The role of fat tissue in inflammatory bowel disease (IBD) and the signalling pathways of substance P

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2016 (EL)

Ο ρόλος του λιπώδους ιστού στις ΙΦΕΝ και οι σηματοδοτικοί μηχανισμοί της ουσίας Π
The role of fat tissue in inflammatory bowel disease (IBD) and the signalling pathways of substance P

Σιδερή, Αριστέα

Σιδηρόπουλος, Πρόδρομος
Τσατσάνης, Χρήστος
Ποθουλάκης, Χαράλαμπος
Καραγιαννίδης, Ιορδάνης
Παπαδάκης, Κωνσταντίνος
Μπέρτιας, Γεώργιος
Καρδάσης, Δημήτριος

Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Εντερικές Νόσοι (ΙΦΕΝ: Ελκώδης Κολίτιδα και Νόσος Crohn’s) είναι χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα του γαστρεντερικού με επιπολασμό 20 νέα περιστατικά/10.000 κατοίκους και δραματική επίδραση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με αυξημένη θνησιμότητα. Οι ΙΦΕΝ είναι πολυπαραγοντικές νόσοι με γενετικούς (με μεταβλητή διεισδυτικότητα), μικροβιακούς και ανοσολογικούς παράγοντες να αλληλεπιδρούν και να επιρρεάζουν την εμφάνισή αλλά και την ένταση των συμπτωμάτων τους. Εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στις δυτικές κοινωνίες, και αυτό έχει οδηγήσει σε πολλαπλές θεωρίες σχετικά με την επίδραση του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος στην παθοφυσιολογία τους. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι διαθέσιμες φαρμακολογικές θεραπείες των ΙΦΕΝ έχουν σημαντικές παρενέργειες (στερούνται εκλεκτικότητα στόχου–καταστέλλουν γενικευμένα το ανοποιητικό σύστημα), ενώ οι χειρουργικές προσεγγίσεις συχνά δεν προσφέρουν οριστική λύση ή οδηγούν σε επιβαρρυντικές για την ποιότητα ζωής επιπλοκές. Η ανάγκη για καινοτόμες προσεγγίσεις που αποσκοπούν στην ανακάλυψη νέων τρόπων αντιμετώπισης των ΙΦΕΝ είναι επιτακτική. Μία από τις κύριες αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανεπτυγμένων χωρών όπου η συχνότητα των ΙΦΕΝ είναι αυξημένη, αφορά στην αύξηση της παχυσαρκίας, η οποία εξελίσσεται στην ασθένεια-επιδημία της σύγχρονης ιστορίας. Η παχυσαρκία είναι επίσης μια πολυπαραγοντική και πολύπλοκη νόσος, η συμβολή της οποίας στην εμφάνιση και έκβαση πλήθους καρδιαγγειακών, μεταβολικών νοσημάτων (ακόμα και καρκίνου) έχει υποστηρικτεί επιδημιολογικά, αλλά και αποδειχθεί πειραματικά. Ο λιπώδης ιστός είχε λανθασμένα θεωρηθεί ως απλώς η αποθήκη ενέργειας του οργανισμού. Εκτενής έρευνα στο χώρο της παχυσαρκίας τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει ότι ο λιπώδης ιστός έχει ρόλο μεταβολικά και ενδοκρινικά ενεργού οργάνου, με πολλές ανατομικές διαφοροποιήσεις και δυνατότητα παραγωγής πλήθους ορμονών και κυτταροκινών (προ-φλεγμονωδών και αντι-φλεγμονωδών), των αδιποκινών. Πλέον θεωρείται ότι στην παχυσαρκία, λόγω αυξημένης παραγωγής αδιποκινών από τα υπερτροφικά αδιποκύτταρα, ο οργανισμός βρίσκεται σε διαρκή φλεγμονή χαμηλής έντασης. Επιδημιολογικές μελέτες σχετίζουν την παχυσαρκία σε ασθενείς με ΙΦΕΝ με χειρότερη πρόγνωση, και ελαττωμένο χρόνο μεταξύ διάγνωσης και ανάγκης χειρουργικής επέμβασης σε ασθενείς με νόσο Crohn’s. Επιπλέον, πρόσφατες μελέτες προτείνουν και νέους τρόπους δράσης του λιπώδους ιστού πέρα από τη παραγωγή αδιποκινών. Πρώιμα λιποκύτταρα φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα διαφοροποιήσης χαρακτηριστικών καρκινικών κυττάρων μέσω της παραγωγτής διαφόρων τύπων κυστιδίων που περιλαμβάνουν γενετικό υλικό. Οι δυνατότητες του λιπώδους ιστού να επικοινωνεί και να αλληλεπιδρά με παρακείμενους ιστούς και όργανα έχουν μόλις αρχίσει να ανακαλύπτονται, και οι ΙΦΕΝ πιθανόν αποτελούν ιδανικό μοντέλο νόσων για την έρευνα της αλληλεπίδρασης του λιπώδους με άλλους νοσούντες ιστούς και όργανα. Μελετώντας την ανατομική σχέση πολλών ενδοκοιλιακών κοιτασμάτων λίπους, είναι σχεδόν προφανές ότι το μεσεντερικο λίπος, το μείζων επίπλοο, το περινεφρικό λίπος και όχι μόνο, θα μπορούσαν να συνιστούν πολλαπλές πηγές σηματοδοτικών μορίων κατά τη διάρκεια των ΙΦΕΝ στο προσβεβλημένο γαστρεντερικό σωλήνα. