Αυτή η σύντομη παρουσίαση των αττικών μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγείων από τοποθεσίες της αρχαίας Θράκης μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε ορισμένες προτιμήσεις σχετικά με τα σχήματα, τη χρήση και την ποσότητα των αγγείων που ανακαλύφθηκαν σε κάθε τοποθεσία. Παρόλο που η ανάλυσή μας βρίσκεται σε αρχικό στάδιο, μπορούμε ακόμα να δημιουργήσουμε μια γενική εικόνα των τύπων των αττικών αγγείων που εισήχθησαν σε κάθε περιοχή. Ξεκινώντας από τη Θάσο και την Περαία της (την ακτή απέναντι από το νησί), εντυπωσιάζεται κανείς από την μεγάλη ποσότητα μελανόμορφων και ερυθρόμορφων κυπέλλων, που προέρχονται κυρίως από ιερά και ενδεχομένως σχετίζονται με τελετές μετάβασης για νέους (έφηβους). Επίσης, σημαντική είναι η ποσότητα των μελανόμορφων και ερυθρόμορφων κρατήρων. Αντίθετα, κλειστά σχήματα, όπως η αμφορέας, και μικρά δοχεία αρωμάτων, όπως το αλάβαστρο, είναι πολύ σπάνια. Αττικά αγγεία έχουν επίσης ανακαλυφθεί σε ταφές του 5ου και 4ου αιώνα γύρω από τον Στρυμόνα ποταμό, το φυσικό σύνορο της αρχαίας Θράκης προς τα δυτικά, με το λήκυθο, τόσο ερυθρόμορφο όσο και λευκοβαμμένο, να είναι το κυρίαρχο σχήμα. Πιο ανατολικά, στη Σαμοθράκη, η κατάσταση αλλάζει. Το πιο διαδεδομένο σχήμα στο νησί είναι ο κρατήρας, τόσο στην μελανόμορφη όσο και στην ερυθρόμορφη τεχνική, ακολουθούμενο από τα ερυθρόμορφα σκύφια. Ο κύριος χώρος ευρημάτων είναι το ιερό των Μεγάλων Θεών. Στην Περαία της Σαμοθράκης, οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μεταξύ άλλων, πολυάριθμες ταφές εξοπλισμένες με αττικά αγγεία. Τα λήκυθοι και οι ύδριες είναι τα πιο κοινά ευρήματα, ενώ από τα ταφικά μνημεία στην Στρύμη προέρχονται αρκετές αμφορείς και πελίκες. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία αττικών μελανόμορφων κυπέλλων, σκυφίων και ερυθρόμορφων κρατήρων από τα ιερά της Μεσημβρίας (αρχαία Ζώνη) κοντά στην Αλεξανδρούπολη, μια τάση που αντιστοιχεί στα κεραμικά ευρήματα της Σαμοθράκης. Συνολικά, σε σύγκριση με την Περαία της Θάσου, οι ποσότητες των αττικών αγγείων από τοποθεσίες απέναντι από τη Σαμοθράκη είναι λιγότερες. Προχωρώντας στους οικισμούς του Εύξεινου Πόντου, σημειώνουμε δύο σημαντικά γεγονότα: την μακροχρόνια παρουσία αττικών αγγείων στην Απολλωνία και τον μεγάλο αριθμό ληκύθων και κωδωνοειδών κρατήρων από τα νεκροταφεία και τους τύμβους των παράκτιων ελληνικών αποικιών (Απολλωνία, Μεσημβρία, Οδησσός [Βάρνα]) και των ενδοχώριων τοποθεσιών (Τούντζα, Έβρος) κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα και ιδιαίτερα τον 4ο αιώνα π.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αυξημένος αριθμός κωδωνοειδών κρατήρων του 4ου αιώνα από τον αρχαίο οικισμό στο Μπουργκάς. Αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας που είχαν οι κρατήρες όχι μόνο ως ταφικά δώρα της ελίτ (βλέπε το νεκροταφείο των Αρμανιτών στην Απολλωνία), αλλά και ως αγγεία που χρησιμοποιούνταν σε καθημερινές πρακτικές. Παρόμοια ευρήματα έχουν έρθει στο φως από τοποθεσίες κοντά στον ποταμό Έβρο και αλλού, υποδηλώνοντας ότι ο κρατήρας ήταν σημαντικό στοιχείο των θρακικών διατροφικών παραδόσεων, τόσο επίσημων όσο και καθημερινών. Βάσει αυτής της παρατήρησης, φαίνεται ότι μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. τα ανερχόμενα μέλη της κοινωνίας επιθυμούσαν να υιοθετήσουν αριστοκρατικές πρακτικές, όπως η κοινή κατανάλωση ποτών, αλλά επειδή τα μεταλλικά αγγεία ήταν