Αντιοξειδωτικά του τσαγιού και των ελληνικών βοτάνων

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης ΕΣΤΙΑ
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2003 (EL)

Αντιοξειδωτικά του τσαγιού και των ελληνικών βοτάνων

Καγιάφα, Δήμητρα

Τα αντιοξειδωτικά που περιέχονται στο τσάι έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων μέχρι σήμερα. Οι περισσότερες έρευνες, όμως, έχουν επικεντρωθεί στο τσάι που προέρχεται από το φυτό Camelia sinensis και ιδιαίτερα στο πράσινο και το μαύρο τσάι. Με ειδικές μεθόδους έχουν καταφέρει να προσδιορίσουν ποσοτικά και ποιοτικά τα αντιοξειδωτικά του, απευθείας από τα αποξηραμένα φύλλα του. Από εκεί κι έπειτα, πολλές έρευνες έχουν γίνει και σε πρότυπα των ταυτοποιημένων αντιοξειδωτικών του τσαγιού και τα συμπεράσματά τους έχουν γίνει αποδεκτά και για το ίδιο το ρόφημα. Τελευταία, έχουν γίνει και έρευνες για τη βιοδιαθεσιμότητα των αντιοξειδωτικών του τσαγιού με μέτρησή τους σε ανθρώπινο πλάσμα, σάλιο και άλλα σωματικά υγρά. Η παρούσα έρευνα εστιάζει περισσότερο στην προσπάθεια να απαντηθεί το βασικό διατροφικό ερώτημα: «τι τύπο τσάι πρέπει να προτιμάμε και τι ποσότητα αυτού καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες μας σε αντιοξειδωτικά». Για αυτό το σκοπό, το πείραμα δεν γίνεται μόνο στο πράσινο και το μαύρο τσάι, αλλά και σε άλλους επτά τύπους, ιδιαίτερα προσφιλείς στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Αυτοί είναι οι εξής: τσάι βουνού, δίκταμο, μέντα, φασκόμηλο χύμα, φασκόμηλο εμπορίου, φλαμούρι και χαμομήλι. Επίσης, εξετάζεται ο τύπος Earl Grey, που είναι μαύρο αρωματισμένο τσάι, με σκοπό να διερευνηθεί κατά πόσο μειώνονται τα περιεχόμενα αντιοξειδωτικά με την επιπλέον επεξεργασία. To μαύρο τσάι επανεξετάζεται μετά την προσθήκη ζάχαρης, λεμονιού, γάλατος και μελιού με τον ίδιο σκεπτικό, ότι δηλαδή μπορεί κάποιο από αυτά να επηρεάζει ποσοτικά ή ποιοτικά τα αντιοξειδωτικά του. Μια ακόμη σημαντική διαφοροποίηση είναι ότι τα συνολικά δεκατέσσερα δείγματα του πειράματος είναι σε μορφή ροφήματος, και μάλιστα σε ποσότητα μιας κούπας τσαγιού -200 ml-, ώστε τα συμπεράσματα που διεξάγονται να αφορούν άμεσα αυτό που τελικά πίνουμε. Στο πείραμα λοιπόν, τα δεκατέσσερα δείγματα τσαγιού προετοιμάστηκαν με τη γνωστή σε όλους διαδικασία της προσθήκης τσαγιού σε νερό που βράζει για μικρό χρόνο. Εμείς κρατήσαμε σταθερά την ποσότητα του νερού στα 200 ml και του τσαγιού στα 3 g, καθώς και το χρόνο βρασμού των φύλλων τσαγιού στο 1 min. Στη συνέχεια παραλάβαμε τα αντιοξειδωτικά από τα δείγματα με PVPP και κάναμε τον ποσοτικό προσδιορισμό τους με τη μέθοδο Folin- Ciocalteau. Η