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντως, στα πλαίσια της παρούσας μελέτης, είναι το μακροσκοπικά αυξημένο μεσεντερικό λίπος στις προσβεβλημένες περιοχές του γαστρεντερικού σωλήνα το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς των χειρουργών στη Νόσο Crohn’s, το επωνομαζόμενο «έρπων» λίπος, αλλά και το μεσεντερικό λίπος, μέσα στο οποίο βρίσκεται και η πλειοψηφία των λεμφικών οργάνων που παροχετεύουν το έντερο. Συγκεντρωτικά, παρότι η ανατομική επικοινωνία του εντερικού με τον περιβάλλοντα λιπώδη ιστό είναι ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη και η προαναφερθείσα παρατήρηση για το «έρπων» λίπος στη Νόσο Crohn’s αποτελεί παγιωμένη γνώση, η πιθανή αλληλεπίδραση των δύο ιστών στις ΙΦΕΝ δεν έχει μελετηθεί. Στην παρούσα έρευνα, εκτενής αναφορά γίνεται και στην ουσία Π και το ρόλο της στήν επιρροή λειτουργιών του λιπώδους ιστού κατά τη διάρκεια των ΙΦΕΝ. Η ουσία Π είναι ένα νευροπεπτίδιο που εκφράζεται κυρίως στο Κεντρικό και Περιφερικό Νευρικό, στο Εντερικό Νευρικό και το Ανοσοποιητικό Σύστημα (εμπλέκεται ιδιαίτερα στη ρύθμιση των δράσεών του, καθώς εκφράζεται από τα περισσότερα κύτταρα του). Έχει αποδειχθεί ότι η ουσία Π εμπλέκεται στην παθογένεση πλήθους νόσων, με μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα την κατάθλιψη και τον πόνο φλεγμονώδους αιτιολογίας, πλήθος μολύνσεων, κακοήθειες, καρδιαγγειακές νόσους, δερματίτιδες, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, παχυσαρκία και ΙΦΕΝ μεταξύ άλλων. Επικεντρώνοντας στις ΙΦΕΝ, πολλαπλές μελέτες σε μοντέλα ζώων και ανθρώπινους ιστούς/κύτταρα αποδεικνύουν ότι η ουσία Π μπορεί να τις επηρεάσει σε πρώιμα και σε όψιμα στάδια τους, μέσω της διαφοροποιημένης έκφρασης αυτής ή του κύριου υποδοχέα της στον εντερικό ιστό. Συγκεκριμένα, ο κύριος υποδοχέας της ουσίας Π (υποδοχέας της νευροκινίνης 1) είναι αυξημένος στο εντερικό τοίχωμα ασθενών με ΙΦΕΝ, ενώ σε ζωικά μοντέλα με έλλειψη της ουσίας Π ή του υποδοχέα της νευροκινίνης 1 δε φαίνονται να υπάρχουν αλλαγές στο φαινότυπό τους, εκτός εάν προκληθεί σε αυτά πειραματική κολίτιδα (χημικά προκαλούμενη με TNBS ή DSS πρωτόκολλο). Σε αυτή την περίπτωση, τα ζώα με έλλειμμα στην ουσία Π ή τον υποδοχέα νευροκινίνης 1 έχουν καλύτερη αρχική ανταπόκριση αλλά μακροπρόθεσμα χειρότερη έκβαση της ασθένειας. Επιπλέον, χρήση μορίων ανταγωνιστών της ουσίας Π φαίνεται να έχει θετικά αποτελέσματα στην οξεία φλεγμονή σε μοντέλα κολίτιδας. Οι μελέτες αυτές υποδεικνύουν διαφορετικές δράσεις της ουσίας Π σε διαφορετικά στάδια της νόσου. Σε επίπεδο εμπλοκής της ουσίας Π στο λιπώδη ιστό, πρόσφατες δημοσιεύσεις αναφέρονταν στην ύπαρξη του υποδοχέα της ουσίας Π σε πρώιμα λιποκύτταρα, και στην ικανότητα αυτού του νευροπεπτιδίου να προάγει την αναπαραγωγή των κυττάρων αυτών. Όμως ο ρόλος της ουσίας Π στα κύτταρα του λιπώδους ιστού κάτω από συνθήκες χρόνιας φλεγμονής, όπως αυτές που επικρατούν στις ΙΦΕΝ, δεν έχει μελετηθεί. Η παρούσα έρευνα στοχέυει στην ανίχνευση μηχανισμών παθογένεσης-επούλωσης των ΙΦΕΝ, καθώς και στην αναγνώριση ενδοκυττάριων μηχανισμών φλεγμονής καθοδηγούμενων από το λιπώδη ιστό. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας πολλαπλές προσεγγίσεις, η έρευνα αποσκοπεί στην αναγνώριση και περιγραφή των παραγόμενων από το μεσεντερικό λίπος μορίων, καθώς και στη διευκρίνηση των πιθανών δράσεών τους στο εντερικό επιθήλιο κατά τη διάρκεια της φλεγμονής. Στα πλαίσια της έρευνας έχουν χρησιμοποιηθεί ζωικά μοντέλα παχυσαρκίας και κολίτιδας, ιστοί και κύτταρα από ασθενείς με ή χωρίς ΙΦΕΝ και κυτταρικές σειρές. Απώτερος σκοπός της μελέτης είναι η αναγνώριση μορίων–μηχανισμών–συστημάτων προς πιθανή παρέμβαση σε μελλονικές στοχευμένες θεραπείες τόσο στις ΙΦΕΝ, αλλά και και σε ευρύτερο σύνολο νόσων στην παθοφυσιολογία των οποίων συμβάλει ο λιπώδης ιστός. Από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, είναι προφανής η δραματική επιδείνωση της χημικής κολίτιδας παχύσαρκων πειραματόζωων συγκριτικά με τα μη παχύσαρκα πειραματόζωα. Η επιδείνωση καταδεικνύεται τόσο σε επίπεδο οξείας απώλειας βάρους, θνησιμότητας, ύπαρξης «έρποντος» λίπους, και συνδυάζεται με ιστολογικές διαταραχές του παχέως εντέρου των πειραματόζωων. Σε μοριακό επίπεδο, αλλαγές στα επίπεδα κυτταροκινών παρατηρούνται τόσο στο παχύ έντερο όσο και στο «έρπων» λίπος των πειραματόζωων με έκλυση χημικής κολίτιδας, με κάποιες μεταβολές υπαρκτές μόνο και κάποιες άλλες περισσότερο δραματικές στα παχύσαρκα ζώα. Το παχύ έντερο και το «έρπων» λίπος παρουσιάζουν επίσης διαφορετική διείσδυση από φλεγμονώδη κύτταρα και το σύστημα της αδιπονεκτίνης–υποδοχέα της αδιπονεκτίνης (σημαντικής αδιποκίνης που έχει φανεί να επηρεάζεται στο αίμα ασθενών με ΙΦΕΝ) φαίνεται να συμμετέχει στην δημιουργία των διαφορετικών φαινοτύπων αυτών των ζώων. Από τις βιοψίες μεσεντερικού λιπώδους ιστού, αλλά και απο πρώιμα λιποκύτταρα απομονωμένα από ασθενείς με ή χωρίς ΙΦΕΝ, προέκυψαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες που συνάδουν σε σημαντικό βαθμό με τις παρατηρήσεις που προέκυψαν από τα πειραματόζωα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι βιοψίες και κύτταρα απο Ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn’s, έχουν διαφορετική παραγωγή αδιποκινών συγκριτικά με βιοψίες και κύτταρα απο ασθενείς με άλλες νόσους, αλλά και μεταξύ τους, υποδηλώνοντας διαφορετική συμβολή του μεσεντερικού λίπους στην παθοφυσιολογία των δύο αυτών νόσων. Επιπλέον, τα παράγωγα του μεσεντερικού λιπώδους ιστου έχουν τη δυνατότητα να εκλύουν ειδικές για κάθε ασθένεια αποκρίσεις σε επιθηλιακά κύτταρα του παχέως εντέρου. Οι προαναφερθείσες παρατηρήσεις αποτελούν την πρώτη αναφορά στη βιβλιογραφία όπου το μεσεντερικό λίπος φαίνεται να συμμετέχει στην παθοφυσιολογία της ελκώδους κολίτιδας, αλλά και τις πρώτες αναφορές επίδρασης του λιπώδους ιστού στις αποκρίσεις επιθηλιακών κυττάρων του εντέρου. Το σύστημα αδιπονεκτίνης–υποδοχέα της αδιπονεκτίνης που αναγνωρίσθηκε να παίζει ρόλο στην φλεγμονή του εντέρου στα ζωικά πειράματα, φαίνεται να είναι επηρεασμένο και σε ασθενείς με ΙΦΕΝ σε βιοψίες λιπώδους ιστού και παχέως εντέρου. Επιπλέον, παρουσιάζεται η διαφορετική ρύθμιση του συστήματος ουσίας Π–υποδοχείς της νευροκινίνης στα πρώιμα λιποκύτταρα ασθενών με ΙΦΕΝ. Ακριβώς όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η ρύθμιση αυτή είναι ειδική για κάθε τύπο ασθένειας, ενώ τα πρώιμα λιποκύτταρα φαίνονται να είναι σε θέση να αποκρίνονται στην έκθεση σε ουσία Π με παραγωγή διαφορετικών προ–και αντι–φλεγμονωδών κυτταροκινών ανάλογα με την προέλευσή τους. Κοινά και διαφορετικά μονοπάτια μεταξύ των πρώιμων λιποκυττάρων ασθενών με ελκώδη κολίτιδα ή νόσο Crohn’s αναλύθηκαν, και η κοινή παραγωγή της ιντερλευκίνης 17A μετά από