Transatlantic Defence - Industrial & Technological Cooperation and its impact on the development of NATO’s defence capabilities: The case of ΟPERATION ALLIED FORCE, 1999

 
This item is provided by the institution :

Repository :
National Archive of PhD Theses
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files if the item*
share



PhD thesis (EN)

2011 (EN)

Η Διατλαντική Αμυντική- Βιομηχανική και τεχνολογική Συνεργασία και οι Επιπτώσεις της στην Ανάπτυξη των Αμυντικών Ικανοτήτων του ΝΑΤΟ: η περίπτωση της ΟPERATION ALLIED FORCE, 1999
Transatlantic Defence - Industrial & Technological Cooperation and its impact on the development of NATO’s defence capabilities: The case of ΟPERATION ALLIED FORCE, 1999

Ραγιές, Ιωάννης

This is a theory- testing PhD Thesis. It uses, as an empirical element, a recent case- study, the Operation Allied Force (Kosovo: 1999). The Thesis aimed at assessing the total planning and implementing framework of transatlantic defence cooperation. A practice, amongst members of a military alliance, NATO, approached as an absolutely consented decision to introduce specific and targeted defence interdependence relationships, aiming at maintaining and increasing the collective military security of NATO m-s, as long as national defence (military) capabilities. In the PhD, all policies and practices, planned and implemented, were analyzed; the causes led to an un-balanced burden- sharing, inefficient military procurement and the creation of a series of serious gaps in the build- up of national and allied defence capabilities, assessed. In addition, a series of proposals concerning the prospects in transatlantic defence- industrial and technological cooperation –in, both, NATO and EU [Common European Defence and Security Policy], was defined. As long as the theoretical part of the Thesis is concerned, the subject was approached through Neorealism/ Structural Realism, as well as Interdependence/ Defence Interdependence theories. In this framework, the issue of whether states are pursuing power or national security/ survival, was investigated. In an era, where states function within institutionalized forms of cooperation [military alliances], they accept interdependence relationships, emphasizing, thus, non on power, but on security: the quest for power and security does not, always, coincide, since rational states are pursuing power, only after the target security has been already achieved. In has been proved that states aim at advancing their relative power, emphasizing on its military base, however, above all, they aim at maximizing their security. They pursue security, not power, however, in such a continuous quest for security, they are required to choose between military alliances and increase in national armaments, based on a cost calculation. To the extent that military alliances allow a wider burden- sharing, amongst the allies, individual cost would be minor compared to that undertaken outside it [an alliance]. It was proved that USA (A) created NATO in order to establish their hegemonic position in the euroatlantic area; maintain and project power, globally; pursue a balancing role in Eurasia, as well as offer security guarantee to European allies, in case of a possible Russian or Chinese revisionist policy. On the other side, Europe (EU/ European NATO m-s), through its participation, aimed at gaining security, based on an external military power, balance and leadership