Aim: Intraarticular administration of local anaesthetics provides analgesia after arthroscopic surgery. The aim of this study was to compare the effectiveness of intraarticular ropivacaine, alone, or with morphine, or with ketoprofen, for controlling pain after arthroscopic knee surgery. Patients and Methods: In this double-blind, randomized controlled trial, 156 patients scheduled for elective knee arthroscopy, were recruited. All patients received general anaesthesia and then randomly assigned to four groups to receive inraarticulary normal saline 20ml (group A), or ropivacaine 24mg plus morphine 8mg (group B) or ropivacaine 36mg plus Ketoprofen 100mg (group C) or ropivacaine 40mg (group D). Pain, sedation, orientation, nausea, vomiting and urine retention, were recorded at the 0, 1th, 2th, 4th, 8th, 12th and 24th postoperative hour. Pain was evaluated by a 10-cm visual analogue scale (VAS). When the pain was more than two, a suppository of 400mg Paracetamol plus 10mg codeine plus 50mg caffeine was given (Lonarid N®). Results: Pain differed significantly between the four groups (p<0.001) with less pain recorded in the B and C groups. Similarly the number of Lonarid N® suppositories administered postoperatively to the B group was significantly less (p<0.001) versus the other groups (75, 29 and 60, and 75 tablets for the A, C, D groups respectively). The four groups did not differ significantly regarding sedation, orientation or urine retention. Patients who received ropivacaine and morphine or N/S presented higher incidence of nausea and vomiting versus the other groups (p=0,001 and p=0,036 respectively). Conclusions: The combination of intraarticular ropivacaine and morphine were associated with less pain after knee arthroscopy but with higher incidence of nausea and vomiting.
Σκοπός: Η ενδοαρθρική έγχυση τοπικού αναισθητικού προσφέρει αναλγησία σε επεμβάσεις όπως: αρθροσκόπηση του γόνατος, του ώμου κ.α. Σκοπός της μελέτης μας ήταν να συγκρίνουμε την αποτελεσματικότητα της ενδοαρθρικής έγχυσης της ροπιβακαΐνης, μόνη της ή σε συνδυασμό με μορφίνη ή με κετοπροφένη ως προς τον μετεγχειρητικό πόνο σε αρθροσκοπήσεις γόνατος. Υλικό-Μέθοδος: Συνολικά μελετήθηκαν 156 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε προγραμματισμένη επέμβαση αρθροσκόπησης γόνατος. Η μελέτη ήταν διπλή-τυφλή τυχαιοποιημένη. Όλοι οι ασθενείς έλαβαν γενική αναισθησία και διαχωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες: Ομάδα Α: placebo 20ml N/S, ομάδα Β: έγχυση διαλύματος ροπιβακαΐνης 0.2% 12ml με μορφίνη 8mg, ομάδα Γ: έγχυση διαλύματος ροπιβακαΐνης 0.2% 18ml με κετοπροφένη 10 mg και ομάδα Δ: έγχυση διαλύματος ροπιβακαΐνης 0.2% 20ml. Μετεγχειρητικά αξιολογήθηκαν: ο πόνος, ο προσανατολισμός στο χώρο και στο χρόνο, τα επεισόδια εμέτου και ναυτίας, η επίσχεση ούρων, άμεσα μετά την αποσωλήνωση, την 1η, 2η, 4η, 8η, 12η και 24η ώρα. Η αξιολόγηση του πόνου έγινε με βάση την οπτική αναλογική κλίμακα (0-10) εν ηρεμία. Ως συμπληρωματική αναλγησία χορηγήθηκε σκεύασμα παρακεταμόλης, κωδεΐνης και κοφεΐνης (Lonarid N®). Αποτελέσματα: Όλες οι ομάδες διέφεραν μεταξύ τους ως προς τον πόνο (p<0.001) με μικρότερες τιμές στη Β και Γ ομάδα. Ομοίως και η συμπληρωματική αναλγησία που απαιτήθηκε τις πρώτες τέσσερις μετεγχειρητικές ώρες. Δεν παρατηρήθηκε καμία στατιστική διαφορά ως προς τον προσανατολισμό στο χώρο και στο χρόνο και την επίσχεση ούρων μεταξύ των ομάδων. Τέλος, στην ομάδα Α και στην ομάδα Β παρατηρήθηκαν υψηλότερα ποσοστά ναυτίας και εμέτου σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες (p=0.001 και p=0.036) αντίστοιχα. Συμπέρασμα: Ο συνδυασμός της ενδοαρθρικής έγχυσης ροπιβακαΐνης με μορφίνη και ροπιβακαΐνης με κετοπροφένη συνδέεται με λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, στις αρθροσκοπήσεις γόνατος αλλά με υψηλότερα ποσοστά ναυτίας και εμέτου.