Η έννοια της συμπάθειας που υπάρχει στο Hume βρίσκεται κοντά,
εγγύτερα από την αντίστοιχη του A. Smith, στη συμπάθεια που εντοπίζει
ο ηθολόγος Frans de Waal στη συμπεριφορά των πρωτευόντων, των
συγγενικότερων ειδών στον άνθρωπο. Όμως μόνη η συμπάθεια δεν έχει
άλλη επίπτωση παρά τη διεύρυνση του πεδίου που χαρακτηρίζουμε
ηθικότητα. Ο λόγος που αποδίδεται μεγάλη σημασία στην ηθική είναι
επειδή, όπως το θέτει ο Hume, έχει την ικανότητα να μας «διδάξει το
καθήκον μας» (Enquiry Concerning the Principles of Morals, μέρος 1). Η
έννοια του καθήκοντος είναι φορτισμένη με τη συνιστώσα της
αντικειμενικότητας, κι επειδή η συμπάθεια δεν έχει τη δυνατότητα να
οδηγήσει στο αντικειμενικό, έρχεται στην επιφάνεια η υποθετική φύση
μιας ηθικής κρίσης: η συμπάθεια διεγείρει σε κάποιον την ηδονή ή
δυσαρέσκεια που εκείνος φαντάζεται ότι οι άνθρωποι θα ένιωθαν
ερχόμενοι σε αντιπαράσταση το χαρακτήρα κάποιου άλλου, αν ο
χαρακτήρας αυτός και οι πράξεις που πηγάζουν από αυτόν
εκδηλώνονταν υπό συνήθεις συνθήκες.
Σχετικά με τη δαρβινική ηθική, όπως τη συστήνει ο Michael Ruse, το
πρόβλημα της συμπάθειας οδηγεί στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν
εγγυήσεις πως η βιολογική προσέγγιση μπορεί να προσφέρει κάτι
περισσότερο από μια μερική εξήγηση της ηθικότητας. Η ανεπάρκεια της
συμπάθειας αναγνωρίζεται από το Hume, ο οποίος εμπλέκει στη γένεση
ενός γνήσιου ηθικού συναισθήματος τη φαντασία. Ο συγγραφέας του
παρόντος κειμένου αναγιγνώσκει το Hume ως υπέρμαχο της αρετής ως
καταλληλότητας, που απαιτεί τις δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας
επειδή «[το γούστο, αντιπαραβαλλόμενο με το λόγο]… είναι μια
παραγωγική λειτουργία» (Enquiry Concerning the Principles of Morals,
[4]
επίμετρο 1). Τα προηγούμενα απαιτούν μια κατανόηση του Hume ότι
πιστεύει στην ύπαρξη αξιών, που ενσωματώνονται στην ηθική από τη
φαντασία, αφού η τελευταία έχει αποχρώσεις εξαιτίας του χαρακτήρα του
φορέα της. Το γούστο χρησιμοποιεί την γνώση και την εμπειρία για να
κατασκευάσει τις δημιουργίες του, δηλαδή συνεργάζεται με το λόγο,
αυτός με μια έννοια διαφορετική από αυτή του Hume.
Στα προηγούμενα μπορούν επίσης να εντοπιστούν οι λόγοι που α)
η δαρβινική ηθική (χρησιμοποιώντας την ορολογία του A. Rosenberg) δεν
μπορεί να αναπτυχθεί αποτελεσματικά από φυσιοκρατική σκοπιά και β)
η δαρβινική μεταηθική αντιμετωπίσει την πρόκληση να αναπτύξει μια
θεωρία δικαιολόγησης.
Η έννοια αντικειμενικότητας του Ruse, υιοθετημένη από τον J. L.
Mackie, είναι τόσο στενή που γίνεται μη λειτουργική. Μπορεί να
συνοψισθεί ως «αναζήτηση του αντικειμενικού στον έξω κόσμο». Μέσα
της περιέχει την άποψη ότι η επιστημονική μέθοδος οδηγεί στον
επιθυμητό βαθμό αντικειμενικότητας. Δημιουργείται, βέβαια, η υποψία
ότι μια σειρά σκεπτικιστικών επιχειρημάτων θα εγείρονταν ενάντια στη
θεώρηση αυτή, εξανδραποδίζοντας τα περισσότερα, αν όχι όλα τα
πράγματα, ως μη αναγνωρίσιμα «κάτι».
