωση των αποτελεσμάτων της ευεξίας βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά με τη συχνή συμμετοχή σε παραγωγικές (ORs=1,35, p=0,007) και κοινωνικές δραστηριότητες (ORs=1,57, plt;0,001), αλλά και το σκορ των δεικτών ευεξίας διαπιστώθηκε ότι ήταν υψηλότερο μεταξύ των ατόμων που συμμετείχαν συχνότερα σε παραγωγικές ή/και κοινωνικές δραστηριότητες τον τελευταίο μήνα, σε σχέση με τα άτομα που δήλωσαν ότι δεν είχαν συμμετάσχει σε καμία δραστηριότητα (2,1 έναντι 1,7, αντίστοιχα, plt;0,05). Η συσχέτιση μεταξύ της συχνής παραγωγικής ή/και κοινωνικής συμμετοχής και της πολλαπλής παρουσίας παραγόντων ευεξίας ήταν 0,050 (p=0,045). Επιπροσθέτως, η ευεξία βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά με συγκεκριμένους δείκτες της κοινωνικής απομόνωσης. Συγκεκριμένα, τα άτομα που δήλωσαν ότι έρχονταν συχνά σε επαφή με τα παιδιά τους είχαν σημαντικά υψηλότερο σκορ ευεξίας (1,80), σε σχέση με εκείνα με λιγότερο συχνή επαφή (1,40) (p=0,028). Το ίδιο ίσχυσε και για τους ερευνώμενους που δήλωσαν ότι συμμετείχαν σε μια τουλάχιστον δραστηριότητα, σε σχέση με τους κοινωνικά μη δραστήριους συνομήλικους τους (1,93 έναντι 1,70, p=0,001). Υψηλότερο σκορ ευεξίας παρατηρήθηκε επίσης μεταξύ των ατόμων που ζούσαν με σύντροφο ή σύζυγο (1,90), σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που διαβιούσαν μόνοι (1,69), (p=0,007). Τα ηλικιωμένα άτομα που εμφάνισαν περισσότερους από τέσσερις παράγοντες κοινωνικής απομόνωσης διαπιστώθηκε ότι είχαν χαμηλότερο μέσο σκορ ευεξίας (1,69), σε σχέση με τα λιγότερο απομονωμένα άτομα (1,94). Ωστόσο η παραπάνω διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (p=0,200). Όσον αφορά στην εκτίμηση της μοναξιάς, επίμονα αισθήματα μοναξιάς (τον περισσότερο καιρό) την τελευταία εβδομάδα παρατηρήθηκαν σε μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των γυναικών (11,2%), σε σχέση με τους άνδρες (7,2%), ενώ και η συχνή αίσθηση της μοναξιάς βρέθηκε να είναι σημαντικά υψηλότερη στις γυναίκες (47,9%), σε σύγκριση με τους άνδρες (30,8%) (p<0,001). Επιπροσθέτως, η μοναξιά διαφάνηκε να είναι άνισα κατανεμημένη μεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων και μεταξύ των ατόμων διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου και οικογενειακού εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών δήλωσαν σε ποσοστό 12,4% ότι βίωναν μοναξιά τον περισσότερο καιρό, σε σχέση με το 7,7% των ατόμων ηλικίας 65-74 και το 11,9% των ατόμων 75-84 ετών (p<0,001). Επίσης, τα ηλικιωμένα άτομα που είχαν αποκτήσει περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης βρέθηκαν σε μικρότερο ποσοστό να υποφέρουν από μοναξιά, συγκρινόμενα με εκείνα με λιγότερα χρόνια (p<0,001). Παρομοίως, οι ερευνώμενοι με το χαμηλότερο οικογενειακό εισόδημα σε ποσοστό 13,6% δήλωσαν ότι βίωναν μοναξιά σε σχέση με το 7,3% εκείνων με το υψηλότερο εισόδημα. Αναφορικά με την κατανομή των αποτελεσμάτων της ευεξίας σύμφωνα με τη συχνότητα βίωσης αισθημάτων μοναξιάς τον περισσότερο καιρό την προηγούμενη εβδομάδα διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που ένιωθαν μοναξιά είχαν σημαντικά χαμηλότερο μέσο σκορ παραγόντων ευεξίας (1,07), σε σχέση με τους συνομήλικους τους που δεν είχαν πρόσφατα αισθανθεί καθόλου μόνοι (1,36) (p-trend=0,002). Επίσης, η αναλογία των ερευνώμενων με υψηλή ικανοποίηση από τη ζωή ήταν σημαντικά υψηλότερη μεταξύ αυτών που δεν εμφάνισαν καθόλου αισθήματα μοναξιάς (40,5%: 95% CI 38,1-42,9), σε σχέση με εκείνους με επίμονα αισθήματα μοναξιάς (10,5%: 95% CI 7,1-15,3). Κατ’ αντιστοιχία, ο επιπολασμός της πολλαπλής εμφάνισης παραγόντων ευεξίας ήταν σημαντικά χαμηλότερος μεταξύ των ατόμων που αισθάνονταν μοναξιά τον περισσότερο καιρό (6,9%: 95% CI 3,7-12,4), σε σύγκριση με τα άτομα που δεν ένιωθαν ποτέ μοναξιά (15,5%: 95% CI 13,8-17,2). Σχετικά με την επίδραση των δυσμενών συνθηκών υγείας, των στρεσσογόνων γεγονότων ζωής και της κοινωνικής απομόνωσης στην εμφάνιση μοναξιάς διαπιστώθηκαν, επίσης, σημαντικές διαφορές. Τα άτομα με περισσότερα από ένα χρόνια νοσήματα ανέφεραν πιο συχνά αισθήματα μοναξιάς, σε σύγκριση με εκείνα που δεν εμφάνισαν κανένα χρόνιο νόσημα (p=0,015). Το ίδιο βρέθηκε να ισχύει για τους ερευνώμενους με περισσότερους του ενός περιορισμούς στη λειτουργικότητα