Micronutrient intakes in a representative sample of Greek children and adolescents: the Hellenic National Nutrition and Health Survey

 
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2019 (EL)

Διατροφική πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών σε αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα: πανελλαδική μελέτη διατροφής και υγείας
Micronutrient intakes in a representative sample of Greek children and adolescents: the Hellenic National Nutrition and Health Survey

Mitsopoulou, Anastasia Vasiliki I.
Μητσοπούλου, Αναστασία Βασιλική Ι.

Ζαμπέλας, Αντώνης
Zampelas, Antonis

Η παιδική και εφηβική ηλικία αποτελούν κρίσιμα στάδια της ζωής κατά τη διάρκεια των οποίων οι απαιτήσεις σε βιταμίνες και μέταλλα αυξάνονται σημαντικά προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη ανάπτυξη και να προληφθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Επιπρόσθετα, αναπτύσσονται οι διατροφικές συνήθειες κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, και τείνουν να παραμένουν στα μεταγενέστερα στάδια της ζωής. Αυτές οι πληροφορίες τονίζουν τη σημασία να παρακολουθηθεί η διατροφική κατάσταση των παιδιών και των εφήβων. Προκειμένου να σχεδιαστούν αποτελεσματικές διατροφικές παρεμβάσεις, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποια τρόφιμα συνεισφέρουν στην πρόσληψη των μικροθρεπτικών συστατικών. Επιπλέον, παρόλο που η παράλειψη του πρωινού συσχετίζεται με φτωχή ποιότητα διατροφής μεταξύ παιδιών και εφήβων, δεν έχουν διερευνηθεί οι συσχετίσεις για άλλα διατροφικά μοντέλα (όπως μοντέλα γευμάτων και σνακ). Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συσχετίζονται τα διατροφικά μοντέλα με την ποιότητα διατροφής είναι χρήσιμη για να ενημερωθούν οι επιστήμονες υγείας. Στόχοι: Οι στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να: (α) παραχθούν επικαιροποιημένα δεδομένα για τη συνήθη πρόσληψη 20 μικροθρεπτικών σε αντιπροσωπευτικό δείγμα Ελλήνων παιδιών και εφήβων; (β) αξιολογηθεί η επάρκεια διατροφικής πρόσληψης στο πληθυσμό; (γ) υπάρξει εικόνα για τις βασικές πηγές τροφίμων στα μικροθρεπτικά συστατικά; και (δ) εξεταστεί πως διαφορετικά μοντέλα γευμάτων και σνακ συσχετίζονται με τη πρόσληψη μικροθρεπτικών και την ποιότητα διατροφής. Μεθοδολογία: Αυτή η συγχρονική ανάλυση περιλάμβανε 598 παιδιά και εφήβους ηλικίας 1-19 ετών που συμμετείχαν στην Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας. Η πρόσληψη βιταμινών και μετάλλων, και τα μοντέλα γευμάτων και σνακ προέκυψαν από τις δύο ανακλήσεις 24-ώρου. Οι υπολογισμοί έγιναν χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του National Research Council method για να ληφθεί υπόψη η ενδό- και μεταξύ-των ατόμων-διακύμανση. Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας των μικροθρεπτικών στο δείγμα υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας τη Μέση Απαίτηση (EAR). Υπολογίστηκε η συνεισφορά 38 ομάδων τροφίμων στη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών για να προσδιοριστούν οι πηγές τροφίμων σε μικροθρεπτικά. Ο Μέσος Όρος Επάρκειας (MAR) χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος αξιολόγησης της συνολικής ποιότητας διατροφής. Διεξάχθηκε πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση, προσαρμοσμένη στους συμπαράγοντες, για να εξετασθούν οι συσχετίσεις μεταξύ των διατροφικών μοντέλων με τις προσαρμοσμένες-σε ενέργεια προσλήψεις θρεπτικών και με το MAR. Αποτελέσματα: Ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών και εφήβων είχαν μειωμένες προσλήψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά. Η συνήθης πρόσληψη των βιταμινών D, K και του καλίου ήταν χαμηλή σε σχεδόν όλα τα άτομα. Η βιταμίνη Α, το φυλικό οξύ, το ασβέστιο και το μαγνήσιο ήταν επίσης χαμηλή σε σημαντικό ποσοστό, ειδικά στα κορίτσια ηλικίας 14-18 ετών. Το παντοθενικό οξύ επισημάνθηκε ως συστατικό ενδιαφέροντος καθώς μόλις ένα στα 10 αγόρια ηλικίας 9-13 και κορίτσια ηλικίας 14-19 είχαν πρόσληψη που ξεπερνούσε το EAR. Τα δεδομένα έδειξαν πως οι ομάδες τροφίμων που κατείχαν υψηλή θέση στη συνεισφορά της ενέργειας δεν ήταν απαραίτητα σημαντικές πηγές μικροθρεπτικών. Αναφορικά με τα μοντέλα γευμάτων και σνακ, εντοπίστηκαν τέσσερα πιο συχνά αναφερόμενα διατροφικά σχήματα που περιλάμβαναν πρωινό (Π), μεσημεριανό (Μ), δείπνο (Δ) και 2 σνακ (Σ) (22.8%); Π, Μ, Δ και 1 Σ (17.6%); Π, Μ, Δ και 3 Σ (11.2%); Και Π, Μ και Δ (7.9%). Με βάση αυτά τα μοντέλα, η καθημερινή πρόσληψη όλων των κυρίως γευμάτων επισημάνθηκε. Στα παιδιά και εφήβους ηλικίας 4-19 ετών, η αύξηση συχνότητας των σνακ σχετίστηκε θετικά με τις προσλήψεις των βιταμινών A, D, K, ριβοφλαβίνης, παντοθενικού και φυλικού οξέος, μαγνησίου, και χαλκού. Μία αντίστροφη συσχέτιση καταγράφηκε για τις βιταμίνες E, B6, ασβέστιο και σίδηρο. Μεταξύ των παιδιών ηλικίας 1-3, στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τον αριθμό των σνακ παρατηρήθηκε μόνο στο χαλκό, με την ομάδα “Π-Μ-Δ-2Σ” να παρουσιάζει τη μέγιστη πρόσληψη. Όσον αφορά στην συνολική ποιότητα διατροφής, μεταξύ όλων των συμμετεχόντων δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική συσχέτιση του MAR με τον τύπο του μοντέλου γευμάτων και σνακ, και κατ’ επέκταση με τη συχνότητα των σνακ. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα δείχνουν πως θα πρέπει να βελτιωθεί η επάρκεια σε μικροθρεπτικά συστατικά της διατροφής παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα. Δεδομένης της υψηλής συχνότητας κατανάλωσης σνακ από τα παιδιά και τους εφήβους, η αντικατάσταση των παρόντων τροφίμων που καταναλώνονται ως σνακ με πλούσιες-σε-θρεπτικά συστατικά επιλογές θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτίωση της θρεπτικής ποιότητας της διατροφής. Αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να παράσχουν καθοδήγηση στους επιστήμονες υγείας προκείμενου να βοηθήσουν τα νεαρά άτομα στην Ελλάδα να βελτιώσουν τις επιλογές τους σε τρόφιμα.