έκθεσή των κυττάρων αυτών σε ουσία Π, αλλά και ο υποδοχέας της ιντερλευκίνης 17Α σε βιοψίες παχέως εντέρου, αποτελούν τις πιό ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που προέκυψαν από αυτό το πειραματικό σύστημα. Η παραγωγή της ιντερλευκίνης 17Α (που έχει γίνει πρόσφατα αντικείμενο εκτενούς έρευνας στη νόσο Crohn’s) από το λιπώδη ιστό περιγράφεται γιαπρώτη φορά, ενώ η ρύθμιση της παραγωγής της από την ουσία Π έχει μόνο μια αναφορά ακόμα στη διεθνή βιβλιογραφία. Εν κατακλείδι, μέσω της διαφορετικής οπτικής στην έρευνα των ΙΦΕΝ που περιγράφεται στην παρούσα μελέτη, πιθανά νέα εμπλεκόμενα συστήματα και μονοπάτια στην παθοφυσιολογία των νόσων αυτών αναγνωρίστηκαν και περιγράφηκαν. Τα μονοπάτια αυτά μπορεί να αποτελέσουν πιθανούς φαρμακολογικούς στόχους για τις νόσους αυτές για τις οποίες έχουμε περιορισμένες επιλογές θεραπειών. Οι διαφορές του μεσεντερικού λιπώδους ιστου στις ΙΦΕΝ, είτε πρόκειται για αίτιο, είτε πρόκειται για δευτερογενές αποτέλεσμα της τοπικής φλεγμονής, αποδεικνύουν ότι ο λιπώδης ιστός αποτελεί τουλάχιστον ένα καινούριο εργαλείο στη μελέτη αυτών των ασθενειών, αλλά πιθανά και άλλων πολύπλοκων νόσων. (EL)
Ulcerative colitis (UC) and Crohn’s disease (CD), collectively referred to as inflammatory bowel diseases (IBD), are distinct chronic gastrointestinal diseases with 20 new cases per 10,000 people at risk. IBD are multifactorial diseases that dramatically affect quality of life and have increased morbidity. Genetic factors, microbial and immunological factors interact to orchestrate the course and severity of IBD symptoms. IBD incidence is much higher in Western societies, leading to multiple hypotheses concerning the potential contribution of lifestyle and environmental influences in their pathophysiology. The vast majority of the available pharmacological therapies for IBD have important, and sometimes detrimental side effects (since they unselectively inhibit immune signaling pathways), whereas surgical approaches often do not offer final resolution of disease or have debilitating side effects. Evidently, the need for novel approaches aiming to discover different ways of treating IBD is pressing. One of the main changes of lifestyle in Western societies, where IBD are increased, is the prevalence of obesity—the epidemic of modern times. Obesity is a multifactorial and complicated disease that contributes to the development and progress of multiple cardiovascular and metabolic diseases and syndromes, including inflammation and cancer. Until recently, adipose tissue was considered to represent an energy storage compartment. Broad research in the field of obesity in recent years has shown that adipose tissue is a metabolically and endocrinologically active organ able to produce numerous hormones and cytokines (both pro-inflammatory and anti-inflammatory), named adipokines. It is now considered that obesity represents a constant sate of low-grade inflammation due to the increased production of adipokines from the hypertrophic, malfunctioning adipocytes and their precursors. Epidemiological studies link obesity with worse overall prognosis and shorter period between diagnosis and need of surgical intervention in CD patients. Other studies, however, failed to reproduce this association probably due to differences in the selection of patient groups. . Additionally, studies suggest that fat can affect function of other tissues via newly discovered processes. For example, preadipocytes are able to influence cancer cell differentiation