Η μέτρηση του βραχιονίου ως μέσο προσδιορισμού της ηλικίας κύησης

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης   

Αποθετήριο :
Αποθετήριο Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



Η μέτρηση του βραχιονίου ως μέσο προσδιορισμού της ηλικίας κύησης

Γεωργακούλα, Αικατερίνη

Τσικούρας, Παναγιώτης
Tsikouras, Panagiotis

masterThesis

2021-05-20T06:55:44Z
2020-01-29


Βιβλιογραφία: σ. 50-56
A primary goal of the first pregnancy assessment is to determine the gestational age of the fetus. This is a vital information for setting the timetable of the anticipated prenatal care, planning and interpretation of prenatal examinations, evaluation of fetal development in uterus and mainly when considering interventions against the risk of prematurity in order to avoid or reduce prenatal and perinatal morbidity and mortality. The traditional way to determine the gestational age and estimated day of delivery is by the first day of the last menstrual period. However, this practice is accurate only if the menstrual cycle of the woman is regular and the woman can provide accurate information on her last menstruation. Studies show that these criteria are met only in half of the cases. In recent years, with the advancement of ultrasonography, it has become clear that ultrasound is the most accurate way to determine the fetal gestational age. This is totally valid in the first trimester, where the growth pattern is particularly stable and common for all embryos. In advanced pregnancy, however, the sonographically determined gestational age of the fetus presents a large deviation from the actual gestational age, because the pattern of development widens, reflecting the particular characteristics of each pregnancy, each maternal-placenta-fetal unit. Additionally, if we consider the pregnancies complicated by fetal growth pathology, it is obvious why the sonographically-given fetal age, though accurate in terms of estimating the true size of the fetus, does not reflect its actual chronological age. The current literature, though limited, supports the value of fetal humerus length for pregnancy dating after the first trimester. The idea of using fetal humerus length for pregnancy dating comes from the established efficacy of fetal femur length to accurately determine the gestational age after the first trimester. Measuring the length of the humerus is technically just as easy and does not require any particular expertise of the obstetric care professional to perform it accurately. Even more, the arm bone appears to be affected less by the effects of a hostile endometrial environment and to resist in cases of placental dysfunction. Only a few studies have investigated the role of fetal humerus length to accurately determine the fetal age. Ultrasound measurements of the fetal arm reveal a good linear relationship with gestational age almost throughout the whole time range of gestation. The average measurement error with this practice is only 5 days, while the maximum error is just over 2 weeks. The latter estimations are comparable to those of methods widely used for pregnancy dating to date. The humerus lacks disadvantages of other biometry indicators, such as head circumference or abdominal circumference. These disadvantages are prevented if the femur or humerus is used. According the literature, it appears that using the humerus is much more accurate than the abdominal circumference, marginally more accurate than the head circumference and almost equally accurate to the femur length (sensitivity 82%). However, femur length is a sensitive parameter of intrauterine growth and is affected (not only in syndromes but also) by placental insufficiency. According the existing literature, humerus length can be used as a reliable ultrasound indicator to determine fetal gestational age. In particular, it seems to be very useful in cases where the other biometry measurements commonly used, such as BPD, HC, AC, FL, are unreliable, such as in cases of femoral achondroplasia, gastroschisis, omphalocele, especially in the late stages of the second and third trimesters of pregnancy and in placental insufficiency. Using humerus length to date the pregnancy seems to be an easy, reproducible, relatively accurate technique and particularly useful in cases where conventional methods cannot be applied. Such an indicator of widespread acceptance and application, due to the simplicity of use without particular expertise, seems ideal, especially nowadays, with the increasing number of women seeking obstetrical care, without adequate prior assessment, giving an unreliable history of pregnancy, in order to avoid intervention or non-intervention errors, with adverse perinatal outcomes.
