Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκων Βιβλιοθηκών   

Αποθετήριο :
Αποθετήριο «Κάλλιπος»   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



Αρχαία ελληνική κεραμική (EL)
Ancient greek pottery (EN)

Τσιαφάκη, Δέσποινα (EL)
Αβραμίδου, Αμαλία (EL)
Avramidou, Amalia (EN)
Tsiafaki, Despoina (EN)

7 (EL)

2016-02-19T13:47:20Z
2024-07-19T09:47:18Z
2016-02-19
2021-07-08T14:02:26Z
2024-07-19T09:15:00Z


Αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο προσφέρει μια σύνοψη της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής κεραμικής από τον έβδομο έως τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Στόχος μας είναι να εξοικειώσουμε τους φοιτητές με αυτή την εξέλιξη πριν ξεκινήσουμε μια πιο εξειδικευμένη εξέταση των αττικών αγγείων και της σημασίας τους στη μελέτη των θρακοαττικών σχέσεων κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Τα ελληνικά αγγεία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χειροτεχνίας λόγω της συνεχούς παραγωγής τους, της ευρείας γεωγραφικής διασποράς τους και της εντυπωσιακής ποικιλίας των σχημάτων και της διακόσμησής τους. Η κατασκευή ενός αγγείου στον κεραμικό τροχό ήταν μια απαιτητική και χρονοβόρα διαδικασία. Η εξαγωγή του πηλού ήταν το πρώτο από τα πολλά στάδια, τα οποία τελικά οδηγούσαν στην όπτηση του αγγείου στον κλίβανο του αγγειοπλάστη. Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής βρίσκονταν συνήθως εκτός του κέντρου της πόλης, κοντά ή λίγο έξω από τα οχυρωματικά τείχη, αλλά ταυτόχρονα σε περιοχές που δέχονταν μεγάλη κίνηση προκειμένου να προσελκύσουν υποψήφιους αγοραστές (π.χ. η περιοχή του Κεραμεικού στην Αθήνα). Λόγω της φύσης του επαγγέλματός τους, οι αγγειοπλάστες και οι αγγειογράφοι θεωρούνταν «μπαναούσοι» και, όπως οι περισσότεροι τεχνίτες, ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της κοινωνίας. Η αρχαία ελληνική ζωγραφική κεραμική παρήχθη σε διάφορα κέντρα στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά και στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία (Magna Graecia). Η Κόρινθος και η Αττική συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων κέντρων- η πρώτη μονοπωλούσε το διεθνές εμπόριο κεραμικής κατά τον έβδομο και μέρος του έκτου αιώνα π.Χ., ενώ η δεύτερη κυριάρχησε στην αγορά από το τρίτο τέταρτο του έκτου αιώνα π.Χ. και για σχεδόν 200 χρόνια μετά, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ακμής της παραγωγής μαύρων και ερυθρών ψηφίδων. Εκτός από τα δύο αυτά κέντρα, κατά την αρχαϊκή περίοδο αρκετά αξιόλογη ήταν η κεραμική παραγωγή των λακωνικών εργαστηρίων και των κεραμικών κέντρων της Ιωνίας. Κατά την κλασική εποχή, τα μόνα εικονιστικά αγγεία που μπορούσαν να ανταγωνιστούν την αθηναϊκή ερυθρόμορφη παραγωγή ήταν αυτά που κατασκευάζονταν στη Magna Graecia. Οι μελετητές κατηγοριοποιούν παραδοσιακά τα αρχαία ελληνικά αγγεία σε δύο μεγάλες ομάδες: τα ζωγραφισμένα και τα απλά. Και στις δύο ταξινομίες, μπορεί κανείς να βρει ανοιχτά και κλειστά σχήματα (δηλαδή ευρύστομα ή στενόστομα αγγεία) είτε μεγάλων είτε μικρών διαστάσεων. Παρά την τεράστια ποικιλία των σχημάτων και τις τοπικές παραλλαγές τους, όλα τα κέντρα παραγωγής είχαν ένα κοινό στοιχείο: τα αγγεία δεν ήταν γλάστρες ως διακοσμητικά αντικείμενα, αλλά ως αντικείμενα που διευκόλυναν τις πρακτικές καθημερινές ανάγκες. Τα τοπικά εργαστήρια ικανοποιούσαν τις επιθυμίες της τοπικής κοινότητας παράγοντας (κατά κανόνα απλά) αγγεία, προσιτά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη πλευρά, πολλοί μελετητές υποθέτουν σήμερα ότι οι πιο απαιτητικοί -και συνήθως πλουσιότεροι- πελάτες προτιμούσαν τα διακοσμημένα αγγεία, τόσο τα τοπικά όσο και τα εισαγόμενα, τα οποία ήταν πιθανότατα πιο ακριβά. Αρχαία ελληνικά διακοσμημένα αγγεία, που παράγονται σε διάφορα εργαστήρια (π.χ. κορινθιακά, αττικά, λακωνικά, ιωνικά κ.