Glaucoma is a group of diseases that attack the optic nerve causing characteristic changes in the eye’s nervous complex. It is the second most common cause of blind¬ness worldwide. The most common form of glaucoma is primary open-angle glau¬coma at a rate of 90%. The cause of this condition is unknown. Until today, the pre¬dominant pathophysiological mechanism is increased IOP, which is the only thera¬peutic target either pharmacologically or surgically. The increase of IOP appears to cause ischemia in the optic nerve head leading to the characteristic glaucomatous changes. Clinically, it appears with the characteristic pair of symptoms: a) reduced visual acuity, b) reduced visual fields. A pathognomonic finding is the hollowing of the optic nerve, which is caused by the increased IOP. Primary diagnostic test of glau¬coma is perimetry. At the same time optical coherence tomography is also used to evaluate various indices such as RNFL and GCC. Glaucoma treatment can be either pharmaceutical or surgical. Pharmaceutically, there are various agents that are ad¬ministered locally in the form of eye drops. One of the classes that is widely used in clinical practice is prostaglandins and prostaglandin analogs, as they achieve very good therapeutic results immediately after their administration. Although they are an important weapon in the quiver of glaucoma treatment they have some side effects that cause unpleasant symptoms in patients reducing their compliance. Many of these side effects are due to the preservatives contained in prostaglandin formulations. The most commonly used preservative is BAK. The major adverse effect caused by chronic use of preservatives is ocular surface disease. It is characterized by dry eye symptoms accompanied by objective findings. In recent years, there has been an increase in the use of preservative-free antiglaucoma preparations, however, there is no clear pic-ture of non-inferiority to their preservative counterparts.
METHODS The present study is a prospective observational study recruited patients with pri¬mary glaucoma who were to receive a preservative-free eyedrops of travoprost (Trav-IOP, Cooper, Greece) as monotherapy, according to standard clinical practice. Patients were monitored for a total of 6 months. The follow-up protocol includes the evaluation of IOP, Schirmer test, TBUT and conjunctival hyperemia at the times before the start of treatment, at 1 month, at 3 months and at 6 months after treatment. At the same time, visual fields and RNFL were evaluated before the start of treatment and after 6 months.
• RESULTS
21 patients participated in the study. The results of the study showed that travoprost more effectively controls IOP (p<0.05). At the same time it was shown that there was a significant improvement in the clinical indicators that evaluate the ocular surface disease. Specifically, a statistically significant difference was found during the 6- month follow-up in the Schirmer test indicators and conjunctival hyperemia. No sig¬nificant difference was observed in TBUT during the six-month follow-up. CONCLUSIONS The preservative-free troboprost formulation better controls IOP compared to its preservative-free counterparts while significantly improving markers of ocular sur¬face disease
Βιβλιογραφία: σ. [55]-[63]
