Εισαγωγή: Οι ασθενείς με κίρρωση του ήπατος εμφανίζουν συχνά διαταραχές θρέψης οι οποίες ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες τόσο στην εξέλιξη της νόσου όσο και στην επιβίωση. Μέχρι σήμερα, αρκετές μελέτες έχουν διερευνήσει ορισμένες πτυχές του προβλήματος αλλά η ετερογένεια των πληθυσμών, η ποικιλία των μεθόδων αξιολόγησης και η ασάφεια στα διαγνωστικά κριτήρια των διαταραχών θρέψης καθιστούν δυσχερή την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων. Σκοπός: Μελετήσαμε τις διαταραχές θρέψης, εκφρασμένες με διάφορες παραμέτρους, σε ένα δείγμα ασθενών με μη αντιρροπούμενη κίρρωση και διερευνήσαμε την ενδεχόμενη συμβολή τους στην προγνωστική αξιολόγηση των κιρρωτικών ασθενών είτε αυτόνομα είτε σε συνδυασμό με τους καθιερωμένους δείκτες. Μεθοδολογία: Στη μελέτη εντάχθηκαν ενήλικες ασθενείς με μη αντιρροπούμενη κίρρωση, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, οι οποίοι προσέρχονταν διαδοχικά στις Γαστρεντερολογικές Κλινικές των Γενικών Νοσοκομείων Αθηνών «Λαϊκό» και «Ιπποκράτειο». Όλοι υποβλήθηκαν σε λεπτομερή ιατρική εξέταση και πλήρη διατροφική αξιολόγηση στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Στο σύνολο του δείγματος καταγράφηκαν οι επιπλοκές της κίρρωσης και υπολογίστηκαν τα προγνωστικά σκορ Child-Pugh (CP) και MELD. Παράλληλα, εκτιμήθηκαν ανθρωπομετρικές και διατροφικές παράμετροι που περιελάμβαναν το σωματικό βάρος, το ύψος, το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), την περιφέρεια μέσου βραχίονα (MAC), τη δερματοπτυχή τρικεφάλου (TSF) και την περιφέρεια και επιφάνεια μυός μέσου βραχίονα (MAMC και MAMA, αντίστοιχα). Επίσης, έγινε μέτρηση της σύστασης σώματος με απορροφησιομετρία ακτίνων Χ διπλής ενέργειας (DXA) από την οποία υπολογίστηκαν οι δείκτες FFMI (δείκτης άλιπης μάζας σώματος) και ASMI (δείκτης σκελετικών μυών άκρων), χειροδυναμομέτρηση (HGS) καθώς και εφαρμογή του εργαλείου Short Physical Performance Battery (SPPB) για την εκτίμηση του επιπέδου σωματικής απόδοσης. Η παρουσία διατροφικού κινδύνου και η παρουσία δυσθρεψίας εκτιμήθηκαν με τη χρήση των εργαλείων LDUST( Liver Disease Undernutrition Screening Tool), MUST (Malnutrition Universal Screening Tool), RFH-NPT (Royal Free Hospital Nutritional Prioritizing Tool), και SGA (Subjective Global Assessment), και RFH-GA (Royal Free Hospital Global Assessment), αντίστοιχα. Η σαρκοπενία ορίστηκε με βάση τα κριτήρια EWGSOP ως χαμηλή μυϊκή δύναμη σε συνδυασμό με χαμηλή μυϊκή μάζα και η χαμηλή μυϊκή μάζα αξιολογήθηκε με 4 διαφορετικούς δείκτες (MAMC, MAMA, ASMI, FFMI). Όλοι οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για τουλάχιστον 12 μήνες με καταγραφή θανάτου ή μεταμόσχευσης. Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν 98 ασθενείς με μη αντιρροπούμενη κίρρωση (άνδρες/γυναίκες: 57/41, μέση ηλικία (±SD): 62±10 έτη). Ο χρόνιος αλκοολισμός (36.7%) και η χρόνια ηπατίτιδα Β και C (40,8%) ήταν τα συχνότερα υποκείμενα αίτια. Το μέσο (±SD) CP σκορ ήταν 7±2 και το μέσο (±SD) MELD σκορ 11,9±3,7. Το 53% των ασθενών είχε ασκίτη και το 43,3% είχε κιρσούς. Ο μέσος ΔΜΣ (±SD) ήταν 29,6 ± 6,2 kg/m2 (εύρος 16,8 – 44,9). Τριάντα ασθενείς (30,6%) ήταν υπέρβαροι και 42 (42,8%) παχύσαρκοι ενώ 32 (32,7%) είχαν χαμηλό SPPB. Οι διατροφικοί δείκτες ήταν κάτωθεν των φυσιολογικών ορίων σε ποσοστά που κυμαίνονταν, ανάλογα με τη μέθοδο εκτίμησης, από 7,1% (εκτίμηση με TSF) έως 28,6% (εκτίμηση με MAMC ή ΜΑΜΑ). Η συχνότητα σαρκοπενίας κυμάνθηκε από 3,1% - 10,2% ανάλογα με τη μέθοδο ενώ η συχνότητα της σαρκοπενικής παχυσαρκίας κυμάνθηκε από 0% - 5,5% με τη χρήση των ίδιων μεθόδων. Ο διατροφικός κίνδυνος κυμάνθηκε από 21,4% (MUST) μέχρι 70,9% (LDUST) ενώ η παρουσία δυσθρεψίας εκτιμήθηκε μεταξύ 34,7% (SGA) και 54,1% (RFH-GA). Δεκαπέντε ασθενείς (15,3%) απεβίωσαν κατά τον πρώτο χρόνο παρακολούθησης. Στην ανάλυση, ο ΔΜΣ (p=0,017), η MAMC (p=0,019), η ΜΑΜΑ (p=0,021) και η HGS (p=0,042) συσχετίσθηκαν θετικά με την επιβίωση στο έτος ενώ το CP σκορ (p=0,003), το MELD σκορ (p=0,004) και η παρουσία δυσθρεψίας βάσει SGA (p=0,034) συσχετίσθηκαν αρνητικά. Η πολυπαραγοντική ανάλυση δεν ανέδειξε καμμία διατροφική παράμετρο ως ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα. Μόνο το CP σκορ και το MELD σκορ αναδείχθηκαν ως ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες επιβίωσης κατά το πρώτο έτος. Συμπεράσματα: Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας εργασίας, η δυσθρεψία/υποθρεψία, η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία αποτελούν συχνή εκδήλωση των ασθενών με μη αντιρροπούμενη κίρρωση. Μολονότι ορισμένοι δείκτες θρέψης διέφεραν ανάμεσα στους επιβιώσαντες και αποβιώσαντες ένα χρόνο μετά την αρχική αξιολόγηση, έχασαν τη σημαντικότητά τους όταν ελήφθη υπόψη η βαρύτητα της νόσου και φαίνεται να αντανακλούν μια πιο επιβαρυμένη κλινική κατάσταση των ασθενών.