τους (p<0,001) ή με περισσότερα του ενός συμπτώματα νοσηρότητας (p=0,002), αλλά και γι’ αυτούς που υπέφεραν από περισσότερα από τέσσερα καταθλιπτικά συμπτώματα (p<0,001). Επίσης, σημαντικές ήταν οι διαφορές στην κατανομή της συχνότητας της μοναξιάς μεταξύ των ατόμων που ζούσαν σε κοινωνική απομόνωση, βάσει των δεικτών της μοναχικής διαβίωσης, της μη συμμετοχής σε παραγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες και της ατεκνίας (p<0,001), ενώ και τα ηλικιωμένα άτομα σε κατάσταση χηρείας ανέφεραν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό (p<0,001) ότι βίωναν μοναξιά τον περισσότερο καιρό (12,2%), σε σχέση με τους μη χήρους συμμετέχοντες (7,8%). Μάλιστα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δυο μοντέλων ανάλυσης πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης που εφαρμόστηκαν (ORs=2,08; 95% CI 1,24-3,48 και ORs=1,75; 95% CI 1,03-2,96, αντίστοιχα), τα άτομα των οποίων τα παιδιά είχαν πρόσφατα μετακομίσει από την οικογενειακή εστία είχαν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να αισθάνονται μοναξιά, σε σύγκριση με τα άτομα των οποίων τα παιδιά παρέμεναν υπό την ίδια στέγη. Τέλος, σημαντικά μεγαλύτερη ήταν η αναλογία των ηλικιωμένων ατόμων στην Ιταλία (27,8%) και την Ελλάδα (26,1%) που εκδήλωσαν συχνά αισθήματα μοναξιάς, σε σύγκριση με την αντίστοιχη αναλογία των ερευνώμενων στη Δανία (6,0%) και την Ολλανδία (5,0%). Όσον αφορά στη συσχέτιση μεταξύ της χρήσης προληπτικών φροντίδων υγείας και της κοινωνικής απομόνωσης, σημαντικά υψηλότερο ήταν το σκορ των προληπτικών υπηρεσιών μεταξύ των ατόμων που ζούσαν με σύντροφο ή σύζυγο (p=0,001), που ήταν παντρεμένα (p=0,004), που είχαν τουλάχιστον ένα παιδί (p=0,046), καθώς και εκείνων που διατηρούσαν οποιαδήποτε μορφή παραγωγικής ή κοινωνικής δραστηριοποίησης (p=0,023). Επιπροσθέτως, οι ερευνώμενοι που εμφάνισαν πολλαπλή παρουσία παραγόντων κοινωνικής απομόνωσης (4+) διαπιστώθηκε ότι έκαναν σημαντικά χαμηλότερη χρήση υπηρεσιών προληπτικής ιατρικής, σε σύγκριση με τα μη απομονωμένα άτομα (37,6 έναντι 41,8, p=0,046). Περαιτέρω, τα ηλικιωμένα άτομα που ζούσαν μόνα τους και εκείνα που δήλωσαν κοινωνικά ανενεργά είχαν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να έχουν επισκεφθεί οδοντίατρο (ORs=0,69; 95% CI 0,52-0,91 και ORs=0,70; 95% CI 0,54-0,89, αντίστοιχα). Επίσης, τα άτομα που δεν επέδειξαν κανενός είδους κοινωνική συμμετοχή εμφάνισαν χαμηλότερη πιθανότητα να έχουν πραγματοποιήσει σιγμοειδοσκόπηση ή κολονοσκόπηση (ORs=0,74; 95% CI 0,57-0,96). Σημαντικές διαφοροποιήσεις στην κατανομή του μέσου σκορ χρήσης προληπτικών υπηρεσιών ανιχνεύτηκαν μεταξύ των κοινωνικά απομονωμένων ατόμων στις έντεκα υπό εξέταση ευρωπαϊκές χώρες, με το σκορ αυτό να κυμαίνεται από 49,6 στη Γαλλία έως 26,0 στην Ελλάδα. Ο επιπολασμός της πολλαπλής παρουσίας παραγόντων κοινωνικής απομόνωσης ήταν περίπου 9,0–22,0% στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, σε σχέση με το 13,0–25,0% μεταξύ των ηλικιωμένων ατόμων στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, ενώ η υψηλότερη αναλογία ερευνώμενων με περισσότερους από τέσσερις παράγοντες κοινωνικής απομόνωσης παρατηρήθηκε στη Σουηδία (25,2%) και η χαμηλότερη στην Ελλάδα (8,8%). Συμπεράσματα Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής οι κοινωνικοί παράγοντες που μελετήθηκαν βρέθηκαν να σχετίζονται σημαντικά με τους θετικούς δείκτες της ευεξίας, αλλά και με την πολλαπλή συγκέντρωσή τους. Επίσης, διαπιστώθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ συγκεκριμένων εκφάνσεων της κοινωνικής απομόνωσης και της χρήσης προληπτικών υπηρεσιών υγείας. Τα κύρια συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν είναι τα εξής: (i) τα αποτελέσματα της ευεξίας παρουσιάζουν σημαντική κοινωνική κατανομή, με τα άτομα χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου να χαρακτηρίζονται από σημαντικά χαμηλότερη πιθανότητα συγκέντρωσης θετικών παραγόντων ευεξίας, (ii) η κατανομή των αποτελεσμάτων της ευεξίας φαίνεται να διαφοροποιείται μεταξύ των διαφορετικών χωρών, εύρημα το οποίο βρίσκεται σε αντιστοιχία με το καλά τεκμηριωμένο “northsouth pattern” στην ευεξία, με σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα να απαντώνται στις χώρες του