ακριβά (ειδικά μεγάλα δοχεία όπως ο κρατήρας), στράφηκαν στις εντυπωσιακές αλλά πολύ πιο προσιτές αττικές κεραμικές παραγωγές. Ιδιαίτερα διδακτική είναι η μελέτη αγγείων που αποδίδονται σε γνωστούς αττικούς αγγειογράφους σε σχέση με τα σημεία εύρεσής τους, διότι είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε την πορεία τους από το πρώτο κέντρο εισαγωγής, συνήθως μια ελληνική αποικία, μέχρι τις θρακικές ενδοχώριες τοποθεσίες. Η Θάσος και η Περαία της και η Απολλωνία με την περιφέρειά της είναι δύο καλά παραδείγματα σημαντικών εμπορικών κέντρων που τροφοδοτούσαν την τοπική αγορά με αττικά αγγεία. Μεταξύ των μελανόμορφων αγγειογράφων που εντοπίστηκαν στις τοποθεσίες της Αιγαιακής Θράκης, ξεχωρίζουν ο Αγγειογράφος C, ο Αγγειογράφος της Χαϊδελβέργης, ο Αγγειογράφος της Χαίμωνος και ο Αγγειογράφος του Πόλου, ενώ υπάρχουν και μερικά έργα από τους μεγάλους μελανόμορφους αθηναίους αγγειογράφους του 6ου αιώνα, όπως ο Σόφιλος, ο Λύδος και ο Εξηκίας – ο τελευταίος είναι ένα σπάνιο φαινόμενο για τις τοποθεσίες του Εύξεινου Πόντου (π.χ. Απολλωνία). Σχετικά με τους ερυθρόμορφους αγγειογράφους του 5ου αιώνα, φαίνεται ότι η Στρύμη ήταν ένα ξεχωριστό κέντρο εισαγωγής, καθώς εκεί ανακαλύφθηκαν αρκετά αγγεία από τους Αγγειογράφους του Βερολίνου, τον Κλεόφωντα και τον Πηλέα. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε την παρουσία τουλάχιστον δύο αγγείων από τον Αγγειογράφο του Προνόμου του 4ου αιώνα στη Σαμοθράκη και το Τραγίλος, αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι διαφορετικοί ερυθρόμορφοι αγγειογράφοι έφτασαν στους Έλληνες της Απολλωνίας και στη συνέχεια μέσω του δικτύου της διατέθηκαν στους ντόπιους. Πιο συγκεκριμένα, από τον 5ο αιώνα π.Χ. ξεχωρίζουν αγγεία από τους Αγγειογράφους του Αχιλλέα, της Ερέτριας και της Φιάλης, ενώ στον 4ο αιώνα φαίνεται ότι ο Αγγειογράφος του Μαύρου Θύρσου είχε το μονοπώλιο εντός της Απολλωνίας και της περιοχής Τούντζα. Εξίσου εντυπωσιακές είναι οι ποσότητες αγγείων από την Ομάδα του Παχουλού Παιδιού που βρέθηκαν σε μεσημβριανές τοποθεσίες γύρω από τον ποταμό Άρδα και στη Βράτσα. Στρεφόμενοι στην εικονογραφία, πρέπει αμέσως να επισημάνουμε τις περιορισμένες απεικονίσεις Θρακών, Σκυθών, Αμαζόνων, Ορφέα και άλλων τοπικών μορφών, ενώ εξίσου σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου τόσο το σχήμα (π.χ. κούπα) όσο και η διακόσμηση (π.χ. θρακική) ενός αγγείου υποδηλώνουν μια ειδική παραγγελία σε συμφωνία με τις τοπικές προτιμήσεις και ανάγκες. Αντίθετα, τα πιο δημοφιλή θέ
ματα στα αττικά αγγεία από τις παράκτιες και ενδοχώριες περιοχές της Θράκης περιλαμβάνουν διονυσιακές σκηνές και μέλη του θιάσου του, αναπαραστάσεις πολεμιστών, και, ιδιαίτερα για τον 4ο αιώνα π.Χ., θέματα εμπνευσμένα από τον κόσμο των γυναικών, π.χ. σκηνές νοικοκυριού, γυναίκες και Έρωτας κλπ. Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι σε αντίθεση με τις αττικές εισαγωγές στην Ετρουρία και τη Μεγάλη Ελλάδα, οι ερωτικές απεικονίσεις είναι σχεδόν παντελώς απούσες από το ρεπερτόριο των αττικών ζωγραφισμένων αγγείων που ανακαλύφθηκαν στην αρχαία Θράκη. Συγκρίνοντας τα σημεία εύρεσης αττικών ζωγραφισμένων αγγείων από τη Θράκη με αυτά των μεταλλικών αγγείων και βάσει των τρεχόντων αρχαιολογικών δεδομένων, φαίνεται ότι η πλειονότητα των μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγείων προέρχεται από ιερά και ταφικές τοποθεσίες ελληνικών αποικιών, ενώ τα περισσότερα