Το γλαύκωμα είναι ένα σύνολο παθήσεων που προσβάλλουν το οπτικό νεύρο προκαλώντας χαρακτηριστικές αλοιώσεις στο νευρικό σύμπλοκο του οφθαλμό. Αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη αιτία τύφλωσης παγκοσμίως. Η πιο συχνή μορφή γλαυκώματος είναι το πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοιχτής σε ποσοστό 90%. Η αιτιοπαθογένεια αυτής της πάθησης είναι άγνωστη. Μέχρι σήμερα ο επικρατέστερος παθοφυσιολογικός μηχανισμός είναι η αυξημένη ΕΟΠ, η οποία αποτελεί και τον μοναδικό θεραπευτικό στόχο είτε φαρμακολογικά είτε χειρουργικά. Η αύξηση της ΕΟΠ φαίνεται να προκαλεί ισχαιμία στην κεφαλή του οπτικού νεύρου οδηγώντας στις χαρακτηριστικές γλαυκωματικές αλλοιώσεις. Κλινικά εμφανίζεται με τη χαρακτηριστική δυάδα συμπτωμάτων: α) έκπτωση οπτικής οξύτητας, β) έκπτωση οπτικών πεδίων. Παθογνωμονικό εύρημα είναι η κοίλανση της οπτικής θηλής, η οποία προκαλείται από την αύξηση της ΕΟΠ. Εξέταση εκλογής για τη διάγνωση του γλαυκώματος είναι η περιμετρία. Ταυτόχρονα χρησιμοποιείται και η οπτική τομογραφία συνοχής για την αξιολόγηση διάφορων δεικτών όπως το RNFL και το GCC. Η θεραπεία του γλαυκώματος μπορεί να είναι είτε φαρμακευτική είτε χειρουργική. Φαρμακευτικά υπάρχουν διάφοροι παράγοντες οι οποιοί χορηγούνται τοπικά με τη μορφή κολλυρίων. Μια από τις κατηγορίες που χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πράξη είναι οι προσταγλανδίνες και τα ανάλογα προσταγλανδινών, καθώς επιτυγχάνουν πολύ καλά θεραπευτικά αποτελέσματα άμεσα μετά τη χορήγηση τους. Αν και αποτελούν σημαντική όπλο στη φαρέτρα της θεραπείας του γλαυκώματος έχουν ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλούν δυσάρεστα συμπτώματα στους ασθενείς μειώνοντας τη συμμόρφωση τους. Πληθώρα αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών οφείλονται στις συντηρητικές ουσίες που περιέχονται στα σκευάσματα προσταγλανδινών. Το συχνότερα χρησιμοποιούμενο συντηρητικό είναι το BAK. Η κυριότερη ανεπιθύμητη ενέργεια που προκαλείται από τη χρόνια χρήση συντηρητικών είναι η νόσο οφθαλμικής επιφανείας. Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα ξηροφθαλμίας που συνοδεύονται και από αντικειμενικά ευρήματα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αύξηση της χρήσης αντιγλαυκωματικών σκευασμάτων χωρίς συντηρητικά, ωστόσο δεν υπάρχει σαφής εικόνα για την μη κατωτερότητα έναντι των αντιστοίχων με συντηρητικά. ΜΕΘΟΔΟΙ
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια προοπτική μελέτη παρατήρησης στην οποία συμμετείχαν ασθενείς με διάγνωση πρωτοπαθούς γλαυκώματος που επρόκειτο να λάβουν σκεύασμα τραβοπρόστης χωρίς συντηρητικά (Trav-IOP, Cooper, Greece) ως μονοθεραπεία, σύμφωνα με τη συνήθη κλινική πρακτική. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για συνολικά 6 μήνες. Στο πρωτόκολλο παρακολούθησης περιλαμβάνει την αξιολόγηση της ΕΟΠ, του Schirmer test, του TBUT και της υπεραιμίας του επιπεφυκότα στους χρόνους πριν την έναρξη της αγωγής, στον 1 μήνα, στους 3 μήνες και στους 6 μήνες μετά τη θεραπεία. Παράλληλα αξιολογήθηκαν τα οπτικά πεδία και το RNFL πριν την έναρξη της αγωγής και μετά από 6 μήνες. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Στη μελέτη συμμετείχαν 21 ασθενείς. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως η τραβοπρόστη ελέγχει αποτελεσματικότερα την ΕΟΠ ( p<0,05). Ταυτόχρονα αποδείχθηκε πως υπήρχε σημαντική βελτίωση στους κλινικούς δείκτες που αξιολογούν τη νόσο οφθαλμικής επιφανείας. Συγκεκριμένα βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη διάρκεια της 6μηνής παρακολούθησης στους δείκτες Schirmer test και υπεραιμία του επιπεφυκότα. Στον TBUT δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη διάρκεια της εξάμηνης παρακολούθησης. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το σκεύασμα τροβοπρόστης χωρίς συντηρητικά ελέγχει καλύτερα την ΕΟΠ έναντι των αντίστοιχων χωρίς συντηρητικά ενώ παράλληλα βελτιώνει σημαντικά τους δείκτες αξιολόγησης της νόσου οφθαλμικής επιφανείας.
63 σ.