Ο κατά το δυνατόν εκριβής προσδιορισμός της ηλικίας κύησης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της της αρχικής αξιολόγησης μιας κύησης, ζωτικής σημασίας για το χρονοδιάγραμμα της προβλεπόμενης προγεννητικής μαιευτικής φροντίδας, τον προγραμματισμό και την ερμηνεία των προγεννητικών εξετάσεων, την αξιολόγηση της ενδομήτριας εμβρυϊκής ανάπτυξης και το σχεδιασμό παρεμβάσεων για την πρόληψη της προωρότητας και τις προγεννητικής και περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Παραδοσιακά η πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου είναι ο πρώτος τρόπος καθορισμού της ηλικίας κύησης και της αναμενώμενης ημέρας τοκετού. Αυτή η πρακτική όμως προϋποθέτει έναν κανονικής διάρκειας καταμήνιο κύκλο και ότι η γυναίκα θα θυμάται την πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου της με ακρίβεια. Από μελέτες φαίνεται ότι μόλις το ήμισυ των γυναικών πληρεί τις προυποθέσεις αυτές. Τα τελευταία χρόνια με την πρόοδο των υπερήχων έχει καταστεί σαφές ότι το υπερηχογράφημα είναι ο πλέον ακριβής τρόπος προσδιορισμού της ηλικίας κύησης του εμβρύου. Αυτό είναι ιδιαίτερα ακριβές στο πρώτο τρίμηνο, όπου το μοτίβο ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα σταθερό και κοινό για όλα τα έμβρυα. Σε προχωρημένη κύηση, ωστόσο, η υπερηχογραφικά προσδιοριζόμενη ηλικία κύησης του εμβρύου παρουσιάζει μεγάλο σφάλμα απόκλησης από την πραγματική ηλικία κύησης, γιατί το μοτίβο ανάπτυξης διευρύνεται, αντανακλώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε κυήματος ή πιο σωστά της κάθε μητρο-πλακουντο-εμβρυικής μονάδας. Εάν σε αυτό προστεθούν οι περιπτώσεις εκείνες όπου η ανάπτυξη διαταράσσεται λόγω παθολογίας της κύησης αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η υπερηχογραφικά προσδιοριζόμενη ηλικία, όσο σωστή και αν είναι από άποψη εκτίμησης πραγματικού μεγέθους του εμβρύου, δεν αντανακλά χρονικά την πραγματική του ηλικία .Είναι καθιερωμένη η αξία του μηριαίου οστού στη χρονολόγηση της κύησης μετά το πρώτο τρίμηνο. Η μέτρηση του μήκους του βραχιονίου οστού τεχνικά είναι εξίσου αν όχι περισσότερο εύκολη, σε σχέση με το μηριαίο οστό, και δεν απαιτεί ιδιαίτερη εξειδίκευση του εκάστοτε επαγγελματία μαιευτικής φροντίδας για την πραγματοποίησή της με ακριβή τρόπο. Ειδικά το βραχιόνιο οστό φαίνεται να ανθίσταται στις επιδράσεις εχθρικού ενδομητρίου περιάλλοντος και να μην επηρεάζεται η ανάπτυξή του από φαινόμενα διαταραχής της πλακουντιακής λειτουργίας. Ελάχιστοι μελετητές έχουν ασχοληθεί με την αξιολόγηση του ρόλου του μήκους του βραχιονίου οστού στον προσδιορισμό της ηλικίας του εμβρύου. Η υπερηχογραφική αξιολόγηση του μήκους του βραχιονίου οστού αποκαλύπτει μια γραμμική σχέση σε σχέση με τις εβδομάδες κύησης και μια καλή αντιστοίχιση μεταξύ του μήκους του οστού αυτού και των εβδομάδων της κύησης, σχεδόν σε όλο το χρονικό φάσμα αυτής. Το μέγιστο σφάλμα της μέτρησης στην πρόβλεψη της ηλικίας κύησης είναι κάτι παραπάνω από 2 εβδομάδες, ενώ το μέσο σφάλμα μόλις 5 ημέρες. Η τελευταία τιμή είναι συγκρίσιμη με αντίστοιχες από μέχρι σήμερα καθιερωμένης αξίας παραμέτρους χρονολόγησης της κύησης που χρησιμοποιούνται ευρέως. Το βραχιόνιο οστό στερείται μειονεκτημάτων σε σχέση με άλλους δείκτες χρονολόγησης της κύησης, όπως περίπετρος κεφαλής ή περίμετρος κοιλίας. Αυτά τα μειονεκτήματα δεν υφίστανται εάν χρησιμοποιηθεί το μηριαίο ή το βραχιόνιο οστό. Φαίνεται μάλιστα ότι η χρήση του βραχιονίου οστού είναι αρκετά ανώτερη της περιμέτρου κοιλίας, οριακά ανώτερη από την περίμετρο κεφαλής, και υπολείπεται ελάχιστα από το μήκος του μηριαίου οστού (ευαισθησία 82%). Ωστόσο, το μήκος του μηριαίου οστού είναι ευαίσθητη παράμετρος της ενδομήτριας ανάπτυξης και επηρεάζεται (εκτός από σύνδρομα) από καταστάσεις πλακουντιακής ανεπάρκειας. Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία το μήκος του βραχιονίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστος υπερηχογραφικός δείκτης για τον προσδιορισμό της ηλικίας κύησης. Ειδικότερα μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμος δείκτης σε περιπτώσεις όπου οι υπόλοιποι παράγοντες βιομετρίας που συνήθως χρησιμοποιούνται, όπως αμφιβρεγματική διάμετρος, περίμετρος κεφαλής, περίμετρος κοιλίας, μήκος μηριαίου οστού, δεν είναι αξιόπιστοι, όπως σε περιπτώσεις αχονδροπλασίας μηριαίου οστού, γαστρόσχισης, ομφαλοκήλης, δολιχοκεφαλίας ή βραχυκεφαλίας, ιδίως σε όψιμο στάδιο στο δεύτερο και στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και σε καταστάσεις πλακουντιακής ανεπάρκειας. Η χρήση του μήκους του βραχιονίου οστού για την χρονολόγηση της κύησης φαίνεται δόκιμη διαδικασία, εύκολη, αναπαραγώγιμη, σχετικά ακριβής και ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιπτώσεις που οι συμβατικές καθιερωμένες μέθοδοι δε μπορούν να εφαρμοστούν. Ένας τέτοιος δείκτης ευρείας αποδοχής και εφαρμογής, λόγω ευκολίας προσδιορισμού χωρίς ιδιαίτερη εξειδίκευση του εκάστοτε επαγγελματία μαιευτικής φροντίδας φαντάζει ιδανικός στις μέρες μας, όπου ολοένα και αυξάνει ο αριθμός των γυναικών που εμφανίζεται στις δομές μαιευτικής φροντίδας καθυστερημένα, χωρίς επαρκή προηγούμενο έλεγχο και χωρίς να μπορεί να δώσει ένα αξιόπιστο ιστορικό της κύησης, προκειμένου να αποφευχθούν σφάλματα παρέμβασης ή μη παρέμβασης, με δυσμενές περιγεννητικό αποτέλεσμα.
56 σ.


Measurement
Pregnancy
Κύηση
Βραχιόνιο οστό
Brachional bone
Μέτρηση

Ελληνική γλώσσα

duth
Τμήμα Ιατρικής


http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/us/
Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 United States
free




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.