Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θέμα των περιορισμών στην εμμάρτυρη απόδειξη, ήτοι των περιορισμών στην ελεύθερη χρήση των μαρτύρων. Αρχικά, γίνεται διάκριση ανάμεσα στους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς περιορισμούς, ανάλογα με το αν αυτοί (οι περιορισμοί) αφορούν προσωποποιημένα χαρακτηριστικά ενός μάρτυρα ή αν αφορούν το ίδιο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης. Έτσι, στους υποκειμενικούς περιορισμούς εντάσσονται οι ανεπιτήδειοι και οι εξαιρετέοι μάρτυρες, ενώ στους αντικειμενικούς εντάσσονται οι περιορισμοί λόγω ποσού (393 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και η απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου (393 παρ. 2 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια, εξετάζονται οι εξαιρέσεις από τους ανωτέρω περιορισμούς του εμμάρτυρου μέσου και δη, οι εξαιρέσεις κατά το άρθρο 394 παρ. 1 και παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, στις εξαιρέσεις της παρ. 1 του προαναφερόμενου άρθρου υπάγονται η αρχή έγγραφη απόδειξης, η αδυναμία απόκτησης εγγράφου, η τυχαία απώλεια εγγράφου, καθώς και η φύση της δικαιοπραξίας και οι ειδικές συνθήκες κατάρτισης της. Περαιτέρω, στην παρούσα ερευνάται το ζήτημα του αποκλεισμού του εμμάρτυρου μέσου με δικονομική σύμβαση και η συνάρτηση των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ με το επιτρεπτό άλλων αποδεικτικών μέσων. Τέλος, αναλύονται οι συνέπειες της παραβίασης των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ και διατυπώνονται κάποιες καταληκτικές παρατηρήσεις.