Βορρά, (iii) η συχνή συμμετοχή σε κοινωνικές και παραγωγικές δραστηριότητες σχετίζεται σημαντικά με διαφορετικές διαστάσεις της ευεξίας των ατόμων τρίτης και τέταρτης ηλικίας, (iv) συγκεκριμένες πτυχές του κοινωνικού περιβάλλοντος των ηλικιωμένων ατόμων, οι οποίες προσιδιάζουν στην κοινωνική απομόνωση, σχετίζονται σημαντικά με συγκεκριμένα αποτελέσματα της ευεξίας τους, (v) η χρήση προληπτικών υπηρεσιών υγείας βρίσκεται σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης των ατόμων και την κοινωνική απομόνωση, (vi) τα άτομα που δεν νιώθουν μοναξιά παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα ευεξίας και έχουν υψηλότερο μέσο σκορ θετικών παραγόντων ευεξίας, ενώ τα άτομα που βιώνουν συχνά αισθήματα μοναξιάς εμφανίζουν χαμηλότερη πιθανότητα πολλαπλής εμφάνισης παραγόντων ευεξίας, (vii) η συχνότητα βίωσης αισθημάτων μοναξιάς παρουσιάζει σημαντική συσχέτιση με επιμέρους παραμέτρους των δυσμενών συνθηκών υγείας, των στρεσσογόνων γεγονότων ζωής και της κοινωνικής απομόνωσης και, (viii) η πρόσφατη αποχώρηση του τελευταίου παιδιού από την οικογενειακή εστία φαίνεται να είναι ο πιο σημαντικός ανεξάρτητος δείκτης πρόβλεψης της εκδήλωσης συχνών αισθημάτων μοναξιάς. Συμπερασματικά, καθίσταται αντιληπτό από τα προαναφερθέντα ευρήματα ότι συγκεκριμένοι παράγοντες του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος των ατόμων σχετίζονται σημαντικά με το επίπεδο της ευεξίας τους και μπορούν να επιφέρουν ευεργετικές επιδράσεις σε ποικίλες σκοπιές αυτής. Επιπροσθέτως, τα παρόντα ευρήματα παρέχουν σημαντικές ενδείξεις ως προς την αναγνώριση των παραγόντων εκείνων που πιθανώς επιδρούν στην κοινωνική δραστηριοποίηση, την κοινωνική απομόνωση και τη μοναξιά και επομένως θα μπορούσαν να διευρύνουν την υπάρχουσα γνώση σχετικά με τους προστατευτικούς ή τους επιβαρυντικούς παράγοντες της ευεξίας κατά την περίοδο της γήρανσης. Αρκετοί από αυτούς τους παράγοντες επιδέχονται τροποποίησης μέσω των κατάλληλων εκείνων παρεμβάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βελτιώσεις στην ευεξία των ατόμων καθώς αυτά γερνούν. Ιδιαίτερα, η ανάπτυξη και ενίσχυση των ευκαιριών ενεργούς συμμετοχής σε κοινωνικές δραστηριότητες και η ενθάρρυνση της υιοθέτησης ενός δραστήριου τρόπου ζωής μπορεί να επιφέρει σημαντικά οφέλη στο επίπεδο της ευεξίας των ηλικιωμένων ατόμων και οι αντίστοιχες στρατηγικές οφείλουν να είναι προσανατολισμένες προς την ικανοποίηση των αναγκών των ατόμων για κοινωνική ενσωμάτωση και ουσιώδεις κοινωνικές συναναστροφές. Επιπροσθέτως, οι κοινωνικές πολιτικές, αλλά και οι πολιτικές δημόσιας υγείας που αποσκοπούν στην προαγωγή της ευεξίας οφείλουν να εντάξουν στις προτεραιότητές τους και το στόχο της άμβλυνσης της ψυχο-κοινωνικής επιβάρυνσης και του ανθρώπινου πόνου, όπως αυτός αντανακλάται στην ύπαρξη αισθημάτων μοναξιάς, ως ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση δυσμενών αποτελεσμάτων ευεξίας. (EL)
Background The fact that the contemporary world has been ageing rapidly is one of the greatest challenges health care and social security systems have to deal with. Social and gerontological research that has been implemented up to date, mainly at the country level, has extensively addressed the health of people of third and fourth age and has thus indicated several determinants associated with their social environment. In this context, well-being has been denoted to predict longer survival among older people and higher utilization of health care services. Therefore, wellbeing has become an important objective of ageing-related public health and social policies. However, the study of older adults’ well-being and the comprehensive evaluation of the factors related to its configuration remain relatively unexplored, whereas the respective existing findings of nationally comparative research have been limited. Aim The current study aimed at assessing the prevalence of six different positive well-being outcomes and their accumulated presence (4+) as well, among adults aged 65 years of age and older of the eleven European countries who took part in the first wave of the SHARE survey (Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe), according to: (i) their socio-demographic characteristics, (ii) social