μεταλλικά αγγεία βρέθηκαν σε μεγάλες ταφές του Οδρυσιανού βασιλείου. Για παράδειγμα, οι μεγάλοι τύμβοι στο Δουβάνλι ήταν εξοπλισμένοι με πολύτιμα μεταλλικά αγγεία, αλλά σπάνια με αττικά αγγεία, και, ακόμη και τότε, όχι περισσότερα από ένα ή δύο κάθε φορά. Επίσης, εντυπωσιακή είναι η διαφορά στον αριθμό αττικών κυπέλλων και άλλων αγγείων πόσης από τις παράκτιες θρακικές τοποθεσίες σε σύγκριση με αυτά που ανασκάφηκαν σε ενδοχώριους οικισμούς (δηλ. στη σύγχρονη Βουλγαρία). Αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί αν λάβουμε υπόψη τον εντυπωσιακό αριθμό μεταλλικών ρυτών, κυπέλλων, κούπες και άλλων αγγείων πόσης που έχουν ανακαλυφθεί σε θρακικούς τάφους. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι ορισμένα σχήματα από το αθηναϊκό κεραμικό σώμα είναι σπάνια ή απουσιάζουν στη Θράκη, ίσως επειδή προτιμούσαν την μεταλλική εκδοχή τους, π.χ. η υδρία. Βάσει των παραπάνω, μπορούμε να αντλήσουμε κάποια προκαταρκτικά συμπεράσματα. Πρώτον, τα κέντρα που εισήγαγαν αττικά ζωγραφισμένα αγγεία άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου από τον 6ο μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ οι κύριες διαδρομές διασποράς φαίνεται να είναι από την αιγαιακή ακτή της Θράκης προς το εσωτερικό ή αργότερα, μέσω των αποικιών του Εύξεινου Πόντου. Δεύτερον, υπάρχει σαφής προτίμηση σε ορισμένα σχήματα σε κάθε περιοχή και σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ένα γεγονός που υποστηρίζεται από την επιλεκτική φύση των εισαγωγών και τις στοχευμένες χρήσεις των αττικών αγγείων στις τοπικές κοινότητες, π.χ. αφιερωτικά κύπελλα του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. στα θάσια ιερά, λήκυθοι και κρατήρες του 5ου και κυρίως του 4ου αιώνα στις νεκροπόλεις της Απολλωνίας. Τρίτον, μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων υπήρξε αύξηση των αττικών εξαγωγών προς τις αποικίες του Εύξεινου Πόντου, ενώ από τα μέσα του αιώνα και λόγω της αποξένωσης από την ετρουσκική πελατεία, οι Αθηναίοι αναζήτησαν νέες αγορές στον Βόρειο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο. Ως αποτέλεσμα, προσέγγισαν πιο έντονα τα εμπορικά κέντρα στη Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο στο τέλος του 5ου και κυρίως τον 4ο αιώνα π.Χ. με προϊόντα που ικανοποιούσαν τις ανάγκες της τοπικής αγοράς. Αυτές οι εμπορικές δραστηριότητες υποβοηθήθηκαν περαιτέρω από τη σταθεροποιημένη πολιτική σκηνή στην περιοχή μετά την ίδρυση του Οδρυσιανού βασιλείου γύρω στο 460 π.Χ. και πιο σημαντικά από τις πολυάριθμες αλληλεπιδράσεις μεταξύ Ελλήνων, ειδικά Αθηναίων, και Θρακών κατά την Κλασική περίοδο. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση με την Ετρουρία και τη Μεγάλη Ελλάδα όπου η επίδραση των αττικών αγγείων ήταν τέτοια που οδήγησε στη δημιουργία τοπικών εργαστηρίων που μιμούνταν τα αθηναϊκά πρότυπα, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει στη Θράκη. Ακόμη και όταν υπάρχει αρχαιολογική ένδειξη ή υποψία για τοπική παραγωγή, το εύρος και η διάρκεια αυτών των εργαστηρίων δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά της Νότιας Ιταλίας. Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι τα ζωγραφισμένα αττικά αγγεία που εισάγονταν στη Θράκη (παράκτια και ενδοχώρια) ήταν συνήθως απλά διακοσμημένα και μαζικής παραγωγής, ενώ τα αγγεία υψηλής ποιότητας ήταν σπάνια σε σύγκριση με αυτά που ανακαλύφθηκαν στη χερσόνησο της Ιταλίας.