by releasing various vesicle types carrying genetic material. The ability of adipose tissue to interact and influence neighboring tissues and distant organ physiology represents a new and unexplored field. Along these lines, IBD can serve as an ideal disease model for research of adipose tissue–organ interactions. Mesenteric, omental and peri-renal fat are some of the possible sources of signaling molecules on affected intestine during IBD. Of particular interest is the macroscopically increased mesenteric fat surrounding the affected intestine (“creeping” fat), which has been a hallmark of CD, as well as the mesenteric fat that hosts the majority of lymph nodes draining the intestine. Despite the anatomic proximity of the intestine with the surrounding adipose tissue and the commonly acknowledged presence of “creeping” fat in CD, the potential communication between adipose tissue and the intestine in IBD has not been examined. In this study, we assessed the role of substance P (SP) in modulating adipose tissue functions during IBD. SP is a neuropeptide expressed mainly in the central andperipheral nervous system, the enteric nervous system and the immune system (SP is involved in immune system regulation since both the peptide and its receptors are expressed by diverse immune cell populations). The involvement of SP in the pathophysiology of numerous diseases such as depression and inflammatory pain signaling, multiple inflammatory conditions, malignancies, cardiovascular diseases, skin disorders, irritable bowel syndrome, obesity and IBD has been well documented. Focusing on IBD, multiple studies with animal models, human tissues and cells show that SP can influence the disease course both at early and late stages. This influence involves modified expression of SP or the neurokinin receptor 1 (NK-1R) its high affinity receptor) in enteric tissues. More specifically, NK-1R is up-regulated in the intestine of patients with IBD, and even though NK-1R knockout mice have no apparent change in phenotype, they present with differential responses to colitis (either the TNBS or DSS model). SP and NK-1R knockout animals demonstrate improved colitis in the acute phase, but severe colitis deterioration during chronic colitis. Additionally, SP antagonists inhibit acute colitis induction. These studies clearly demonstrate the different roles of SP-NK-1R interactions in different stages of colitis. Regarding the role of SP in adipose tissue, recent publications indicate the presence of NK-1R in preadipocytes and the ability of SP to promote preadipocyte proliferation following NK-1R coupling. However, the role of SP on adipose tissue cells under chronic inflammation during IBD has not been examined. This study aims to elucidate new, adipose tissue-associated mechanisms and pathways that are important in determining IBD outcome. Utilizing multiple approaches, this study attempts to identify inflammatory molecules produced by the mesenteric adipose tissue and clarify the potential functions of these molecules on the enteric epithelium during inflammation. For this purpose, animal models of colitis and obesity, human tissue and cells isolated from patients with or without IBD, as well as colonic epithelial cell lines were utilized. This approach aims to identify novel molecules–mechanisms–pathways–systems–interactions, increase our understanding in IBD pathophysiology, and contribute to future targeted therapies against IBD, or against a broader spectrum of diseases where