Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τους βιοϊατρικούς λόγους (discourses), τις ταξινομητικές τεχνικές, τις γραφειοκρατικές πρακτικές, τις διοικητικές στάσεις, τις πολιτισμικές αντιλήψεις αλλά και τις διαδικασίες υποκειμενικότητας, που ενέχονται στην αποτίμηση, τυποποίηση και μέτρηση της χρόνιας δυσφορίας στην Ελλάδα σήμερα. Η έρευνα εστίασε σε επιτροπές του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (Κε.Σ.Υ.) του Υπουργείου Υγείας, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με το έργο της αξιολόγησης αιτημάτων επείγουσας βιοϊατρικής παρέμβασης κυρίως σε ασφαλισμένους/ες ασθενείς βάσει «ενδείξεων»/ «κλινικών κατευθυντηρίων οδηγιών»/ «κλινικών πρωτοκόλλων», ενώ ως συγκριτικό εθνογραφικό παράδειγμα επιλέχθηκε το πεδίο των υγειονομικών επιτροπών πιστοποίησης της αναπηρίας. Η «μεγάλη αφήγηση» της «ιατρικής βασισμένης σε ενδείξεις» (evidence-based medicine) και της παραγωγής κλινικών κατευθυντηρίων οδηγιών (clinical guidelines) ή κλινικών πρωτοκόλλων (clinical protocols) που κατευθύνουν την κλινική απόφαση με βάση δεδομένα της βιοϊατρικής στατιστικής επιστημολογίας, αποτέλεσε κυρίως από τη δεκαετία του 1990 κομβικό σημείο αλλαγής παραδείγματος στην κλινική πρακτική. Στα συμφραζόμενα μιας νεοφιλελεύθερης καμπής της κρατικής πολιτικής πρόνοιας και ασφάλισης, όπου η θεραπευτική σχέση αποτιμάται με όρους «κόστους/οφέλους», εξετάζω πώς οι ανομοιογενείς και ενίοτε αντιφατικές «επιστημονικές ενδείξεις» της κλινικής επιδημιολογίας μετατρέπονται από συμβουλευτική βιβλιογραφία σε υποχρεωτική νόρμα της κλινικής απόφασης, συγκροτώντας ένα βιοϊατρικό-γραφειοκρατικό δίκτυο αξιολόγησης της πρόσβασης στις υπηρεσίες κλινικής φροντίδας. Έτσι, μελετώ πώς αποτυπώνονται σε καθημερινό επίπεδο οι όροι της «ιατρικής αποτελεσματικότητας» (effectiveness) και «οικονομικής αποδοτικότητας» (efficiency) στην κατάσταση υγείας των ασθενών, όταν αυτοί/ες έρχονται αντιμέτωποι/ες με ένα σύνθετο και ετερογενές βιοϊατρικό-διοικητικό δίκτυο ειδικών και μη. Ιχνηλατώντας σχέσεις εξουσίας και υποκειμενικότητες που συμμετέχουν στη βιοπολιτική της γραφειοκρατικοποίησης του πόνου, φωτίζω τους τρόπους με τους οποίους παράγονται επισφάλεια, αποκλεισμοί και ανισότητες, παρά την ιστορική, φιλελεύθερη υπόσχεση ασφάλειας, λογοδοσίας και καθολικής πρόσβασης σε ποιοτικές παροχές βιοϊατρικής φροντίδας. Επιχειρώ να αναδείξω τις πολιτισμικές πρακτικές που διέπουν και στηρίζουν αυτή την παραδοξότητα, έτσι ώστε να διανοιχθεί χώρος για μια διαφορετική, μέχρι τώρα «α-διανόητη» μορφή ανακούφισης της κοινωνικής οδύνης.
In my study, the primary question that I seek to address is how the complex bureaucratic network in a public health service such becomes a major site of social suffering for the patients who experience and manage their illness through their everyday encounters with the state. More specifically, I explore ‘health care governmentality’ in a particular ethnographic context of a dramatically shrinking welfare state, in order to comprehend and illustrate the multiple and contested ways in which health care is regulated and managed by neoliberal policies. To do so, I trace a complex network of claims, discourses and practices enacted by patients, doctors, and administrators, who participate –albeit differently and asymmetrically- in the management and regulation of human vulnerability. As I am interested in everyday practices of the bureaucratic governmental apparatus, I seek to explore questions related to the institutional management of vulnerability in the context of evidence based medicine, whereby clinical guidelines become a useful neoliberal tool in order to shrink the public character of the health care and the free access to medical treatment. In other words, I attempt to explore how social suffering is produced and administered through the neoliberal bureaucratic management of what makes for a livable life. Also, i try to analyse the context in which disability becomes an object of classification for people with disability.