Η συμβολή των ηλεκτροδιαγνωστικών test στην αξιολόγηση και εντοπισμού του βαθμού βλάβης του προσωπικού νεύρου

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




1990 (EL)

Η συμβολή των ηλεκτροδιαγνωστικών test στην αξιολόγηση και εντοπισμού του βαθμού βλάβης του προσωπικού νεύρου

Daniilidis, Vassilios
Δανιηλίδης, Βασίλειος

Στην παρούσα συγκριτική μελέτη εφαρμόστηκαν τέσσερεις ηλεκτροφυσιολογικές δοκιμασίες σε 131 ασθενείς με περιφερική παράλυση του προσωπικού νεύρου, με σκοπό να προσδιορίσουμε την συμβολή τους στην εκτίμηση της λειτουργικής κατάστασης του προσωπικού νεύρου και να προσδιορίσουμε το επί τοις % ποσοστό αξιοπιστίας και λάθους της κάθε μεθόδου. Οι δύο από τις τέσσερεις ηλεκτροφυσιολογικές δοκιμασίες, δηλαδή η ηλεκτρονευρογραφία και ο λανθάνων χρόνος του προσωπικού νεύρου, επειδή είναι αντικειμενικές ποσοστικές δοκιμασίες, εφαρμόσθηκαν αρχικό σε μια ομάδα 80 ατόμων με φυσιολογική λειτουργία του προσωπικού νεύρου για να προσδιοριστούν οι φυσιολογικές τιμές τους, οι οποίες όπως διαπιστώσαμε είναι 3mV±0,85 για την ηλεκτρονευρογραφία και 3,187 msec±0,35 για τον λανθάνοντα χρόνο του προσωπικού νεύρου. Η κάθε δοκιμασία έγινε χωριστά στην ίδια ομάδα ασθενών και ακολούθησε η συγκριτική μελέτη των τεσσάρων ηλεκτροφυσιολογικών δοκιμασιών από την οποία διαπιστώσαμε τα εξής: 1. Η δοκιμασία ερεθιστότητας του Νεύρου - Nerve Excitability Test, έχει μεγάλο ποσοστό λάθους, το οποίο ανέρχεται στο 16% και σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσίασε μεγάλη καθυστέρηση (άνω των 18 ημερών) για την ένδειξη και αποκάλυψη της εκφύλισης του νεύρου. 2. Η δοκιμασία μεγίστης διεγερσιμότητας - Maximum Stimulation Test (ΜST), εξασφαλίζει υψηλό ποσοστό αξιοπιστίας, το οποίο ανέρχεται στο 97%. Επειδή όμως είναι υποκειμενική δοκιμασία και στηρίζεται στην οπτική παρατήρηση του εξεταστή πρέπει να γίνεται πάντα από τον ίδιο εξεταστή, για να μην έχουμε αύξηση του ποσοστού λάθους. 3. Η ηλεκτρονευρογραφία -Electroneurography (ENG), είναι μια αντικειμενική ηλεκτροφυσιολογική δοκιμασία που εξασφαλίζει το υψηλότερο ποσοστό αξιοπιστίας που ανέρχεται σε 98%. Το αποτέλεσμα της δοκιμασίας αυτής δεν εξάγεται από την υποκειμενική παρατήρηση του εξεταστή όπως στις δυο προηγούμενες δοκιμασίες, αλλά από την καταγραφή των παραγομένων αθροιστικών μυϊκών δυναμικών με την βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η μέθοδος απαιτεί άριστη γνώση της τεχνικής, της ανάλυσης και της ερμηνείας των αποτελεσμάτων της από τον εξεταστή. 4. Η δοκιμασία του λανθάνοντος χρόνου χου προσωπικού νεύρου - Facial nerve Latency Test, έχει και αυτή υψηλό ποσοστό αξιοπιστίας που ανέρχεται στο 94%. Αν και το ποσοστό αξιοπιστίας υστερεί ελάχιστα από τις δύο προηγούμενες δοκιμασίες, είναι πολύ χρήσιμη γιατί παρουσιάζει τα εξής πλεονεκτήματα συγκριτικά με αυτές. α) Αξιολογείται από την πρώτη ημέρα έναρξης της παράλυσης το προσωπικού νεύρου, εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες δοκιμασίες που αξιολογούνται 48-72 ώρες αργότερα. β) Είναι η μόνη δοκιμασία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αμφοτερόπλευρη παράλυση του προσωπικού νεύρου ή σε περιπτώσεις που έχει προηγηθεί στο παρελθόν παράλυση της αντίστοιχης πλευράς. Το μικρό ποσοστό λάθους που παρουσίασαν οι τρεις ηλεκτροφυσιολογικές δοκιμασίες, δηλαδή MST, ENG και λανθάνων χρόνος, κατά την αξιολόγηση της λειτουργικής κατάστασης του προσωπικού νεύρου, πιστεύουμε ότι μπορεί να μειωθεί ακόμη περισσότερο κάνοντας συνεκτίμηση και με τις τρεις μεθόδους, γιατί η μία μπορεί να συμπληρώσει την άλλη. Το Nerve Excitability Test παρουσίασε μικρό βαθμό αξιοπιστίας, γι’ αυτό πιστεύουμε ότι μπορεί να παραληφθεί, εφ’ όσον έχουμε σήμερα την δυνατότητα εφαρμογής των άλλων τριών, υψηλού ποσοστού αξιοπιστίας, μεθόδων.