(EL)
This brief presentation of the Attic black- and red-figure vases from sites in ancient Thrace allows us to observe certain preferences regarding the shapes, usage, and quantity of pottery discovered at every site. Even though our analysis is at an early stage, we can still create an outline of the types of Attic painted pottery imported into each region. Starting with Thasos and its Peraia (the coast across from the island), one is overwhelmed by the large quantity of black- and red-figure cups, originating mainly from sanctuaries and possibly related to rites of pas- sage for young men (ephebes). Also substantial is the quantity of black- and red-figure kraters. On the contrary, closed shapes, like the amphora, and small perfume containers, such as the alabastron, are very rare. Painted Attic pottery has also been discovered in fifth and fourth century burials around the Strymon river, the natural border of ancient Thrace towards the West, with the lekythos, both red-figure and white-ground, being the predominant shape. Further east, on Samothrace, the situation changes. The most prevalent shape on the island is the krater, both in the black- and the red-figure technique, followed by red-figure skyphoi. Their main findspot is the sanc- tuary of the Great Gods. In the Peraia of Samothrace, excavations have revealed amongst other finds, numer- ous burials equipped with Attic pottery. Lekythoi and hydriai are the more common finds, while from funerary monuments at Stryme come several amphoras and pelikai. Noteworthy is the presence of Attic black-figure cups, skyphoi and red-figure kraters from the sanctuaries of Mesembria (ancient Zone) near Alexandroupolis, a trend that corresponds with the ceramic finds from Samothrace. Overall, compared to the Thasian Peraia, the quantities of Attic pottery from sites across from Samothrace are fewer. Moving on to the settlements on the Black Sea, we note two important facts: the long-lasting presence of Attic pottery in Apollonia and the large number of lekythoi and bell-kraters from the necropoleis and tumuli of the coastal Greek colonies (Apollonia, Mesembria, Odessos [Varna]) and the inland-sites (Tundzha, Evros) during the second half of the fifth century and especially the fourth century B.C. Of particular interest is the increased number of fourth-century bell-kraters from the ancient settlement at Burgas. This is indicative of the importance kraters had not only as funerary gifts of the elite (see the necropolis of Harmanite in Apollonia), but also as vessels used in everyday practices. Similar finds have come to light from sites near the Evros river and elsewhere, suggesting that the krater was a significant component of Thracian dining traditions, both for- mal and everyday. Based on this observation, it appears that by the fourth century B.C. the upcoming members of society wished to adopt aristocratic practices, such as communal drinking, but since metal vessels were ex- pensive (especially large containers such as the krater), they turned to the impressive yet far more affordable Attic clay productions. Instructive is the study of vases attributed to well-known Attic vase-painters vis-à-vis their find spots be- cause it is possible to follow their itinerary from the first import center, usually a Greek colony, until the Thra- cian inland sites. Thasos and its Peraia and Apollonia with its periphery are two good examples of important commercial centers that fueled the local market with Attic pottery. Among the black-figure painters identified on the sites of Aegean Thrace one can single out the C Painter, the Heidelberg Painter, the Haimon Painter, and the Polos Painter, while there are also a few works by the great black-figure Athenian painters of the sixth century, such as Sophilos, Lydos and Exekias – the latter being a rare phenomenon for the Black Sea sites (e.g., Apollonia). Regarding fifth-century red-figure painters, it appears that Stryme was a distinct import center, as several vases by the Berlin, Kleophon and the Peleus Painters were discovered there. One should also men- tion the presence of at least two vases by the fourth-century Pronomos Painter from Samothrace and Tragilos, respectively. On the other hand, it appears that different red-figure painters reached the Greeks of Apollonia and then through its network were marketed to the locals. More specifically, from