ά.) έχουν βρεθεί σε όλη τη Μεσόγειο, από την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Μαύρη Θάλασσα, αποδεικνύοντας έτσι το ευρύ φάσμα των εξαγωγών και τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των ελληνικών κέντρων παραγωγής και των υποψήφιων καταναλωτών. Τα περισσότερα ελληνικά αγγεία ήταν πολυλειτουργικά, δηλαδή εξυπηρετούσαν περισσότερους από έναν σκοπούς: για παράδειγμα, για αποθήκευση και μεταφορά, για παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων, ως ταφικά ή αφιερωματικά δώρα ή ως μέρος ενός σετ ποτών. Περιστασιακά, τα ελληνικά αγγεία έφεραν επιγραφές, εγχάρακτες ή ζωγραφισμένες, και, σε λιγότερες περιπτώσεις, την υπογραφή του τεχνίτη: το ρήμα ΕΠΟΙΕΣΕΝ (κατασκευασμένο/κατασκευασμένο) αντιστοιχούσε συνήθως στον αγγειοπλάστη ή τον ιδιοκτήτη του εργαστηρίου, ενώ το ρήμα ΕΓΡΑΦΣΕΝ (ζωγραφισμένο) αναφερόταν στον αγγειογράφο. Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των αγγείων ήταν ανυπόγραφα, οι τεχνίτες τους παραμένουν ανώνυμοι για εμάς- για να το διορθώσουν αυτό, οι μελετητές - ακολουθώντας τα βήματα του Sir John Beazley - έχουν κατασκευάσει ένα σύστημα ονοματοδοσίας με ψευδώνυμα, όπως «ο ζωγράφος της Ακρόπολης 606», προκειμένου να διευκολύνουν τη σύνταξη του σώματος ενός αγγειογράφου και τη μελέτη της αγγειογραφίας γενικότερα. Οι τεχνικές διακόσμησης τείνουν να γίνονται πιο πολύπλοκες με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, την τεχνική της σιλουέτας (skia- grafia) της γεωμετρικής περιόδου διαδέχθηκαν η τεχνική του περιγράμματος και η πολυχρωμία της ανατολικής περιόδου, για να δώσουν τη θέση τους στις καινοτόμες τεχνοτροπίες των μαύρων και κόκκινων μορφών της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, τα αγγεία με μαύρα σχήματα επινοήθηκαν για πρώτη φορά στην Κόρινθο γύρω στο 660 π.Χ., αλλά η τεχνική ανέπτυξε το πλήρες δυναμικό της μόνο μετά την υιοθέτησή της από τους Αθηναίους αγγειοπλάστες γύρω στο 630 π.Χ. Περίπου έναν αιώνα αργότερα (περίπου 530 π.Χ.), ένα νέο στυλ επινοήθηκε στην Αθήνα, η τεχνική με τα κόκκινα σχήματα, η οποία συνέχισε να είναι στη μόδα στα περισσότερα κεραμικά κέντρα για σχεδόν 200 χρόνια. Εκτός από την τεχνοτροπία των μαύρων και των ερυθρόμορφων μορφών, οι αγγειοπλάστες και οι ζωγράφοι ανέπτυξαν διάφορες άλλες μεθόδους διακόσμησης, όπως η τεχνική του λευκού υποβάθρου και η χρήση καλουπιών για πλαστικά αγγεία. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη των διακοσμητικών τεχνικών που επισημάνθηκαν παραπάνω δεν έγινε ταυτόχρονα ή με τον ίδιο ρυθμό σε όλα τα κέντρα παραγωγής- μάλλον, κάθε εργαστήριο υιοθετούσε καινοτομίες ή διατηρούσε μια πιο παραδοσιακή σειρά προϊόντων ανάλογα με τις προτιμήσεις που υπαγόρευαν οι αγορές στις οποίες απευθύνονταν, καθώς και την επιδεξιότητα των τεχνιτών. Όσον αφορά το εικονογραφικό ρεπερτόριο της ζωγραφικής κεραμικής, υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με την περίοδο και το εργαστήριο παραγωγής. Για παράδειγμα, χαρακτηριστικό των γεωμετρικών αγγείων είναι τα γεωμετρικά μοτίβα με πολύ λιγότερες αφηγηματικές σκηνές. Αντίθετα, η ανατολίζουσα κεραμική κατακλύζεται, αφενός, από στοιχεία της Εγγύς Ανατολής, όπως σύνθετες φυτικές συνθέσεις, το «δέντρο της ζωής» και τα ζώα (βλ. για παράδειγμα τις ζωφόρους με υβριδικά πλάσματα και ζώα που διακοσμούν τα πρωτοκορινθιακά αγγεία), ενώ, αφετέρου, παρατηρείται ένα σταδιακό ενδιαφέρον για μυθολογικές παραστάσεις, ιδίως στα πρωτοκορινθιακά αγγεία. Καθώς εισερχόμαστε στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο, οι αφηγηματικές σκηνές γίνονται ο κανόνας και το εικονογραφικό ρεπερτόριο των ελληνικών αγγείων διευρύνεται περαιτέρω. Περιλαμβάνει διάφορα μυθολογικά επεισόδια, σκηνές από την καθημερινή ζωή, δραματικές παραστάσεις, ακόμη και αναπαραστάσεις λατρευτικών δραστηριοτήτων. Όπως είναι αναμενόμενο, ορισμένοι μύθοι είναι πιο δημοφιλείς από άλλους, όπως και ορισμένες σκηνές του είδους εμφανίζονται συχνότερα από άλλες. Οι προτιμήσεις για μια συγκεκριμένη σκηνή εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, που περιλαμβάνουν το σχήμα και τη λειτουργία του αγγείου, τον ζωγράφο και την αντίδρασή του απέναντι στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής του, την καλλιτεχνική παραγωγή κάθε εποχής και τις επιταγές της αγοράς. Τέλος, κατά την ελληνιστική περίοδο ο τομέας της ελληνικής εικονιστικής αγγειογραφίας υφίσταται ριζικές αλλαγές. Οι τεχνίτες έχασαν σταδιακά το ενδιαφέρον τους για σύνθετες συνθέσεις και αφηγηματικές σκηνές και έδωσαν έμφαση στο σχήμα έναντι της διακόσμησης. Αυτό οδήγησε στην παραγωγή νέων τύπων κεραμικής, όπως τα μαυρογυάλινα αγγεία της δυτικής πλαγιάς, οι χυτές ανάγλυφες «Μεγαρικές» φιάλες κ.