Εισαγωγή Οι διαταραχές του ύπνου είναι συχνές στους καρκινοπαθείς και παρόλο που επηρεάζουν ιδιαίτερα την ποιότητα ζωής τους, παραμένουν αδιάγνωστες και με ελλιπή αντιμετώπιση. Ιδιαίτερα όσον αφορά το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων, αυτό έχει ελάχιστα μελετηθεί σε αυτόν τον πληθυσμό. Σκοπός Αυτή η μελέτη διερευνά την επίπτωση των διαταραχών του ύπνου και του συνδρόμου ανήσυχων άκρων στους καρκινοπαθείς και εστιάζει στους παράγοντες που σχετίζονται με τον καρκίνο και είναι πιθανόν να συμβάλουν στην εμφάνισή τους.
Ασθενείς - Μέθοδοι Η επιλογή των ασθενών της μελέτης πραγματοποιήθηκε στη βάση του συνεχούς δείγματος σε τυχαία επιλεγμένες μέρες, στο χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Φεβρουάριο του 2015 από τη βραχεία νοσηλεία , την κλινική και τα τακτικά ιατρεία της ογκολογικής κλινικής του νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης. Μελετήθηκαν συνολικά 201 ασθενείς. Η μελέτη ήταν σχεδιασμού χρονικής στιγμής (cross - sectional). Τα διαγνωστικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα ερωτηματολόγια Pittsburgh Sleep Quality Index (PSQI) και Athens Insomnia Scale (AIS), ενώ η διάγνωση του συνδρόμου ανήσυχων άκρων έγινε με βάση τα κριτήρια της Διεθνούς Ομάδας Μελέτης του (IRLSSG).Παράλληλα εφαρμόστηκαν τα ίδια ερωτηματολόγια σε ομάδα 51 υγειών.
Αποτελέσματα Ο επιπολασμός των διαταραχών του ύπνου στους καρκινοπαθείς που εκτιμήθηκαν ήταν 58,58% (PSQI >5), ενώ του συνδρόμου των ανήσυχων άκρων 6% - ποσοστά αρκετά υψηλότερα από αυτά του γενικού πληθυσμού. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση αυτών των διαταραχών με σωματομετρικούς, εργαστηριακούς ή άλλους παράγοντες που σχετίζονται με τη νόσο, αλλά ούτε και με την λήψη δυνητικά νευροτοξικών παραγόντων, ενώ συσχετίστηκαν με την συννοσηρότητα και την λήψη άλλων (κυρίως κατασταλτικών του ΚΝΣ) φαρμάκων. Συμπεράσματα Η παρούσα μελέτη κατέγραψε ότι περίπου οι μισοί ογκολογικοί ασθενείς του νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης πάσχουν από διαταραχές του ύπνου και ότι το σύνδρομο ανήσυχων άκρων παρουσιάζει αυξημένη επίπτωση στον ίδιο πληθυσμό. Τα αποτελέσματα αυτά τονίζουν την ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση αλλά και περαιτέρω μελέτη των παραγόντων που συντελούν στην αυξημένη επίπτωσή τους στον πληθυσμό των καρκινοπαθών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα, αφού αυτό μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους.
Βιβλιογραφία: σ. 54-65
Introduction Sleep disturbances are common in cancer patients and although particularly affect their quality of life, they remain undiagnosed and treatment does not appear to adequately address this problem. Particularly regarding the restless legs syndrom (RLS) hardly been assessed in this population.
Aim of the study This study aimed to assess the prevalence of sleep disorders and restless legs syndrome to cancer patients and focuses on the cancer-related factors that contribute to the incidence of these symptoms and syndromes. Patients - Methods Patient's selection was made oh the basis of continuous sample in the period from October 2014 to February 2015 from oncology unit - hospital of Alexandroupolis. The study population was 201 cancer patients. This study was a cross - sectional one. Evaluation tools included the Pittsburgh Sleep Quality Index (PSQI) and Athens Insomnia Scale (AIS), while the diagnosis of restless legs syndrom was based on the criteria of the International RLS Study Group (IRLSSG). Additionally the same questionnaires applied to a group of 51 healthy. Results The prevalence of sleep disorders in cancer patients was estimated at 58.58% (global PSQI score >5), while 6% screened positive for RLS - higher than the general population. Neither sleep disturbances nor RLS was associated with somatometric, laboratory and other factors associated with the disease (or with potentially neurotoxic drugs). Both PSQI and AIS scores were significantly associated with the use of sleep-inducing drugs. PSQI score also was associated with comorbid medical issues. Conclusions This study recorded that about half oncology patients of the hospital of Alexandroupolis suffered from sleep disturbances and that restless legs syndrome presents an increased incidence in this population. Results highlight the need for early diagnosis and study of factors contributing to the increased incidence of cancer in the population, in order to deal more effectively, since this can improve their quality of life.