Με βάση το άρθρο 3 παρ.1 ν. 2496/97 κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας στην ασφαλιστική σύμβαση. Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί το εν λόγω καθήκον στο ασφαλιστικό δίκαιο γενικά και ειδικότερα στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Στο τελευταίο κεφάλαιο, επιπλέον, παρατίθεται και μία σημαντική παράμετρος της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης, οι «εγγυήσεις». Πιο συγκεκριμένα, εισαγωγικά διασαφηνίζονται κάποιες βασικές για την κατανόηση του θέματος έννοιες ενδεικτικά, δηλαδή, οι έννοιες της ασφαλιστικής σύμβασης, του ασφαλιστικού συμφέροντος και της ασφαλιστικής αξίας. Ακολουθεί ανάλυση της έννοιας των ασφαλιστικών βαρών, γίνεται διαχωρισμός της από άλλους κανόνες δικαίου ενώ παρατίθενται οι δυνατές διακρίσεις της βάσει διαφόρων κριτηρίων και γίνεται υπαγωγή σ' αυτές του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας. Η ανάλυση του παραπάνω καθήκοντος εκκινεί ουσιαστικά με την θεώρησή του ως ασφαλιστικό βάρος κατά την κρατούσα γνώμη και την κριτική επ’ αυτής της άποψης. Στη συνέχεια γίνεται συγκεντρωτική περιγραφή των ασφαλιστικών βαρών της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου, της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας, της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης τόσο στη χερσαία όσο και στη θαλάσσια ασφάλιση. Κατόπιν, επανερχόμαστε πιο ειδικά στο καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας εξετάζοντας την εκδήλωσή του κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων υπό το πρίσμα της έννοιας της καλής πίστης ως πηγής του ενώ ακολουθεί συσχέτιση του γενικού προσυμβατικού καθήκοντος διαφώτισης με το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας και τέλος χαρακτηρισμός και θεμελίωσή του ως μη αγώγιμης υποχρέωσης. Ευθύς αμέσως, αναλύονται οι συνέπειες της παράβασης του καθήκοντος αναγγελίας. Μάλιστα η παράθεσή τους γίνεται, ανάλογα με το αν αυτή προκύπτει ελλείψει υπαιτιότητας, από αμέλεια ή από δόλο. Η ανάλυση του πρώτου κεφαλαίου ολοκληρώνεται με τις δύο επιμέρους μορφές παράβασης του προσυμβατικού καθήκοντος αναγγελίας στη θαλάσσια ασφάλιση αφενός την παράλειψη αναγγελίας κι αφετέρου την «εσφαλμένη αναγγελία» ουσιωδών στοιχείων ή περιστατικών με ιδιαίτερη μνεία στον αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ασφάλισης ΜΙΑ 1906. Στο επόμενο κεφάλαιο, όπου αναλύεται διεξοδικά το περιεχόμενο του καθήκοντος αναγγελίας εξετάζεται αρχικά η νομική φύση και ο τύπος της αναγγελίας ουσιωδών στοιχείων και περιστατικών εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης προς τον ασφαλιστή. Κατόπιν αναφέρονται τα υποκείμενα και οι αποδέκτες της αναγγελίας καθώς και ο χρόνος εκτέλεσής της, όπως αυτά διαμορφώνονται βάσει του ιδιαίτερου και ιδιόμορφου χαρακτήρα της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης. Η ανάλυση συνεχίζεται με την διεξοδική ερμηνεία των «στοιχείων και των περιστατικών» εκείνων που συνιστούν το αντικείμενο της αναγγελίας κατ’ άρθρο 3 παρ.1 ν. 2496/97 εδ. α΄ και 269 επ. ΚΙΝΔ με ιδιαίτερη αναφορά στη διάκριση μεταξύ γενικών και ειδικών συνθηκών του κινδύνου και στην κατάταξη του καθήκοντος προσυμβατικής αναγγελίας στην τελευταία κατηγορία συνθηκών. Τέλος, εκτίθενται οι δύο βασικές παράμετροι με βάση τις οποίες θεμελιώνεται υποχρέωση προς αναγγελία και ειδικότερα αυτή του «αντικειμενικά ουσιώδους» χαρακτήρα της γνωστοποίησης στον ασφαλιστή στοιχείων και περιστατικών και εκείνη της «γνώσης» τους τόσο από το λήπτη της ασφάλισης όσο και από τον ασφαλιστή, ως στοιχεία προσδιορισμού του καθήκοντος αναγγελίας. Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο έχει ως αντικείμενο τις «εγγυήσεις» (warranties) στη θαλάσσια ασφάλιση. Οι εγγυήσεις αναλύονται λόγω του ιδιαίτερου πρακτικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν και των ομοιοτήτων τους με το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας καθώς αποτελούν ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης. Εντοπίζεται, λοιπόν, η προέλευση, η φύση τους και παράλληλα παρατίθεται σε αδρές γραμμές η προβληματική σχετικά με τη νομική βάση τους ενώ, γίνεται και διάκρισή τους από άλλους κανόνες δικαίου. Στη συνέχεια, αφού γίνεται λόγος περί των συνεπειών αθέτησης των εγγυήσεων, αναλύεται ξεχωριστά τόσο η περίπτωση των ρητών όσο και η περίπτωση των σιωπηρών εγγυήσεων. Το τρίτο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με συγκριτική ανάλυση των συνεπειών που επιφέρει κατά τον αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ασφάλισης η παράβαση, αφενός μίας εγγύησης, αφετέρου του προσυμβατικού καθήκοντος αναγγελίας.