λπ. Η Αθήνα συνεχίζει να συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων εμπορικών κέντρων κεραμικής, αλλά πλέον συναγωνίζεται επί ίσοις όροις με ανερχόμενα εργαστήρια, όπως αυτά της Περγάμου και της Πέλλας. Εξίσου σημαντική είναι η κεραμική παραγωγή της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, όχι μόνο για τις μεγάλες ποσότητες αγγείων με μαύρη γάνωσή τους (π.χ. «Gnathia»), αλλά και για τους ειδικούς τύπους αγγείων διακοσμημένων με ανάγλυφα και πολύχρωμα μοτίβα (π.χ. ταφικά αγγεία από το Centuripe ή την Canosa). (EL)
This introductory chapter offers a summary of the development of ancient Greek pottery from the seventh to the fourth centuries B.C. Our goal is to familiarize students with this development before we embark on a more specialized examination of Αttic vases and their significance in the study of Thraco-Attic relations during the Archaic and Classical periods. Greek vases enjoy a special place in the study of ancient Greek art and craft due to the their continuous production, their wide geographical dispersal and their impressive variety of shapes and decoration. Manufac- turing a pot on the ceramic wheel was a demanding and time-consuming process. Extracting the clay was the first of many steps, which eventually led to the firing of the vase in a potter’s kiln. The pottery workshops were usually found outside the city center, near or just outside the fortification walls, but at the same time in areas that received a lot of traffic in order to attract prospective buyers (e.g., the Kerameikos area in Athens). Due to the nature of their profession, potters and vase-painters were considered “banausoi” and like most craftsmen, they belonged to the lower social strata of society. Ancient Greek painted pottery was produced in various centers in continental Greece, the Aegean islands and the coast of Asia Minor, but also in South Italy and Sicily (Magna Graecia). Corinth and Attica are amongst the most significant centers; the former monopolized the international pottery trade during the seventh and part of the sixth century B.C., while the latter dominated the market from the third quarter of the sixth century B.C. and for nearly 200 years afterwards, i.e. during the peak of black- and red-figure production. In addition to these two centers, in the Archaic period quite noteworthy was the pottery production of Laconian workshops and the ceramic centers of Ionia. During the Classical era, the only figured vases that could compete with the Athenian red-figure production were the ones manufactured in Magna Graecia. Scholars traditionally categorize ancient Greek vases into two large groups: painted and plain. In both taxonomies, one may find open and closed shapes (i.e., wide-mouthed or narrow-mouthed pots) of either large or small dimensions. Despite the tremendous variety of shapes and their local variations, all production centers shared one thing in common: vases were not potted as decorative items, but as objects that facilitated practical daily needs. Local workshops satisfied the desires of the local community by producing (predomi- nantly plain) pottery, accessible to all levels of society. On the other hand, many scholars today assume that the more demanding – and usually wealthier – customers preferred decorated vases, both local and imported, which were likely to be more expensive. Ancient Greek figured vases, produced in various workshops (e.g., Co- rinthian, Attic, Laconian, Ionian etc) have been found all over the Mediterranean, from the Iberian peninsula to the Black Sea, thus demonstrating the wide range of exports and the commercial relations between the Greek production centers and the prospective consumers. Most Greek vases were multi-functional, i.e., serving more than one purpose: for example, for storage and