Η ιπτάμενη τέφρα έχει διαγράψει μισό αιώνα παρουσίας στις περιοχές, όπου φιλοξενείται η δραστηριότητα της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής. Οι ποσότητες της ιπτάμενης τέφρας που παράγονται ετησίως εκτιμώνται γύρω στους 11,5 – 12 εκατομμύρια τόνους, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων παράγεται από τη ΔΕΗ και συγκεκριμένα από τους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς της επιχείρησης σε Κοζάνη, Πτολεμαΐδα και Μεγαλόπολη. Αναμφίβολα η Ι.Τ. συνιστά ρύπο, και η κοινωνία – διαχρονικά- την κατέστησε δυνάστη της. Αναδείχθηκε ότι υπομόνευε την ανάπτυξη της και υπομονεύθηκε ότι ευνοούσε την προοπτική στην κατεύθυνση αυτή. Χρεώθηκε η περιοχή της παρουσίας της, όμως δεν πιστώθηκε η κοινωνία τα οφέλη. Και ο παραγωγός της όμως δεν υπολείπεται σε υστέρηση αντικειμενικής εκτίμησης των δυνατοτήτων εφαρμογής του υλικού, παρότι έχει στη διάθεση του τα ερευνητικά δεδομένα. Μέχρι πρόσφατα το διαχειρίζεται ως απόβλητο. Το μέλλον θα δείξει, αν συνειδητοποιήθηκε ως παραπροϊόν, της παραγωγικής του διαδικασίας, με εκδήλωση έμπρακτης βούλησης και εξορθολογισμό της διαχείρισης της. Στον αντίποδα ο χρήστης, αξιοποίησε την τεχνογνωσία του, έλεγξε το κόστος παραγωγής του προϊόντος του και ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα του.
Περιβαλλοντικά ωφέλησε και την περιοχή, όπου δραστηριοποιείται, εξοικονομώντας ορυκτά και ενέργεια. Η πολιτεία ωφελήθηκε επίσης περιβαλλοντικά, ανά την επικράτεια, με την εξοικονόμηση πόρων, αλλά και ενέργειας, ενώ και εθνική οικονομία προσπορίσθηκε οικονομικά οφέλη, έμμεσα, από τον κύκλο εργασιών του χρήστη, αλλά και την εξοικονόμηση απαιτούμενων επενδύσεων, για την παραγωγή (ηλεκτρικής) ενέργειας.