engagement (1st Chapter), social isolation (2nd Chapter) and loneliness (3rd chapter). Furthermore, frequency of feelings of loneliness was examined in relation to adverse health conditions, stressful life events and social isolation (4rth Chapter). In addition, the utilization of preventive health services was measured according to social isolation indicators and their multiple clustering (5th Chapter). Lastly, we were interested to study the potential differences in well-being, social engagement, social isolation, loneliness and preventive health services utilization among the different countries and geographical regions under scrutiny. Subjects and Methods The data of the present study pertains to a subsample of adults aged 65 and older which was retrieved from the first wave of the cross-national longitudinal SHARE survey which was conducted between 2004 and 2005 in eleven European countries (Austria, Belgium, France, Germany, Denmark, Switzerland, Greece, Spain, Italy, the Netherlands and Sweden). This survey was organized and coordinated centrally at the Mannheim Research Institute for the Economics of Ageing (MEA, Germany) under the collaborative effort of multidisciplinary national teams of more than 150 researchers worldwide and more than 60 working groups, including the research team of the Department of Social Medicine, in the Faculty of Medicine of University of Crete. The target population of the study concerned households with at least one member aged 50 and over, including their probably younger partners or spouses, and it was selected according to the complex multistage stratification design that was implemented so that this population to be representative of the European population aged over 50 years. At the individual level, the average weighted response rate which was achieved ranged from 73.7% in Spain to 93.3% in Germany, whereas at the household level the lowest response rate was reached in Switzerland (38.8%) and the highest in France (81.0%). For the purposes of the current investigation, the analyses comprised individuals aged 65 years and older within the SHARE sample, which yielded a study population of 7,025, 5,129, 5,074 and 6,971 respondents. Well-being was gauged as the clustering of six indicators: quality of life, depressive symptomatology, self-perceived health, life satisfaction, chronic conditions and Body Mass Index (BMI). High well-being was equated with reporting high quality of life, exhibiting absence of depressive symptomatology, perceiving health status as very good, being very satisfied with life, suffering from one or none chronic health condition and having normal BMI. The clustering of more than four well-being indicators (4+) was considered to be indicative of higher well-being and referred to as multiple presence of positive well-being outcomes. Additionally, we assessed the socio-demographic characteristics of the participants, their social engagement, social isolation, loneliness, adverse health conditions, stressful life events and preventive health services utilization. Data were analyzed using the IBM-SPSS v21.0. Weights were applied according to the complex sampling design of the study, reflecting non-responses and stratification design. The prevalence of well-being indicators and the respective 95% confidence intervals (95% CIs) were estimated according to the complex sampling design. Furthermore, analysis of covariance and multivariate regression analysis were applied in order to search for potential differences and associations between well-being and social engagement, social isolation and loneliness. Furthermore, we estimated frequency of feelings of loneliness with the respective p-values and we examined frequency of loneliness according to adverse health conditions, stressful life events and social isolation. Multivariate regression models were calculated with the respective Odds Ratios (ORs) so as to study the effect of the above factors on frequency of loneliness. Lastly, preventive health services utilization was measured according to a composite score of twelve different items (12-item composite score) and the distribution of this score was investigated