Διαβήτης κύησης (gestational diabetes ) ορίζεται οποιαδήποτε διαταραχή στον μεταβολισμό της γλυκόζης των υδατανθράκων που διαγιγνώσκεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά στην κύηση, πιο συχνά στο τέλος του δευτέρου τριμήνου, μετά την 24η εβδομάδα. Διακρίνεται σε δύο κατηγορίες στον προϋπάρχοντα διαβήτη τύπου I ή II και στο σακχαρώδη διαβήτη της κύησης(ΣΔΚ), ο οποίος αναγνωρίζεται κατά τη διάρκεια της κύησης. Η διαγνωστική προσέγγιση του ΣΔΚ γίνεται σε δυο στάδια και περιλαμβάνει τη δοκιμασία ανίχνευσης (χορήγηση 50g γλυκόζης από του στόματος και προσδιορισμός της γλυκόζης σε 1 ώρα) και τη δοκιμασία διάγνωσης (χορήγηση 100g γλυκόζης από του στόματος και προσδιορισμός της γλυκόζης σε 1,2 και 3 ώρες). Οι γυναίκες που ξεπέρασαν το καθορισμένο όριο της γλυκόζης κατά τη δοκιμασία ανίχνευσης επιτρέπεται να γίνει η εφαρμογή με τη δοκιμασία διάγνωσης. Περιγεννητικές επιπλοκές οφείλονται στην επίδραση των υψηλών επιπέδων γλυκόζης της μητέρας και μπορούν να αποφευχθούν με τη σωστή ρύθμιση κατά τη περίοδο της κύησης. Τα νεογνά μητέρων με προϋπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη έχουν διπλάσιες πιθανότητες κινδύνου επιπλοκών κατά τη γέννηση και τριπλάσιες πιθανότητες για τοκετό με καισαρική τομή. Οι επιπλοκές που μπορούν να εμφανιστούν είναι συγγενείς δυσπλασίες, υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, αυτόματες αποβολές, ενδομήτριο θάνατο, μυοκαρδιοπάθεια, μακροσωμία, αναπνευστική δυσχέρεια και ίκτερο. Η έγκαιρη ανίχνευση και διάγνωση, η συστηματική παρακολούθηση, η διατήρηση καλού μεταβολικού ελέγχου και η αναγνώριση των κινδύνων για τη μητέρα και το νεογνό, συνέβαλαν στην έγκαιρη πρόγνωση του Σακχαρώδη διαβήτη της κύησης.