αντιοξειδωτική ικανότητα των δειγμάτων εκτιμήθηκε με τη μέθοδο DPPH. Περαιτέρω, έγινε και προσπάθεια ανάκτησης των παραληφθέντων με PVPP αντιοξειδωτικών, με μεθανόλη και οξικό αιθυλεστέρα. Αυτή η φάση του πειράματος δεν απέδωσε, κι έτσι ήταν αδύνατο, χωρίς να έχουμε πρώτα απομονώσει τα αντιοξειδωτικά, να κάνουμε και τον ποιοτικό προσδιορισμό τους με HPLC. Πλουσιότερο σε αντιοξειδωτικά τσάι αποδείχθηκε το Πράσινο, ενώ ακολουθούσαν τα υπόλοιπα με την εξής σειρά: Φασκόμηλο εμπορίου > Earl Grey > Μαύρο τσάι > Μέντα > Δίκταμο > Τσάι βουνού > Φλαμούρι > Χαμομήλι > Φασκόμηλο χύμα. Η αντιοξειδωτική ικανότητα ήταν μεγαλύτερη στο Φασκόμηλο εμπορίου και μειωνόταν στα υπόλοιπα με την εξής σειρά: Earl Grey > Πράσινο > Μαύρο τσάι > Χαμομήλι > Τσάι βουνού > Μέντα > Φλαμούρι > Δίκταμο > Φασκόμηλο χύμα. Η προσθήκη ζάχαρης μείωσε τόσο τη Cpp, όσο και την αντιοξειδωτική δράση των ροφημάτων. Η προσθήκη γάλατος δεν επέδρασε σημαντικά, αλλά σημειώθηκε μια μικρή μείωση της Cpp και της αντιοξειδωτικής δράσης. Αντίθετα, η προσθήκη λεμονιού και μελιού στο μαύρο τσάι αύξησαν σε σημαντικό βαθμό αυτές τις δυο παραμέτρους. Όσο για τη μικρή διαφορά που παρατηρήθηκε μεταξύ Earl Grey και μαύρου τσαγιού, αυτή πολύ πιθανά οφείλεται στο 0,5 g παραπάνω που ήταν το Earl Grey, ή σε συστατικά του περγαμότου που περιέχεται στο Earl Grey, ή/ και στη διαφορετική ποικιλία και επεξεργασία του φυτού Camelia sinensis των δυο προϊόντων. Τα παραπάνω αποτελέσματα συγκλίνουν στις εξής συστάσεις για τον πληθυσμό: α) προτιμάμε από τα τσάγια το πράσινο, και από τα ελληνικά βότανα το φασκόμηλο και το δίκταμο, β) προσθέτουμε άφοβα λεμόνι και μέλι, μέτριες ποσότητες γάλατος και όσο το δυνατόν λιγότερη ζάχαρης. Συγκεκριμένη σύσταση για την ποσότητα που χρειαζόμαστε καθημερινά δεν μπορεί να γίνει βασισμένη στα αποτελέσματα μόνο αυτού του πειράματος. Άλλες έρευνες βιοδιαθεσιμότητας ή επιδημιολογικές προτείνουν έως και 10 κούπες τσαγιού ημερησίως. Κάτι τέτοιο όμως είναι ανέφικτο κι αυτό που πρέπει πάντα να θυμόμαστε είναι ότι στη διατροφή, αυτό που μετράει περισσότερο είναι η ποικιλία των διατροφικών πηγών. Μια διατροφή που περιλαμβάνει αρκετά φρούτα και λαχανικά, 1-2 ποτηράκια κρασί, μετριασμένη χρήση ελαιολάδου και 1-2 κούπες τσάι την ημέρα καλύπτει τις ανάγκες μας σε αντιοξειδωτικά, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.

graduate_thesis
Πτυχιακή Εργασία (EL)
Graduate Thesis (EN)

Βότανα - Θεραπευτική χρήση
Αντιοξειδωτικά
Τροφή - Υγεία


2003


Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Όχι Παράγωγα Έργα 4.0



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.