Αλλά ακόμα και αν ο σκεπτικισμός του Mackie και του Ruse για τις
αξίες είναι ορθός και η ηθική δικαιολόγηση πρέπει να εγκαταλειφθούν
προς όφελος της εξελικτικής εξήγησης, τι διαφορά θα προέκυπτε στην
ηθική όπως την αντιλαμβανόμαστε και την ασκούμε στη ζωή μας; Η
απάντηση του Hume, σε συμφωνία με την ανάλυσή του για την αιτιότητα,
είναι καμία (Enquiry Concerning Human Understanding, μέρος 12). Λόγοι
για τις πράξεις οφείλουν να προσφέρονται, ακόμα και αν από μια
αυστηρή σκοπιά που αναζητεί γεγονότα και αντικείμενα, θα ήταν
ψευδαίσθηση. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας προθετικότητας του υψηλότερου
(γνωστού) επιπέδου, εξαιτίας των διευρυμένων εγκεφαλικών μας
[5]
δυνατοτήτων. Η αντικατάσταση της δικαιολόγησης από την εξήγηση
είναι στείρα. Αν και η θεωρία της δαρβινικής μεταηθικής διαθέτει
απλότητα και αποφεύγει μερικά βιαστικά συμπεράσματα παλαιότερων
αντίστοιχων προσπαθειών, η επιτυχία της συνιστά το πέρας των
δυνατοτήτων της.
(EL)
Hume’s concept of sympathy is close, closer than A. Smith’s one, to the
use ethologist F. de Waal utilizes when he describes aspects of chimpanzee,
and other primates’, behaviour. However, sympathy by itself has no other
implication than broadening our scope of morality. Morality’s purpose, which
according to Hume is “to teach us our duty” (Enquiry Concerning the
Principles of Morals, section 1) brings forth, as duty has connotations of
objectivity and sympathy cannot lead to the objective, the hypothetical nature
of a moral judgement: one acquires by sympathy the pleasure or uneasiness
they imagine people would feel by contemplating a character’s trait, were this
trait to manifest itself under usual circumstances.
This leads to the first objection to Ruse’s Darwinian ethics. There is no
guarantee that the biological approach will provide anything more than a
partial explanation of morality, since Hume himself appeals to the
imagination for the genesis of a moral sentiment. I read Hume as a proponent
of virtue as appropriateness, which requires the imagination’s creative
powers because “[taste, as opposed to reason]… is a productive faculty”
(Enquiry Concerning the Principles of Morals, appendix 1). The
aforementioned involve an interpretation of him as a believer in the existence
of values, incorporated into morality by the imagination, as the latter is
coloured by its bearer’s character. Taste makes use of knowledge and
experience to create, collaborates with reason, the word used in a sense
different from Hume’s. This is an argument for plasticity explained by appeal
to Biology, rather than determinism, in line with our common perceptions of
ourselves.
[7]
In the previous paragraph the reasons can also be found why a)
Darwinian morality (in A. Rosenberg’s terminology) cannot be effectively
pursued from a naturalistic point of view, namely sympathy’s limited abilities
to arouse an impartial judgement, and b) Darwinian metaethics face the
difficult task of developing a theory for justification, namely, in recreated 18th
century terms, the cultivation of taste.
Ruse’s concept of objectivity, adopted from J. L. Mackie, is so narrow
that it is no longer functional. It can be summarized as ‘plain out-thereness’. It
implies that the scientific method has the desirable degree of objectivity. One
suspects that, if the last were true, a series of skeptical arguments would occur
as a result, annihilating most, if not all, things to non-identifiable somethings.
Even if Mackie and Ruse’s skepticism about values is well founded and
ultimate ethical justifications are to be abandoned in favour of evolutionary
explanations what difference would it make in daily situations? Hume’s own
answer, in accord with his causality analysis, is none (Enquiry Concerning
Human Understanding, section 12). Reasons still need to be provided, even
though from a strict fact-searching point of view, they would be an illusion.
This is because of intentionality of the highest (known) level, as automata one
might argue we are, we remain unpredictable ones, because of our brain
capacities. The explaining away of justification is sterile. While this theory
may have the grace of simplicity and the merit of avoiding some hasty
conclusions of related past attempts, its own success is its very limit.
(EN)