factor, i.e., US. However, this initial –totally consented- interdependence relationship, amongst NATO m-s, was transformed into a vulnerability dependence and created, gradually, military ineffectiveness, high- level duplication, inefficient military production, political incredibility, as well as a decrease in allied cohesion –because european NATO m-s, irrationally, aimed at promoting inefficient policies and utopian ambitions and attempted to build autonomous and independent military capabilities and foster their national economic capacity (through national R&D development; procurement of advanced and sophisticated military systems), thus, damaging allied integrity, decreased total allied military capability, rendering transatlantic defence vulnerable. This conclusion was assessed on the basis that both transatlantic partners (US and NATO- Europe) share common views on threat perceptions, security strategies, vital interests, levels of defence procurement budgets, CMORs, R&D policies and defence- industrial base. If this condition is not valid, then NATO΄s survival should be our main concern! In this thesis, it was proved that the point at which interdependence became a vulnerability dependence, has been the following: policy and strategy differentiations, amongst two transatlantic parts (transatlantic political gap), created, initially, a gap in military R&D spending (as well as military procurement) [R&D /procurement gap], which led, accordingly, to a transatlantic spending gap, that led to a technology gap and, finally, to a capabilities gap. This combined transatlantic gap has created vulnerability defence dependence of European NATO m-s against US and has impacted, not only national defence and security policy, but, also, the technological lead of European NATO states –those with advanced defence industries. It, also, led to a loss of a competitive advantage of those states in the global defence market. As many European states were becoming involved in international defence procurement programs, their relative negotiating position was dramatically reduced –due to dependence. Finally, as the biggest part of military technology, in the post Cold War era, is rooted in civil (market) technology and as many technologies were, increasingly, used in dual- use applications, vulnerability dependence of NATO m-s has also impacted civil market (especially, its competitiveness).
Ο τύπος της παρούσας διδακτορικής διατριβής αφορά σε μια διατριβή ελέγχου θεωρίας, χρησιμοποιώντας, ως εμπειρικό στοιχείο, μια περιπτωσιολογική μελέτη (case- study) –την Operation Allied Force (Kosovo: 1999). Αποσκοπούσε στο να αποτιμήσει το συνολικό πλαίσιο σχεδιασμού και υλοποίησης της διατλαντικής αμυντικής συνεργασίας –μια πρακτική, επί πολλές δεκαετίες, ανάμεσα στα κ-μ μιας στρατιωτικής Συμμαχίας, όπως το ΝΑΤΟ-, προσεγγιζόμενης ως μια ενσυνείδητη απόφαση εφαρμογής συγκεκριμένων και στοχευμένων σχέσεων και καταστάσεων αμυντικής αλληλεξάρτησης, με στόχο τη διασφάλιση και αύξηση της συλλογικής στρατιωτικής ασφάλειας των κ-μ της, καθώς και της εθνικής αμυντικής τους ικανότητας. Στο πλαίσιο της διατριβής, αναλύθηκαν οι πολιτικές και πρακτικές που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της διατλαντικής αμυντικής- βιομηχανικής ΄κ τεχνολογικής συνεργασίας; αποτιμήθηκαν οι αιτίες που οδήγησαν στην άνιση κατανομή βαρών, την αναποτελεσματική παραγωγή αμυντικού υλικού και τη δημιουργία σημαντικών κενών στην