Η έντονη δραστηριότητα της σύγχρονης εμπορικής εκτροφής των ιχθύων στις μέρες μας προκαλεί αναμφίβολα πολλές πιέσεις στο περιβάλλον. Συνεπώς κρίνεται αναγκαία η μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλούνται κατά κύριο λόγο από τις ιχθυοτροφές. Αυτό επιτυγχάνεται με όσο το δυνατό υψηλότερη πεπτικότητα και εκμετάλλευση των ιχθυοτροφών από τους ιχθύς. Δεδομένου ότι η απορρόφηση και η πεπτικότητα των θρεπτικών συστατικών από τους ιχθύς διαφέρει σημαντικά αναλόγως των συστατικών αλλά και αναλόγως των σιτηρεσίων, η μείωση των αποβλήτων της υδατοκαλλιέργειας μπορεί να προσεγγιστεί μέσω της βελτίωσης της αξιοποίησης των θρεπτικών συστατικών καθώς και της σύνθεσης της τροφής.Η παρούσα μελέτη, λοιπόν, είχε ως στόχο τον προσδιορισμό της φαινομενικής πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών (ξηρή ύλη, πρωτεΐνη, λίπος) έξι πειραματικών σιτηρεσίων με διαφορετικά επίπεδα σόγιας το καθένα, τα οποία εφαρμόστηκαν σε ένα απ’ τα σημαντικότερα εκτρεφόμενα είδη ιχθύων της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, το ευρωπαϊκό λαβράκι (Dicentrarchus labrax). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αξιολογηθεί κατά πόσο και αν το λαβράκι μπορεί να αξιοποιήσει υψηλά επίπεδα φυτικών πρώτων υλών αντί ιχθυαλεύρων (τα οποία αποτελούν ακριβή πρώτη ύλη και προκαλούν πίεση στους φυσικούς πόρους των ιχθυοαποθεμάτων) και κατά πόσο η χρήση πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης μπορεί να αποτελέσει μία εναλλακτική λύση στην διατροφή των σαρκοφάγων ιχθύων, για την εφαρμογή τους σε μονάδες υδατοκαλλιέργειας εντατικής παραγωγής, συμβάλλοντας έτσι στην μείωση των περιβαλλοντικών πιέσεων που μπορεί να δημιουργήσει ο συνεχώς αναπτυσσόμενος κλάδος των υδατοκαλλιεργειών.Το πείραμα έλαβε χώρα στις πειραματικές εγκαταστάσεις του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε στον Άγιο Κοσμά, Αττικής στο Ινστιτούτο Υδατοκαλλιεργειών και διήρκεσε συνολικά 4 μήνες. Πραγματοποιήθηκε σε εγκαταστάσεις εξωτερικού χώρου με ανοιχτό σύστημα νερού και περιελάμβανε 18 εξωτερικές μεγάλες πολυεστερικές δεξαμενές σχήματος κυλινδροκωνικού και όγκου 1000L, όπου σε κάθε δεξαμενή τοποθετήθηκαν τυχαία ομοιογενείς πληθυσμοί 35 λαβρακιών μέσου βάρους 130 g. Παρασκευάστηκαν 6 πειραματικά σιτηρέσια στο μηχάνημα παραγωγής τροφών του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. Το κάθε σιτηρέσιο δοκιμάστηκε σε τρεις επαναλήψεις. Τα λαβράκια σιτίζονταν καθημερινά δύο φορές ημερησίως με ξηρές τροφές σε μορφή pellets και διατρέφονταν κατά βούληση ως το επίπεδο οπτικού κορεσμού καθ’ όλη τη διάρκεια της πειραματικής εκτροφής. Στη συνέχεια, έπειτα από κάθε γεύμα γινόταν η συλλογή των περιττωμάτων της κάθε δεξαμενής. Τα δείγματα των τροφών και των περιττωμάτων αναλύθηκαν στο εργαστήριο Διατροφής και Παθολογίας ιχθύων ως προς την ολική τους σύσταση (σε υγρασία, πρωτεΐνες και λίπος) και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Idaho στις ΗΠΑ έγινε ο προσδιορισμός του άπεπτου δείκτη (ύττριο) στα σιτηρέσια και στα περιττώματα για τον υπολογισμό της φαινομενικής πεπτικότητας της ξηρής ύλης, των πρωτεϊνών και του λίπους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα η φαινομενική πεπτικότητα των πρωτεϊνών αυξήθηκε όταν το επίπεδο της χρησιμοποιηθείσας μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας (Schillinger, SCH) και της ταυρίνης ήταν υψηλά. Ο Μάρτυρας και η πειραματική τροφή SCH25_T1 παρουσίασαν τις υψηλότερες τιμές φαινομενικής πεπτικότητας ξηρής ύλης (96,66% και 96,59%, αντίστοιχα). Για το λίπος τα καλύτερα αποτελέσματα φαινομενικής πεπτικότητας καταγράφηκαν για την τροφή SOY25_T1 (93,87%), η οποία ωστόσο δεν παρουσίασε καμία στατιστικώς σημαντική διαφορά (P>0,05) με τις υπόλοιπες τροφές. Εν κατακλείδι, η καλύτερα ισορροπημένη τροφή θεωρήθηκε η SCH25_T1 αφού παρουσίασε την καλύτερη φαινομενική πεπτικότητα των θρεπτικών ουσιών και συνεπώς είναι η πλέον κατάλληλη έτσι ώστε να αποτελέσει εναλλακτική λύση στην διατροφή του λαβρακιού βρίσκοντας εφαρμογή σε μονάδες υδατοκαλλιέργειας εντατικής παραγωγής μειώνοντας έτσι παράλληλα την ρύπανση των υδάτων που προέρχεται από τις ιχθυοτροφές.
