Διατροφική αξιολόγηση Ελληνίδων και Κυπρίων εγκύων: μικροθρεπτικά συστατικά

 
This item is provided by the institution :

Repository :
Library and Information Center ESTIA
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files if the item*
share




2008 (EN)

Διατροφική αξιολόγηση Ελληνίδων και Κυπρίων εγκύων: μικροθρεπτικά συστατικά

Κάζης, Αβραάμ

Η εγκυμοσύνη είναι μια κρίσιμη περίοδος κατά την οποία η διατροφή της εγκύου επηρεάζει τόσο την υγεία του εμβρύου όσο και της ίδιας. Η επαρκής διατροφική κατάσταση τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα κατά την περίοδο αυτή, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την φυσική και διανοητική κατάσταση του βρέφους και αργότερα του παιδιού. Τα τελευταία χρόνια, δίνεται έμφαση στη διατροφική αξιολόγηση της πληθυσμιακής ομάδας των εγκύων. Πρόσφατες μελέτες προτείνουν ότι αρκετές από τις κυριότερες ασθένειες των ενηλίκων, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η υπέρταση, ο διαβήτης τύπου 2, η ινσουλινοαντίσταση και η παχυσαρκία, προκύπτουν από τη διαταραγμένη ενδομητριακή ανάπτυξη, η οποία επηρεάζεται από τη διατροφική κατάσταση της εγκύου. Υποστηρίζεται ότι ορισμένες συνθήκες στην ενδομήτριο ζωή, κυρίως διατροφικές, προδιαθέτουν το έμβρυο για την ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων στην ενήλικο ζωή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ερευνητές αποτελούν η πρόσληψη των μικροθρεπτικών συστατικών των εγκύων καθώς και η πρόσληψη διατροφικών συμπληρωμάτων. Αρκετές ερευνητικές μελέτες σε διάφορες χώρες έχουν ασχοληθεί με τη διατροφική αξιολόγηση εγκύων όσον αφορά την πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών. Επιπλέον, έμφαση δίνεται στις αρνητικές επιδράσεις του καπνίσματος στην έκβαση της εγκυμοσύνης και στα επίπεδα των μικροθρεπτικών συστατικών. Στην παρούσα ερευνητική μελέτη έγινε διατροφική αξιολόγηση 200 Ελληνίδων και 200 Κυπρίων εγκύων γυναικών, 2ου και 3ου τριμήνου, όσον αφορά την πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών και τις συνήθειες καπνίσματος. Πραγματοποιήθηκε σύγκριση των αποτελεσμάτων της διαιτητικής και ολικής (δίαιτα και συμπληρώματα) τους πρόσληψης με τις τελευταίες διαιτητικές οδηγίες που ισχύουν για τον πληθυσμό των εγκύων. Επιπλέον, έγινε και σύγκριση όσον αφορά τη διατροφική κατάσταση σε μικροθρεπτικά συστατικά μεταξύ Ελληνίδων και Κυπρίων εγκύων, αντίστοιχου τριμήνου. Παράλληλα, αξιολογήθηκαν τα ανθρωπομετρικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, η κλινική κατάσταση και η πρόθεση θηλασμού των γυναικών αυτών. Η επιλογή των εγκύων πραγματοποιήθηκε στη Μαιευτική και Γυναικολογική κλινική του Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά και του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Η συλλογή του δείγματος άρχισε τον Μάρτιο και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2003. Για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις διαιτητικές προσλήψεις των εγκύων, χρησιμοποιήθηκε ένα ημι-ποσοτικό ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, που διαμορφώθηκε από τον W. Willet, με μικρές τροποποιήσεις για την προσαρμογή του στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. Η ανάλυση της διαιτητικής πρόσληψης έγινε με το πρόγραμμα Diet Analysis Plus, Version 3, ESHA Research. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το πρόγραμμα Minitab for Windows, Release 12. Η σύγκριση των διαιτητικών και ολικών προσλήψεων με τις τελευταίες διαιτητικές συστάσεις ή DRIs, έγινε με την σύγκριση των τιμών αυτών με τα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης των τιμών του δείγματος, λόγω μη ακριβών στοιχείων αναφορικά με τα DRIs. Από την ανάλυση των στοιχείων προέκυψε ότι το 83% των Ελληνίδων και το 85% των Κυπρίων εγκύων, ανήκει στην ηλικιακή ομάδα των 19-35 ετών. Oι μέσες ολικές (δίαιτα και συμπληρώματα) προσλήψεις βιταμίνης C και ασβεστίου είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs στις Ελληνίδες και Κύπριες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου (p-value<0,05) Aκόμη, στις Ελληνίδες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου, οι μέσες ολικές προσλήψεις φυλλικού οξέος και σιδήρου είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs (p-value<0,05) και είναι χαρακτηριστικό ότι οι μέσες ολικές προσλήψεις φυλλικού οξέος υπερβαίνουν το ανώτατο όριο τιμών που έχει καθοριστεί στην εγκυμοσύνη (1000 μg) Αντίθετα, στις Ελληνίδες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου, οι μέσες ολικές προσλήψεις ψευδαργύρου είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs (p-value<0,05), ενώ οι μέσες ολικές προσλήψεις μαγνησίου δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες των DRIs. Όσον αφορά την ομάδα των Κυπρίων εγκύων 2ου και 3ου τριμήνου, οι μέσες ολικές προσλήψεις φυλλικού οξέος και σιδήρου δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs. Οι μέσες ολικές προσλήψεις ψευδαργύρου δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs στις Κύπριες έγκυες 2ου τριμήνου, ενώ ξεπερνούν τις αντίστοιχες τιμές των DRIs στις Κύπριες έγκυες 3ου τριμήνου (p-value<0,05). Επίσης, στις Κύπριες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου, οι μέσες ολικές προσλήψεις μαγνησίου είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs (p-value<0,05) Στις Ελληνίδες και Κύπριες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου, οι μέσες διαιτητικές προσλήψεις βιταμίνης C και ασβεστίου είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες των DRIs, ενώ οι μέσες διαιτητικές προσλήψεις φυλλικού οξέος, σιδήρου και ψευδαργύρου είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες των DRIs (p-value<0,05) Όσον αφορά την μέση διαιτητική πρόσληψη μαγνησίου, στις Ελληνίδες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου είναι χαμηλότερη από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs, ενώ στις Κύπριες έγκυες 2ου και 3ου τριμήνου είναι υψηλότερη από τις αντίστοιχες τιμές των DRIs (p-value<0,05) Αν και τα DRIs αποτελούν διαιτητικές συστάσεις για τον πληθυσμό της Αμερικής, με βάση τα πιο πάνω, γίνεται εμφανές ότι χρειάζονται προσπάθειες για τη βελτίωση της διατροφικής πρόσληψης, τόσο των Ελληνίδων όσο και των Κυπρίων εγκύων. Η διατροφική αγωγή πρέπει να εστιαστεί στην αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης φυλλικού οξέος, σιδήρου και ψευδαργύρου τόσο στις Ελληνίδες όσο και στις Κύπριες έγκυες, διότι αυτά τα μικροθρεπτικά συστατικά είναι καθοριστικά για την ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης. Είναι γνωστό ότι η ανεπάρκειά τους οδηγεί σε συγγενείς ανωμαλίες, αναιμία. και άλλες παθολογικές καταστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου και την υγεία της εγκύου. Επίσης, φαίνεται ότι οι Ελληνίδες και Κύπριες έγκυες θα πρέπει να λαμβάνουν μόνο συμπληρώματα σιδήρου και φυλλικού και όχι ασβεστίου και μαγνησίου, διότι οι ανάγκες τους για τα δύο τελευταία μικροθρεπτικά συστατικά καλύπτονται μέσω δίαιτας. Προσοχή χρειάζεται όμως στην συμπληρωματική δόση του φυλλικού οξέος ώστε η ολική πρόσληψή