οικοδόμηση και διατήρηση εθνικών/ συμμαχικών αμυντικών ικανοτήτων και διαμορφώθηκε μια σειρά προοπτικών αναφορικά με το μέλλον της διατλαντικής συνεργασίας στους εξοπλισμούς, στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, αλλά και στο πλαίσιο της EE (Kοινή Eυρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας/ ΕΠΑΑ). Αναφορικά με το θεωρητικό μέρος της διατριβής, το θέμα προσεγγίστηκε στη βάση των θεωριών του νεορεαλισμού (δομικού ρεαλισμού) (Neorealism/ Structural Realism) και της αλληλεξάρτησης (ειδικότερα, της αλληλεξάρτησης στον τομέα της άμυνας/ ασφάλειας) [interdependence/ defence interdependence]. Διερευνήθηκε το ζήτημα του κατά πόσο τα κράτη επιζητούν την ισχύ ή την εθνική ασφάλεια/ επιβίωση, ιδιαίτερα, μέσα από θεσμοθετημένες συνεργασίες (στρατιωτικές συμμαχίες), αποδεχόμενα, έτσι, καταστάσεις αλληλεξάρτησης και αποδείχθηκε ότι ο απόλυτος στόχος των κρατών δεν είναι η ισχύς, αλλά η ασφάλεια, ενώ η επιδίωξη της ασφάλειας και της ισχύος δεν συμπίπτει, πάντα, αφού το ορθολογικό κράτος αναζητεί την ισχύ, μόνο στην περίπτωση που ο στόχος ασφάλεια έχει, ήδη, επιτευχθεί. Υποστηρίχθηκε ότι τα κράτη αποσκοπούν στο να μεγιστοποιήσουν τη σχετική τους ισχύ, μέσω της εστίασης στη στρατιωτική βάση της, όμως, πάνω από όλα, επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την ασφάλεια τους. Τα κράτη επιδιώκουν την ασφάλεια και όχι την ισχύ, όμως, σε αυτή την αδιάκοπη αναζήτηση ασφάλειας, καλούνται να επιλέξουν μεταξύ στρατιωτικών συμμαχιών και αύξησης των εθνικών εξοπλισμών, βασιζόμενα στον υπολογισμό του κόστους, δηλαδή, σε εκείνο το οποίο είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν στην κατεύθυνση υλοποίησης των αναγκαίων επιλογών. Στην έκταση που οι συμμαχίες επιτρέπουν ένα ευρύτερο επιμερισμό του κόστους μεταξύ των συμμάχων, το βάρος για κάθε κράτος θα είναι μικρότερο απ' ό,τι αν αναλάμβανε μόνο του, εκτός συμμαχίας, το κόστος της ασφάλειάς του. Υποστηρίχθηκε ότι οι ΗΠΑ (πόλος Α) πρωτοστάτησαν στη σύσταση, λειτουργία και αναδιάρθρωση της Ατλαντικής Συμμαχίας, για λόγους επιβεβαίωσης της ηγεμονικής τους θέσης στον ευρωοατλαντικό χώρο; εδραίωσης και προβολής ισχύος, στο παγκόσμιο σύστημα; επιδίωξης εξισορροπητικού ρόλου στην Ευρασία και παροχής αποκλειστικών διασφαλίσεων, προς τους ευρωπαίους συμμάχους, απέναντι σε πιθανές μελλοντικές αναθεωρητικές τάσεις άλλων δυνάμεων, όπως η Κίνα ή η Ρωσία. Από την πλευρά της, η Ευρώπη (τα ευρωπαϊκά κ-μ του ΝΑΤΟ) [πόλος Β], μέσω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ασφάλειας της, στηριζόμενη, όμως, στρατιωτικά, σε ένα εξωτερικό -από αυτή- παράγοντα ισχύος (παροχή εξοπλισμών), ισορροπίας και ηγεσίας. Σταδιακά, όμως, η (απόλυτα, ενσυνείδητη) αρχική σχέση αλληλεξάρτησης (interdependence), ανάμεσα στα κ-μ του ΝΑΤΟ, μετετράπη σε σχέση εξάρτησης τρωτότητας (vulnerability dependence) και δημιούργησε, σταδιακά, στρατιωτική αναποτελεσματικότητα, σημαντική διπλοτυπία (duplication), αναποτελεσματική παραγωγή αμυντικού υλικού, πολιτική αναξιοπιστία και μείωση συμμαχικής συνοχής, εξ’ αιτίας του ότι τα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ επεδίωξαν, λειτουργώντας μη-ορθολογικά, να προωθήσουν ανεφάρμοστες πολιτικές και ουτοπικές πολιτικές και αμυντικές φιλοδοξίες, επιχείρησαν να οικοδομήσουν αυτόνομες και ανεξάρτητες στρατιωτικές ικανότητες και να ενδυναμώσουν την οικονομική τους ικανότητα (μέσω ανάπτυξης εγχώριας R&D και παραγωγής ολοκληρωμένων εξελιγμένων οπλικών συστημάτων), σε σημείο υποθήκευσης της συμμαχικής