the fifth century B.C. vases by the Achilles, Eretria and the Phiale Painters stand out, while in the fourth century it appears as if the Black Thyrsos Painter had the monopoly within Apollonia and the Tundhza area. Quite impressive also are the quan- tities of vases by the Fat Boy Group found in Mesembrian sites around the river Ardas and in Vratsa. Turning to iconography, one should immediately point out the limited depictions of Thracians, Scythians, Amazons, Orpheus and other local figures, while equally rare are the cases where both the shape (e.g. mug) and the decoration (e.g. Thracian) of a vase indicate a special commission in tune with local preferences and needs. On the contrary, the most popular topics on Attic vases from coastal and inland Thrace include Diony- siac scenes and members of his thiasos, representations of warriors, and, particularly for the fourth century B.C., themes inspired by the women’s world, e.g. household scenes, women and Eros etc. One should also keep in mind that in contrast to the Attic imports in Etruria and Magna Graecia, erotic imagery is almost completely absent from the repertoire of Attic painted pottery discovered in ancient Thrace. Comparing the find spots of Attic painted pottery from Thrace to the ones of metal vases and based on current archaeological evidence, it appears that the majority of black- and red-figure ware comes from sanctu- aries and burial sites of Greek colonies, while most of the metal vessels were found in large burials of the Odry- sian kingdom. For example, the large tumuli at Duvanli were equipped with precious metal vessels but rarely with Attic vases, and, even then, not more than one or two at a time. Also quite spectacular is the difference in numbers between Attic cups and other drinking vases from coastal Thracian sites to those unearthed in inland centers (i.e., modern-day Bulgaria). This phenomenon can be explained if we take into account the impressive number of metal rhyta, cups, mugs, and other drinking vessels that have been discovered in Thracian tombs. Lastly, one should point out that certain shapes from the Athenian ceramic corpus are rare or absent in Thrace, perhaps because their metal version was preferred, e.g. hydria. Based on the above, we may draw some preliminary conclusions. First, the centers that imported Attic painted pottery changed over time from the sixth through the fourth century B.C., while the main routes of dispersal seem to be from the Aegean coast of Thrace inland or later on, through the colonies of the Black Sea. Second, there is a clear preference for certain shapes in every region and over set periods of time, a fact sup- ported by the selective nature of imports and the targeted usages of Attic vases within the local communities, e.g. dedicatory cups of the sixth and fifth century B.C. in Thasian sanctuaries, lekythoi and kraters of the fifth and mainly fourth century in the necropoleis of Apollonia. Thirdly, after the end of the Persian Wars there was an increase in Attic exports towards the Black Sea colonies, while from the middle of the century and because of the fallout with Etruscan clientele, the Athenians sought new markets in the North Aegean and the Black Sea. As a result, they approached trading centers in Thrace and Euxeinos Pontus more vigorously at the end of the fifth and especially the fourth century B.C. with products that satisfied the needs of the local market. These commercial activities were further assisted by the stabilized political scene in the area after the foundation of the Odrysian kingdom around 460 B.C. and more significantly by the numerous interactions between Greeks, especially Athenians, and Thracians during the Classical period. Lastly, one needs to point out that, in contrast to Etruria and Magna Grecia where the impact of Attic pot- tery was such that it led to the birth of local workshops imitating Athenian prototypes, this does not seem to be the case in Thrace. Even where there is an archaeological indication or a suspicion of a local production, the range and longevity of these workshops cannot be compared to the South Italian ones. We should also keep in mind that the painted Attic pottery imported into Thrace (coastal and inland) was usually simply decorated and of mass production, while vases of high-quality were rare compared to the ones discovered on the Italian peninsula.
(EN)