Vertebral artery dissection (VAD) is one of the most common causes of ischemic stroke in young adults. It is usually related to a prior major or minor cervical trauma, but sometimes it could occur spontaneously, in people with or without genetic risk factors. Headache or neck pain is the most frequent symptom, and it is often followed by focal neurological deficits due to ischemia. The pathophysiological mechanisms of these symptoms include distal embolization, hemodynamic compromise due to arterial stenosis, local compression syndromes due to pseudoaneurysm formation, and subarachnoid hemorrhage due to arterial rupture. Although conventional angiography is considered the gold standard in the diagnosis of VAD, computed and/or magnetic resonance angiography are used with increasing frequency in the evaluation of this condition, since they can demonstrate both intraluminal and extraluminal abnormalities, and they are not invasive and widely accessible. Treatment options for cervical artery dissection (CAD), and in particular for VAD, include conservative treatment and surgical or radiological interventions. Intravenous thrombolysis in general should not be withheld in patients with dissection-related ischemic stroke, since some studies have confirmed its safety and effictiveness in these patients. There is a discussion regarding the appropriate antithrombotic agent (anticoagulants or antiplatelets) for preventing stroke in these patients, but there is not statistically significant difference in effectiveness between those two treatment options. Thus, the decision must be individualized based on clinical/imaging characteristics and patient-specific risks. The use of novel oral anticoagulants (NOACs) could be a useful alternative in CAD, with currently encouraging results. Finally, endovascular treatment should be reserved for those in whom neurological symptoms do not resolve or reoccur despite maximum medical therapy or for those with contraindications to antithrombotic treatment, and especially in cases of ruptured dissections. When these methods are applied according to the current indications, they are considered safe and effective in terms of recovery and mortality rate.
Ο διαχωρισμός της σπονδυλικής αρτηρίας αποτελεί μία από τις συχνότερες αιτίες ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΙΑΕΕ) σε νέους ενήλικες. Συνήθως προκαλείται έπειτα από μείζονα ή ελάσσονα τραυματισμό του αυχένα, ενώ ορισμένες φορές μπορεί να είναι αυτόματος, σε άτομα με ή χωρίς γενετικούς παράγοντες κινδύνου. Η κεφαλαλγία/αυχεναλγία αποτελεί το βασικότερο σύμπτωμα, και συχνά ακολουθείται από την εμφάνιση εστιακών νευρολογικών σημείων λόγω ισχαιμίας. Στους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς πρόκλησης αυτών των συμπτωμάτων περιλαμβάνονται οι αιμοδυναμικές αλλαγές λόγω στένωσης της αρτηρίας, η περιφερική εμβολή, η τοπική συμπίεση δομών λόγω δημιουργίας ψευδοανευρύσματος, και η υπαραχνοειδής αιμορραγία λόγω ρήξης του αγγείου. Παρ’ όλο που η κλασσική αγγειογραφία θεωρείται ως μέθοδος εκλογής για την διάγνωση, η αξονική και/ή μαγνητική αγγειογραφία χρησιμοποιούνται με μεγαλύτερη συχνότητα στην κλινική πράξη, καθώς μπορούν να αναδείξουν τόσο ενδοαυλικές όσο και εξωαυλικές ανωμαλίες, δεν είναι επεμβατικές και διατίθενται ευρέως. Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του διαχωρισμού των τραχηλικών αρτηριών γενικά, αλλά και της σπονδυλικής αρτηρίας ειδικά, περιλαμβάνουν συντηρητικές και παρεμβατικές μεθόδους. Η ενδοφλέβια θρομβόλυση γενικά δεν θα πρέπει να αναστέλλεται σε περιπτώσεις ΙΑΕΕ λόγω εστιακού διαχωρισμού, καθώς έχει επιβεβαιωθεί από μελέτες η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της σε αυτούς τους ασθενείς. Διχογνωμία παρατηρείται όσον αφορά την προτίμηση αντιπηκτικών ή αντιαιμοπεταλιακών για την πρόληψη νέων ΙΑΕΕ σε αυτές τις περιπτώσεις, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται στις μελέτες υπεροχή κάποιας από τις δύο προσεγγίσεις. Έτσι, η επιλογή πρέπει να εξατομικεύεται με βάση τα κλινικά/απεικονιστικά χαρακτηριστικά των ασθενών, αλλά και τον κίνδυνο επιπλοκών. Τα νεότερα από του στόματος αντιπηκτικά αποτελούν μία νέα σημαντική εναλλακτική, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα επί του παρόντος. Τέλος, οι ενδαγγειακές τεχνικές αποκατάστασης θα πρέπει να διατηρούνται για τις περιπτώσεις εκείνες που αντενδείκνυται ή δεν ανταποκρίνονται στην αντιθρομβωτική αγωγή, και να εφαρμόζονται κυρίως στις περιπτώσεις ρήξης του διαχωρισμένου αγγείου. Οι μέθοδοι αυτές, όταν εφαρμόζονται σύμφωνα με συγκεκριμένες ενδείξεις, παρουσιάζουν υψηλή αποτελεσματικότητα όσον αφορά τα ποσοστά λειτουργικής αποκατάστασης και θνητότητας.
Βιβλιογραφία : σ. 39 - 46
47 σ.