according to social isolation. In addition, the utilization of the distinct components of preventive care under study was also examined according to different indicators of social isolation through multiple logistic regression analysis Moreover, in order to detect possible national variations, we estimated the weighted prevalence and the corresponding confidence intervals of the frequency of lacking indicators of well-being and the occurrence of social isolation and loneliness across the eleven SHARE European countries. Lastly, country-specific differences in the association between the frequency of activity participation and well-being clustering were also addressed by means of simple linear regression analysis. Results More than four indicators of well-being were observed for 10.2% of the respondents, whereas for 14.4% of the total sample no positive well-being outcomes were rendered. The majority of the sample was found with one or two well-being indicators (28.9 and 27.9%, respectively). The presence of 4+ wellbeing indicators was significantly more common among participants aged 65–74 years than among those of age 75–84 years, whereas the prevalence of accumulated well-being indicators among the oldest-old participants of the study did not differ significantly from the their younger counterparts aged 75-84 years old. The prevalence of 4+ well-being indicators was shown to be more than twice as high (23.2%; 95% CI 20.5–26.1) in Northern countries compared to Central countries (11.2%, 95% CI 9.7–12.8) and more than three times as high compared to Southern ones (7.2%; 95% CI 5.8–9.0). A significantly lower proportion of the participants who had not participated in any productive or/and social activities were found with high quality of life, in relation to productively and socially active ones. Likewise, the proportion of adults who were attested with low depression score, rated their health as very good, were very satisfied with life and displayed less than two chronic diseases was significantly higher among those with frequent productive or/and social activity participation over the course of the previous month. This pattern was consistent for most well-being indicators and remained after their clustering, with 4+ indicators of well-being being significantly more prevalent among frequent participants in productive or/and social activities, than infrequent ones (15.0%, 95% CI 12.9–17.4 vs. 7.2%; 95% CI 6.1–8.5). Clustering of well-being indicators was found to correlate at a significant level with frequent participation in productive (ORs=1.35, p=0.007) and social activities (ORs=1.57, p<0.001). Accordingly, a higher score of well-being indicators was evident among older adults participating frequently in productive or/and social activities, in relation to those who had not participated in any activities over the course of the previous month (2.1 vs. 1.7, respectively, p<0.05). The correlation between frequent productive or/and social activity participation and multiple presence of well-being indicators was 0.050 (p=0.045). Additionally, well-being was found to be significantly associated with specific indicators of social isolation. More particularly, individuals contacting their offspring daily or at least once a month displayed a significantly higher mean well-being score (1.80), in relation to those reporting less frequent or no parent-child contact (1.40) (p=0.028). The above pattern was also ascertained regarding participants with at least one social activity, in relation to their socially inactive peers (1.93 vs. 1.70, p=0.001). A higher mean well-being score was thus observed among older adults living in partnered households (1.90), compared to their unpartnered counterparts (1.69) (p=0.007). Older individuals with an accumulation of social isolation indicators indicated a lower mean well-being score (1.69), in comparison to the least isolated individuals (1.94). However the above difference did not reach statistical significance (p=0.200). Regarding the prevalence of well-being outcomes according to loneliness, it was found that individuals who declared feeling lonely most of the time over the course of the previous