Σήµερα, υπάρχει πληθώρα αµοιβαίων κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εποµένως είναι έντονη η ανάγκη αξιολόγησής τους έτσι ώστε να µπορούν οι επενδυτές να επιλέξουν σε ποιο θα τοποθετηθούν. Αρχικά θα πρέπει να µελετηθούν οι παρελθοντικές αποδόσεις. Όµως, αυτό δεν µπορεί να είναι το µοναδικό κριτήριο επιλογής, γιατί µπορεί να οφείλονται σε τυχαίους παράγοντες. Θα πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί αν υπάρχει συνέπεια των καλών αποδόσεων σε βάθος χρόνου. Ακόµα, δεδοµένου ότι θεωρητικά τουλάχιστον, όσο µεγαλύτερος είναι ο αναλαµβανόµενος κίνδυνος µιας επένδυσης, τόσο και µεγαλύτερη είναι η αναµενόµενη απόδοση, θα πρέπει να διερευνηθεί η σχέση απόδοσηςκινδύνου των αµοιβαίων κεφαλαίων. Ο συνολικός κίνδυνος αποτελείται από τον συστηµατικό κίνδυνο (που µπορεί να µετρηθεί µε το συντελεστή β) και το µη συστηµατικό κίνδυνο (που συνήθως εκφράζεται από την τυπική απόκλιση των αποδόσεων). Έχουν αναπτυχθεί διάφορα µέτρα που προσπαθούν να αξιολογήσουν τα αµοιβαία κεφάλαια εξετάζοντας την απόδοση σε σχέση µε τον αναλαµβανόµενο κίνδυνο. Τέτοια είναι ο συντελεστής µεταβλητότητας (εκφράζει τον συνολικό αναλαµβανόµενο κίνδυνο ανά µονάδα απόδοσης), ο δείκτης Treynor (προσαρµόζει την απόδοση στο συστηµατικό κίνδυνο), ο δείκτης Sharpe (προσαρµόζει την απόδοση στο συνολικό κίνδυνο), ο δείκτης πληροφόρησης (προσαρµόζει την υπερβάλλουσα απόδοση στο συνολικό κίνδυνο), ο δείκτης Jensen (µετρά την διαφορά µεταξύ της πραγµατοποιηθείσας απόδοσης και της απαιτούµενης απόδοσης που αντιστοιχεί στο συστηµατικό κίνδυνο που έχει αναληφθεί). Επίσης, έχουν αναπτυχθεί και διάφορα µέτρα αξιολόγησης της ικανότητας συγχρονισµού και επιλεκτικότητας των διαχειριστών, όπως είναι ο συντελεστής προσδιορισµού R2 , το υπόδειγµα Treynor-Mazuy, το υπόδειγµα Henriksson-Merton και το θετικό σταθµισµένο µέτρο στο χρόνο. Σε αυτή την εργασία υπολογίστηκαν η απόδοση, η τυπική απόκλιση, ο συντελεστής µεταβλητότητας, ο δείκτης Treynor και ο δείκτης Sharpe για 62 µετοχικά αµοιβαία κεφάλαια εσωτερικού, λαµβάνοντας στοιχεία για το διάστηµα 1/1/2002-30/9/2004. Επίσης, υπολογίστηκαν τα παραπάνω στοιχεία χρησιµοποιώντας διαφορετικές περιόδους Σελ.6 από 86 παρατηρήσεων, δηλαδή ηµερήσιες, εβδοµαδιαίες και µηνιαίες. Το συµπέρασµα είναι ότι η κατάταξη των αµοιβαίων κεφαλαίων παρουσιάζει ορισµένες µικρές διαφορές ανάλογα µε το δείκτη που χρησιµοποιείται και ανάλογα µε τη χρονική διάρκεια των παρατηρήσεων. Επίσης, για την περίοδο που χρησιµοποιήθηκε ως δείγµα, τα αµοιβαία που είχαν την καλύτερη κατάταξη µε βάση τους δείκτες Sharpe και Treynor δεν ήταν και αυτά που είχαν την µεγαλύτερη απόδοση. Τέλος, έγινε µια Monte Carlo εξοµοίωση χρησιµοποιώντας µοντέλα GARCH (1,1) ώστε να διερευνηθεί ποιος από τους δύο δείκτες επηρεάζεται λιγότερο από τα επίπεδο χρονικής αθροιστικότητας που χρησιµοποιείται.
(EL)