adipose tissue participates in their pathophysiology. We found that obese animals exhibit dramatically increased colitis phenotypes than lean animals. Weight loss, mortality, “creeping” fat accumulation were also associated with histological abnormalities observed in the colon of mice with colitis. At the molecular level, alterations of the cytokine expression in the colon as well as in the “creeping” fat of animals with colitis were observed, while some responses were most pronounced in obese animals. Colon and “creeping” fat also had differential inflammatory cell infiltrates in obese animals with colitis and the adiponectin (an important adipokine found to be up-regulated in the serum of IBD patients); the adiponectin receptor axis may play a major role in the generation of the different phenotypes. When mesenteric adipose tissue biopsies or isolated preadipocytes (from patients with or without IBD) were used, the results were in agreement with the observations made in the animal models. Interestingly, biopsies and isolated cells from non-IBD, UC and CD patients demonstrated differential adipokine secretion patterns, suggesting the potentialdisease-dependent effects of mesenteric adipose tissue in the pathophysiology of these diseases. Additionally, mesenteric adipose tissue supernatans were able to elicit disease-specific responses when transferred to colonic epithelial cells. Overall, our results provide the first evidence in the literature supporting the involvement of mesenteric adipose tissue in the pathophysiology of UC and the first to describe interactions of human adipose tissue-derived molecules on human colonic epithelial cells. The adiponectin–adiponectin receptor axis that was recognized to participate in colonic inflammation in animal experiments seems to be affected in IBD patients as well, as indicated in our experiments using adipose tissue and colonic biopsies. Furthermore, differential regulation of the SP-NK-1R system in human preadipocytes of IBD patients is also demonstrated in this study. As previously suggested, this regulation is disease-specific and seems to lead to the differential production of pro- and anti-inflammatory cytokines in preadipocytes in response to SP. Analysis of common and differential responses of UC and CD preadipocytes to SP also revealed that interleukin 17A (IL-17A) is the most notable common molecule to increase, and further analysis of human colonic biopsies shows that the receptor for IL-17Ais up-regulated in IBD patients compared to control biopsies. IL-17A has been investigated extensively in CD, and its production from adipose tissue is described for the first time in IBD. SP regulation of IL-17A expression has also been demonstrated in macrophages in a different study. In conclusion, novel potential systems and pathways involved in IBD are discovered. These pathways may lead to future potential pharmacological therapies for diseases like UC and CD, where there is only a very limited number of therapeutic approaches. The differences in mesenteric adipose tissue observed in IBD, regardless of whether they consist triggering factors or are secondary to nearby inflammation, suggest that adipose tissue may be an active participant in the pathophysiology of IBD. (EN)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text

Παχυσαρκία
Obesity
Adipose
Λιποκύτταρα
Preadipocytes
Intestinal inflammation
Εντερική φλεγμονή


Αγγλική γλώσσα

2016-07-19


Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.