transportation, for food production and consumption, as funerary or dedicatory gifts, or as part of a drinking- set. Occasionally, Greek vases carried inscriptions, incised or painted, and, in fewer instances, a craftsman’s signature: the verb ΕΠΟΙΕΣΕΝ (made/manufactured) usually corresponded to the potter or owner of the work- shop, while the verb ΕΓΡΑΦΣΕΝ (painted) referred to the vase-painter. Since the vast majority of vases were unsigned, their craftsmen remain anonymous to us; to remedy this, scholars – following the steps of Sir John Beazley – have constructed a naming system with nicknames, such as “the Painter of Acropolis 606,” in order to facilitate the compilation of a vase-painter’s corpus and the study of vase-painting in general. Techniques of decoration tended to become more complex with time. Thus, the silhouette technique (skia- grafia) of the Geometric period was succeeded by the outline technique and the polychromy of the Oriental- izing period, only to give way to the innovative black- and red-figure styles of the Archaic and Classical periods. More specifically, black-figure vases were first invented in Corinth around 660 B.C., but the technique devel- oped its full potential only after its adoption by Athenian potters around 630 B.C. About a century later (ca. 530 B.C.), a new style was invented in Athens, the red-figure technique, which continued to be in vogue in most pottery centers for almost 200 years. In addition to the black- and red-figure styles, potters and painters developed several other methods of decoration, such as the white-ground technique and the use of moulds for plastic vases. One should note, however, that the development of the decorative techniques highlighted above did not occur simultaneously or at the same pace in all production centers; rather, each workshop adopted innovations or maintained a more traditional line of products according to the preferences dictated by their targeted markets, as well as the deftness of the craftsmen. Turning to the iconographic repertory of painted pottery, there is great variation depending on the period and workshop of production. For example, characteristic for Geometric vases are the geometric motifs with far fewer narrative scenes. Conversely, Orientalizing pottery is, on one hand, overwhelmed with Near Eastern ele- ments such as complex floral compositions, the “tree-of-life,” and animals (see, for example, the friezes with hybrid creatures and animals decorating Protocorinthian vases), while on the other, there is a gradual interest in mythological representations, especially on Protoattic vases. As we enter the Archaic and Classical periods, narrative scenes become the norm and the iconographic repertory of Greek vases expands further. It includes various mythological episodes, scenes from everyday- life, dramatic performances and even representations of cult activities. As expected, certain myths are more popular than others, as some genre scenes appear more often than others. Preferences for a particular scene depend on a number of factors, encompassing the shape and function of the vase, the painter and his reaction towards the socio-political environment of his time, the artistic production of each era, and the dictates of the market. Lastly, in the Hellenistic period the field of Greek figured pottery undergoes radical changes. Craftsmen gradually lost interest in complex compositions and narrative scenes and emphasized shape over decoration. This led to the production of new pottery types, such as West Slope black-glazed vases, mould-made relief “Megarian” bowls, etc. Athens continues to be amongst the leading pottery trading centers, but now it com- petes on equal terms with upcoming workshops, such as those in Pergamon and Pella. Equally significant is the ceramic production of South Italy and Sicily, not only for the large quantities of black-glaze pots (e.g., “Gnathia”), but also for special types of vases decorated with relief and polychrome motifs (e.g., funerary vases from Centuripe or Canosa). (EN)

VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ::ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (EL)
VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ::ΤΕΧΝΕΣ::ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (EL)
VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (EL)
VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ::ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (EL)
VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ (EL)
VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ::ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ (EL)
VI. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ::ΙΣΤΟΡΙΑ::ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ::ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (EL)
VI. HUMANITIES AND ARTS::HISTORY::ARCHAEOLOGY::CLASSICAL ARCHAEOLOGY (EN)
VI. HUMANITIES AND ARTS::HISTORY::ARCHAEOLOGY::ANCIENT GREEK RELIGION (EN)
VI. HUMANITIES AND ARTS::HISTORY::ARCHAEOLOGY::ANCIENT CIVILIZATIONS (EN)
VI. HUMANITIES AND ARTS::HISTORY::ARCHAEOLOGY::THE PUBLIC AND PRIVATE LIFE OF THE ANCIENT GREEKS (EN)
VI. HUMANITIES AND ARTS::HISTORY::ARCHAEOLOGY::TOPOGRAPHY OF THE GREEK AND ROMAN WORLD (EN)
VI. HUMANITIES AND ARTS::HISTORY::ARCHAEOLOGY (EN)
VI. HUMANITIES AND ARTS::ARTS AND LETTERS::ARTS::ART THEORY::ART HISTORY (EN)



Συμβολή στις επαφές Αθήνας και Θράκης Attic Pottery
Δημιουργός: Τσιαφάκη, Δέσποινα, Avramidou, Amalia, Tsiafaki, Despoina, Αβραμίδου, Αμαλία
Τύπος τεκμηρίου: Εκπαιδευτικό υλικό
Επιστημονικό πεδίο: Επιστήμη πληροφόρησης, Ιστορία και Αρχαιολογία
Χρονολογία : 2016
Φορέας: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκων Βιβλιοθηκών
Συλλογή: Αποθετήριο «Κάλλιπος»





*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.