week had a significantly lower mean score of indicators of well-being (1.07), relative to their non lonely counterparts (1.36) (p-trend=0.002). Moreover, the proportion of the respondents being very satisfied with their life was significantly higher among those with no feelings of loneliness (40.5%; 95% CI 38.1-42.9), as compared to adults with very frequent endorsement of loneliness feelings (10.5%; 95% CI 7.1-15.3). Likewise, multiple clustering of well-being indicators was significantly more prevalent among non lonely individuals (15.5%; 95% CI 13.8- 17.2), in relation to their lonely seniors (6.9%; 95% CI 3.7-12.4). As far as the assessment of loneliness is concerned, persistent feelings of loneliness, endured most of the time, were mostly reported by females (11.2%), compared to males (7.2%), whereas frequent feelings of loneliness were reported by 30.8% of males and 47.9% of females (p<0.001). In addition, loneliness was indicated to be unequally distributed among different age groups and individuals of different educational and income status. Specifically, the proportion of individuals declaring to feel lonely most of the time was significantly higher among the oldest-old participants (85+) (12.4%), as compared to their younger counterparts, aged 65-74 (7.7%) and 75- 84 years old (11.9%) (p<0.001). Moreover, older adults who had obtained more years of schooling were found to suffer from significantly less frequent feelings of loneliness, in comparison to adults with the least years of education (p<0.001). Likewise, 13.6% of the respondents with the lowest household income declared to feel lonely, in relation to 7.3% of those belonging to the highest income quartile. As regards the association of loneliness with adverse health conditions, stressful life events and social isolation significant differences were shown to exist. More particularly, individuals with one or more chronic conditions reported more frequent feelings of loneliness, in comparison to adults suffering from less than two chronic diseases (p=0.015). This pattern also held true for older people with more than one limitations in activities of daily living ((I)ADL) (p<0.001) or more than one disease symptoms (p=0.002) and more than four depressive symptoms (p<0.001). Furthermore, significant were the differences noted in the distribution of loneliness frequency between individuals living in social isolation, as indicated by solitary living, social disengagement and childlessness (p<0.001). In addition, for 12.2% of widowed older people frequent feelings of loneliness were endorsed, relative to 7.8% of those living in partnered households. In a similar vein, the likelihood of persistent endorsements of feelings of loneliness was twice as high among older adults whose offspring had recently moved out from parental nest, in relation to those whose child still shared the same house with them, in both models of multiple logistic regression analysis (ORs=2.08; 95% CI 1.24-3.48 and ORs=1.75; 95% CI 1.03-2.96, respectively). Lastly, 27.8% of Italian and 26.1% of Greek older individuals were categorized as severely lonely, which applied to 6.0% of the elderly in Denmark and 5.0% in the Netherlands. With reference to the utilization of preventive care according to social isolation, the mean score of preventive health services was documented to be significantly higher among adults residing with a partner or spouse (p=0.001), being married (p=0.004), having at least one child (p=0.046) and being involved in any kind of productive or/and social activity (p=0.023). Additionally, respondents presenting multiple presence of social isolation indicators (4+) were found to have a significantly lower mean score of preventive health services utilization, as compared to their non isolated partners (37.6 vs. 41.8, p=0.046). Further, older adults living unpartnered, as well as those being socially disengaged, indicated a significantly lower likelihood to have visited a dentist (ORs=0.69; 95% CI 0.52-0.91 and ORs=0.70; 95% CI 0.54-0.89, respectively). Similarly, individuals with no activity participation had lower odds of having ever undertaken sigmoidoscopy or colonoscopy (ORs=0.74; 95% CI 0.57– 0.96). Significant differences were discernible between the eleven European countries under investigation as regards the distribution of health services utilization score among socially isolated older people. Specifically, the mean score of preventive health services utilization among adults with 4+ social isolation indicators was 49.6 in France and 26.0 in Greece. Furthermore, the rate of the multiple presence of social isolation indicators was approximately 9.0–22.0% in southern Europe, relative to 13.0–25.0% among older people in northern and central Europe. Moreover, the proportion of adults being identified with more than 4 indicators of social isolation was the highest in Sweden (25.2%) and the lowest in Greece (8.8%). Conclusions According to the afore-mentioned cross-national empirical findings the social factors under study were found to be significantly associated with specific positive well-being outcomes and their multiple clustering, as well. In addition, preventive health services utilization was significantly related to different indicators of social isolation. The main conclusions that could be drawn are as follows: (i) wellbeing outcomes are socially distributed, with individuals with the least years of education and the lowest household income level being ascertained with the lowest likelihood of presenting multiple clustering of well-being indicators, (ii) well-being dimensions are differently distributed among the eleven European countries and the three geographical regions under investigation, which is in accordance with the wellestablished well-being “north-south pattern”, with significantly better outcomes being consistently attested among Northern Europeans, (iii) frequent productive and social activity participation is significantly related to well-being, (iv) specific elements of people’s social environment which pertain to social isolation are significantly related to well-being outcomes, (v) preventive health services utilization is associated with social living conditions and social isolation, (vi) non lonely older adults present better well-being outcomes and have a greater well-being mean score, whereas multiple clustering of well-being indicators seems to be less common among individuals declaring to feel lonely most of the time, (vii) frequency of reporting feelings of loneliness is significantly related to specific adverse health conditions, stressful life events and social isolation indicators and, (viii) recent departure of the last offspring from parental nest was the most significant independent predictor of loneliness. It becomes evident from the above findings that there seem to be specific factors of older people’s social and family context which are significantly associated with their level of well-being and can possibly hold beneficial implications for multiple wellbeing aspects. Several of these factors could be subjected to modification through to suitable interventions which could lead to the amelioration of individuals’ well-being as they age. Particularly, the enhancement of chances for active engagement in social activities and the encouragement of an active lifestyle could be to the benefit of older people’s well-being and respective strategies should therefore be oriented towards satisfying their needs for social integration and meaningful social connections. In addition, social and public health policies aiming at the improvement of later-life well-being ought to prioritize the mitigation of psycho-social distress and human pain which is reflected on the occurrence of loneliness as a key risk factor for health and well-being. Furthermore, the current results afford important empirical evidence on identifying factors which possibly bear upon social engagement, social isolation and loneliness and could thus extend current knowledge and understanding on well-being promoting factors and risk factors for poor well-being outcomes in old age. (EN)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text

Older people
Share survey
Ηλικιωμένα άτομα


Ελληνική γλώσσα
Αγγλική γλώσσα

2018-03-28


Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.