Childhood and adolescence are crucial periods of life during which the requirements for vitamins and minerals increase substantial in order to ensure optimal growth and prevent negative implications to health. Moreover, dietary habits are developed in childhood and adolescence and tend to remain through later stages of life. This information highlights the importance of monitoring nutritional status in childhood and adolescence. To help design effective dietary interventions, it is important to know what foods contribute to micronutrient intakes. Additionally, skipping breakfast is associated with poorer diet quality among children and adolescents, but evidence of associations for other eating patterns (e.g., meal and snack patterns) is scarce. An understanding of how eating patterns are associated with diet quality is needed to inform public health policy makers. Objectives: The purposes of this thesis were to: (a) provide updated estimates of the usual intake of 20 micronutrients in a representative sample of Greek children and adolescents; (b) evaluate nutrient intake adequacy in the population; (c) get insight into the main food sources of nutrients; and (d) examine how different meal and snack patterns are associated with micronutrient intakes and diet quality. Methods: This cross-sectional analysis included 598 children and adolescents aged 1-19 years from the Hellenic National Nutrition and Health Survey. Two 24-h recalls were used to estimate vitamin and mineral intakes, and to identify meal and snack patterns. Estimates were calculated using the National Research Council method to account for within- and between- person variation. The prevalence of nutrients’ inadequacy among sample was estimated with the use of Estimated Average Requirement (EAR). The contribution of 38 food groups to nutrient intake was estimated to identify micronutrients food sources. Mean Adequacy Ratio (MAR) was used as an overall measure of diet quality. Multiple linear regression adjusted for covariates was conducted to examine associations between eating patterns, energy-adjusted nutrient intakes and MAR. Results: A substantial percentage of children and adolescents had insufficient intakes of numerous micronutrients. Usual intake of vitamins D, K and potassium was inadequate in practically all individuals. Vitamin A, folate, calcium, magnesium were also insufficient in a considerable percentage, especially in girls aged 14-18 years. Pantothenic acid was highlighted as nutrient of interest since only one out of ten boys 9-13 y and girls 14-19 y had intake above the EAR. Data demonstrated that food groups highly ranked in energy contribution were not necessarily important sources of micronutrients. Regarding meal and snack patterns, four most frequently reported eating schemes were identified including breakfast (B), lunch (L), dinner (D) and 2 snacks (S) (22.8%); B, L, D and 1S (17.6%); B, L, D and 3S (11.2%); and B, L and D (7.9%). Based on these schemes, the daily consumption of all main meals from the majority of the sample was highlighted. In children and adolescents aged 4-19 years, increasing snack frequency was positively associated with intakes of vitamins A, D, K, riboflavin, pantothenic acid, folate, magnesium, and copper. An inverse association was recorded for vitamins E, B6, calcium and iron. Among children aged 1-3, only copper was significantly associated with number of snacks, with the group of “B-L-D-2S” presenting the highest intake. As for the overall diet quality, among all participants there was no significant association of MAR with the type of meal and snack pattern, and thus the snack frequency. Conclusions: Results suggest that micronutrient density of children and adolescents’ diet should be improved in Greece. Given the high incidence of snacking behavior among children and adolescents, modifying current snack foods with nutrient-rich choices could lead to an improvement of their diet’s nutritional quality. These findings could provide guidance to public health policy makers in order to help young people optimize their food choices in Greece.

Διδακτορική εργασία

Γεύματα
Διατροφή παιδιών
Children nutrition
Μικροθρεπτικά συστατικά
Adult nutrition
Διατροφή εφήβων
Σνακ
Snacks
Nutrients
Διατροφική πρόσληψη
Meals
Nutritional intake


Αγγλική γλώσσα

2019-03-28





*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.