In the present comparative study were conducted four (4) electrophysiological tests to 131 patients with peripheral facial palcy, for the purpose of the determination of their contribution in the evaluation of the functionability of the facial nerve during its disorders and the determination of the % percentage of credibility and error of each method. The two out of the four electrophysiological tests (electroneurography, Facial Nerve Latency Test) as they are objective quantitative methods, were in the beginning applied to a group of 80 persons with the function of their normal values witch as w e found are 3mv±0,85 for the electroneurography and 3,187±0,35 for the facial nerve Latency test. After each test separately to the same group of patients, followed the comparative study of the 4 electrophysiological test, from which w e found the following: 1. The Nerve Excitability Test, present great percentage of error (16%), while in certain cases present great retardation (over 18 days) to reveal the degeneration of the nerve. 2. The maximum Stimulation Test (MST) is simple in its application and secures high percentage of credibility (97%). Nevertheless it is not ceasing to be a subjective test, based upon the visual observation of the examiner. We recommend that this test be conducted by the examiner himself, otherwise due to the subjectiveness the evaluation from one examiner to the other, may increase the percentage of the error. 3. The Electroneurography is an objective electrophysiologic test which secures the height percentage of credibility (98%). The result of this test is not coming out from the subjective observation of the examiner, as in the two previous ones, but from the registration of the produced collective muscular potentials. Limitations of this test are the coat of the electronic device and the excellent knowledge of the technique - of the analysis - and the interpretation of the result by the examiner. 4. The Facial Nerve Latency Test has a high percentage of precision that it comes to 94% even though is deficient in the percentage of credibility against the two previous tests, remains useful because in having an advantage in the following points: a) is evaluated from the first day of the commencement of the paralysis, contrary to the other tests which are evaluated 48-72' hours after the beginning of the illness. b) It is the only test which can be used in bilateral paralysis of the facial nerve or in cases in which preceded in the past, paralysis of the corresponding side. We believe, that, the low percentage of error of the three electrophysiological tests (MST, ENG and Facial nerve Latency test) during the evaluation of the functionability of the facial nerve can become more lower if we value together the three methods because each one can complete the other. The Nerve Excitability Test presented a low degree of credibility and so we believe that it can be omited as we have, today, the possibility to apply the other three, high percentage of precision, methods.

PhD Thesis

Clinical Medicine
Medical and Health Sciences
Κλινική Ιατρική
Ιατρική και Επιστήμες Υγείας


Ελληνική γλώσσα

1990


Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
University of Ioannina




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.