ακεραιότητας, υποβάθμισης της συνολικής στρατιωτικής ικανότητας της Συμμαχίας, καθιστώντας την διατλαντική άμυνα ευάλωτη –προσεγγιζόμενα στη βάση μιας κύριας παραδοχής, ότι δηλαδή, οι δύο (διατλαντικοί) πόλοι, ΗΠΑ και Νατοϊκή Ευρώπη, συγκλίνουν όσον αφορά την αντίληψη περί απειλής, τη στρατηγική ασφάλειας, τα ζωτικά συμφέροντα, το ύψος/ κατευθύνσεις των αμυντικών προϋπολογισμών, τη διαμόρφωση κοινών επιχειρησιακών στρατιωτικών απαιτήσεων, τις προτεραιότητες της πολιτικής R&D και το εύρος -ικανότητα της αμυντικής τους βιομηχανίας. Αν αυτή η παραδοχή δεν ισχύει, τότε η συζήτηση του –υπό διερεύνηση- θέματος είναι άσκοπη, αφού, στην περίπτωση αυτή, το θέμα στο οποίο θα πρέπει να εστιαστούμε (θα) αφορά, πλέον, στην επιλογή διάλυσης της Ατλαντικής Συμμαχίας και τις επιπτώσεις της. Υποστηρίχθηκε ότι το σημείο, στο οποίο η σχέση αμυντικής αλληλεξάρτησης μετατράπηκε σε σχέση εξάρτησης και πότε, ακριβώς, άρχισε να οδηγεί σε μη- αποδεκτές ή επικίνδυνες καταστάσεις τρωτότητας/ εξάρτησης, για την Ευρώπη, αφορά στο εξής: οι διαφοροποιήσεις (αποκλίσεις) πολιτικής και στρατηγικής, ανάμεσα στους δύο πόλους (transatlantic political gap), δημιούργησαν, αρχικά, ένα κενό στις δαπάνες στρατιωτικής R&D (και παραγωγής εξοπλισμών) [R&D /procurement gap], το οποίο οδήγησε, με τη σειρά του, σε ένα κενό δαπανών (transatlantic spending gap), αυτό, στη συνέχεια, οδήγησε σε ένα κενό τεχνολογίας (technology gap) και, τελικά, σε ένα κενό ικανοτήτων (capabilities gap). Αυτό, ακριβώς, το συνολικό διατλαντικό κενό (combined transatlantic gap) δημιούργησε την εξάρτηση τρωτότητας (vulnerability defence dependence) των ευρωπαϊκών κ-μ του ΝΑΤΟ (Β’ πόλος), απέναντι στις ΗΠΑ (πόλος Α’). Η εξάρτηση αυτή επηρέασε, πέραν της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, και το τεχνολογικό προβάδισμα των ευρωπαϊκών κ-μ του ΝΑΤΟ, οι οποίες διέθεταν προηγμένες αμυντικές βιομηχανίες. Επίσης, προκάλεσε απώλεια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των χωρών αυτών στο παγκόσμιο εμπόριο οπλικών συστημάτων. Καθώς όλο και περισσότερα κράτη -κυρίως, Ευρωπαϊκά- εμπλέκονταν σε προγράμματα συνεργασίας, στη σχεδίαση, ανάπτυξη και παραγωγή προηγμένων οπλικών συστημάτων, η σχετική διαπραγματευτική θέση τους –λόγω της κατάστασης τρωτότητας-, περιορίστηκε δραματικά. Τέλος, καθώς ο μεγαλύτερος όγκος στρατιωτικής τεχνολογίας, στην περίοδο μετά τον ψυχρό πόλεμο-, έχει τις ρίζες του στην τεχνολογία εμπορίου και, καθώς, πολλές τεχνολογίες έχουν εφαρμογές διπλής -χρήσης [dual- use], έτσι και η εξάρτηση τρωτότητας του ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ επηρέασε αρνητικά και τον τομέα του εμπορίου (κυρίως, την ανταγωνιστικότητα του).

PhD Thesis

Transatlantic military capabilities gap
Allied defense capabilities development
Social Sciences
OPERATION ALLIED FORCE (OAF)
Transatlantic defence- industrial and technological cooperation
Ανάπτυξη συμμαχικών αμυντικών ικανοτήτων
Δομικός ρεαλισμός
Στρατιωτική ασφάλεια και οικονομική ικανότητα
Structural realism
Αμυντική αλληλεξάρτηση
Political Science
Military security and economic capacity
Defense interdependence
Στρατιωτικές συμμαχίες - ΝΑΤΟ
Military alliances - NATO
Κοινωνικές Επιστήμες
Πολιτικές Επιστήμες
Διατλαντικό κενό στρατιωτικών ικανοτήτων
Διατλαντική αμυντική- βιομηχανική και τεχνολογική συνεργασία


Greek

2011


Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Panteion University of Social and Political Sciences




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)