Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, που αποτελεί μέρος της μελέτης Healthy Growth, διερεύνησε τον επιπολασμό της ανεπάρκειας της βιταμίνης D σε 2116 παιδιά ηλικίας 9-13 ετών και τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυτήν. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 17,2% των παιδιών βρέθηκε με επίπεδα ορού <30 nmol/L, και το 69,8% βρέθηκε με <50 nmol/L. Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D βρέθηκε να είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερος στα κορίτσια (73,4%) έναντι των αγοριών (66,0%), στις αστικές (71,1%) έναντι των αγροτικών περιοχών (63,4%), και στα παιδιά μη Ελληνικής εθνικότητας (77,2%) έναντι των παιδιών Ελληνικής εθνικότητας (68,4%). Σχετικά με το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, ο επιπολασμός ανεπάρκειας βιταμίνης D ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερος στα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν (<9 έτη), και από (9-14 έτη) εκπαίδευσης με ποσοστά (75,7% και 72,2%) αντίστοιχα, έναντι των παιδιών των οποίων η μητέρες είχαν (>14 έτη) εκπαίδευσης (64,4%), ενώ στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά παρουσίασαν τα παιδιά των οποίων οι πατεράδες είχαν (<9 έτη) και από (9-14 έτη) εκπαίδευσης συγκριτικά με αυτούς που είχαν (>14 έτη), κατ’αντιστοιχία (76,2% και 72,0% έναντι 63,0%). Επιπλέον, φάνηκε πως τα μέσα επίπεδα της 25-OH Vitamin D έχουν την υψηλότερή τους τιμή κατά το φθινόπωρο σε σύγκριση με την άνοιξη και το χειμώνα (48,9 ±13,4 έναντι 43,2 ±13,1 έναντι 38,3 ±13,2 αντίστοιχα). Ωστόσο, επιπρόσθετες αναλύσεις χρησιμοποιώντας πολυπαραγοντικές λογαριθμιστικές παλινδρομίσεις έδειξαν, πως το φύλο, ο τόπος διαμονής, και η εποχικότητα, αποτελούν στατιστικά σημαντικούς ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου για ανεπάρκεια ή/και έλλειψη βιταμίνης D.