του να μην υπερβαίνει το ανώτατο όριο που έχει καθοριστεί για την εγκυμοσύνη. Η σύγκριση των προσλήψεων στα μικροθρεπτικά συστατικά μεταξύ των Ελληνίδων και Κυπρίων εγκύων του ίδιου τριμήνου, πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του αμφίπλευρου t test του Student, με επίπεδο σημαντικότητας α=0.05 και την μηδενική υπόθεση να υποδηλώνει την ισότητα των παραμέτρων, ενώ την εναλλακτική την ανισότητα. Από την ανάλυση των στοιχείων προέκυψε ότι οι Κύπριες έγκυες, τόσο του 2ου όσο και του 3ου τριμήνου έχουν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη μέση ημερήσια διαιτητική πρόσληψη φυλλικού οξέος (p-value<0,0001 και p-value=0,0006, αντίστοιχα), ασβεστίου (p-value=0,048 και p-value=0,042, αντίστοιχα), σιδήρου (p-value<0,0001), ψευδαργύρου (p-value=0,0001) και μαγνησίου (p-value<0,0001 και p-value=0,0001, αντίστοιχα), σε σχέση με τις Ελληνίδες των αντίστοιχων τριμήνων. Σε αντίθεση, οι Ελληνίδες έγκυες 2ου τριμήνου έχουν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη μέση διαιτητική πρόσληψη βιταμίνης C (p-value=0,0067) συγκριτικά με τις Κύπριες του αντίστοιχου τριμήνου, ενώ στο 3ο τρίμηνο παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο (p-value=0,035). Eπίσης, οι Κύπριες έγκυες, τόσο του 2ου όσο και του 3ου τριμήνου, έχουν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη μέση ημερήσια ολική (δίαιτα και συμπληρώματα) πρόσληψη ψευδαργύρου (p<0.0001), σε σχέση με τις Ελληνίδες αντίστοιχων τριμήνων. Αντίθετα, οι Ελληνίδες έγκυες του 2ου και 3ου τριμήνου, έχουν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη μέση ολική πρόσληψη φυλλικού οξέος (p=0,0054 και p<0.0001, αντίστοιχα) και σιδήρου (p=0,013 και p=0,0012, αντίστοιχα).σε σχέση με τις Κύπριες των αντίστοιχων τριμήνων. Ακόμη, η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι ως προς τους μέσους όρους της ολικής πρόσληψης βιταμίνης C, ασβεστίου και μαγνησίου στο 2ο και 3ο τρίμηνο κύησης, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ομάδες των Ελληνίδων και Κυπρίων εγκύων (p-value>0,05). Αν και οι έγκυες που συμμετείχαν στην παρούσα μελέτη ανήκουν σε λαούς της Μεσογείου και παράλληλα μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία όσον αφορά στον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, εντούτοις φαίνεται από την παρούσα μελέτη ότι οι διαιτητικές τους συνήθειες διαφέρουν όσον αφορά την πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών. Γίνεται εμφανές από την μελέτη αυτή ότι η διαιτητική πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών απαραίτητων για την ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης, όπως φυλλικό οξύ, σίδηρος, ασβέστιο, μαγνήσιο και ψευδάργυρος, είναι μεγαλύτερη στις Κύπριες έγκυες σε σχέση με τις Ελληνίδες. Σε αντίθεση, η λήψη συμπληρωμάτων, κυρίως φυλλικού οξέος, ασβεστίου και σιδήρου, φαίνεται να είναι δημοφιλέστερη στις Ελληνίδες έγκυες συγκριτικά με τις Κύπριες. Παρόλα αυτά, είναι βέβαιο ότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες, που θα διερευνήσουν τους παράγοντες που διαμορφώνουν και διαφοροποιούν τις διαιτητικές προσλήψεις μικροθρεπτικών συστατικών μεταξύ Ελληνίδων και Κυπρίων εγκύων

postgraduate_thesis
Μεταπτυχιακή Εργασία (EL)
Postgraduate Thesis (EN)

Pregnancy - Nutritional aspects
Διατροφή - Εγκυμοσύνη
Μικροθρεπτικά συστατικά
Εγκυμοσύνη - Διαιτολογικές απόψεις
Nutrition - In pregnancy


2008-01-16


Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Όχι Παράγωγα Έργα 4.0



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)