Nowadays the intense activity of modern commercial fish farming undoubtedly causes many pressures to the environment. Therefore, it is necessary to reduce the environmental impacts caused primarily by feeds. This can be achieved with high digestibility and utilization of feed by fish. Since the absorption and digestibility of nutrients from the fish vary considerably depending on the ingredients and feed, the reduction of waste from aquaculture can be approached by means of a better utilization of nutrients and the composition of feed.Thus, this study aims to determine the apparent digestibility of nutrients (dry matter, protein, fat) of six experimental diets with different levels of soy each one. These diets were implemented in one of the most important farmed species of Greek aquaculture, the European sea bass (Dicentrarchus labrax). This resulted in estimating if and how European sea bass can utilize high levels of plant raw materials instead of fishmeal (which is an expensive raw material and also causes pressure to the natural resources of fish stocks) and whether the use of plant-based proteins may be an alternative to the diet of carnivorous fish in order to be utilized in intensive aquaculture systems, thereby contributing to the reduction of the environmental pressures that may be created by the ever-growing aquaculture industry.The experiment took place at the experimental facilities of HCMR (Hellenic Centre for Marine Research) in Agios Kosmas, Attica, in the Institute of Aquaculture and lasted four months. It was conducted in outdoor facilities with open water system consisting of 18 external large polyester tanks which have cylinder-conical shape and 1000L capacity. In each tank homogeneous populations of 35 European sea basses were randomly placed with an average weight of 130 gr. The six experimental diets were formulated in HCMR’s food production machine. Each diet was tested in three replications. European sea basses were fed ad libitum twice daily with dry feed pellets to the level of optical saturation throughout the duration of the experimental rearing. Then, after every meal the faeces of each tank were collected. Samples of feed and faeces were analyzed in the Nutrition and Fish Pathology laboratory in order to determine their total composition (in moisture, protein and lipid). Afterwards, samples were transferred to the University of Idaho, USA where determination of the indigestible marker (yttrium) in diets and faeces was made with a view to specify the apparent digestibility of dry matter, protein and lipid.According to the results, apparent digestibility of protein increased when the level of the used non-genetically modified soya (Schillinger, SCH) and taurine were high. Control and SCH25_T1 diet showed the highest values of apparent digestibility of dry matter (96.66% and 96.59%, respectively). The best results of apparent digestibility of lipid were registered for diet SOY25_T1 (93.87%), which, however, did not differ significantly (P> 0.05) among the others. In conclusion, SCH25_T1 was considered the best balanced diet as it presented the highest apparent digestibility of nutrients and consequently, it is the most appropriate to provide an alternative to the European sea bass diet, finding application in intensive aquaculture systems and at the same time reducing water pollution derived from fish feed.