Η αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων στην απασχόληση συνιστά βασικό προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση του δικαιώματος κάθε εργαζομένου για αξιοπρεπή και ισότιμη μεταχείριση στο εργασιακό χώρο. Η ανάγκη καθιέρωσης ενός αυστηρού προστατευτικού πλαισίου υπογραμμίζεται από τη ανησυχητική αύξηση των περιστατικών βίας και εκφοβισμού, τα οποία εκδηλώνονται μέσω της εκμετάλλευσης από πλευράς τους εργοδότη της θέσης ισχύος, στην οποία ευρίσκεται έναντι του εργαζομένου, ασκώντας με τρόπο καταχρηστικό το διευθυντικό του δικαίωμα και προβαίνοντας σε στοχοποίηση του εργαζόμενο για κάποιο χαρακτηριστικό του βάσει του οποίου εντάσσεται σε κατηγορία «ευάλωτων προσώπων».
Η παρούσα διπλωματική εργασία επισκοπεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαίου περί μη διάκρισης βάσει προστατευόμενων γνωρισμάτων, όπως αυτά αναλύονται υπό το πρίσμα του ενωσιακού, διεθνούς και εσωτερικού δικαίου. Εξετάζει το σύνολο των υπόπτων χαρακτηριστικών με κριτήριο τα οποία ο εργοδότης δύναται να αντιμετωπίσει δυσμενώς έναν απασχολούμενο σε σχέση με τους λοιπούς συγκρίσιμους εργαζομένους. Δίδεται μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στις διακρίσεις λόγω φύλου, θρησκείας και αναπηρίας καθώς πρόκειται για φαινόμενα που απαντούνται συχνά στην πράξη. Τέλος, πραγματεύεται ενδελεχώς το ζήτημα της παρενόχλησης, τις μορφές εμφάνισης της καθώς και τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των σχετικών διατάξεων βάσει του ν. 4808/2021.
Τέλος, η ανάλυση αυτή αποβλέπει στη συμβολή της στο επιστημονικό διάλογο, παρέχοντας μια συνολική αποτίμηση του φαινομένου των διακρίσεων στην απασχόληση, υπό το φως της λεπτομερούς εξέτασης θεωρητικών προσεγγίσεων αλλά και νομολογιακών παραδειγμάτων.