The present doctoral thesis explores the socio-economic and cultural integration of precariously employed young people in Greece, by using a qualitative psychological research design. The main research question focus on the ways with which the participants understand and represent, describe and construct, blame and/or legitimize in their everyday discourse the contemporary precarious working conditions, by articulating aspects of their social identities. The precarious work regime is evidenced as a socio-economic condition of the Greek society, which is connected with wider changes in the labour market. The research sample consisted of 40 participants (both genders, aged 18-26), who came from two groups: a) second generation of migrants in Greece, b) Greek nationals. The data analysis was qualitative, aiming to pin-point the psycho-discursive practices mobilized in the semi-structured interviews, where their social identities were constucted vis-a-vis the precarious work regime. Analytic tools of critical discursive psychology were used, such as the interpretative repertoires, the subject positions, the ideological dilemmas, the causal and value attributions. The results, discussed in accordance with the relevant literature, include: i) the research participants, facing the precarious work regime, construct it as a banal (work) regime: this is the hegemonic orientation to the psycho-discursive practice of banalization of precarity; ii) the participants mind to position themselves as free, without constraints, “effortful subjects; iii) they mobilized the repertoires of “effortfulness” and the “life's course”, in order to construct a hard-working (effortful) individual's work biography, with a beginning, a middle and an end, towards social recognition. In this biographical course, iv), work is articulated as an ideological dilemma: the social object of work is split in the two poles of “hard work” and “good work”, depending on the personal investment and the value attributions mobilized by the informants.
Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει, με ποιοτικές μεθόδους της κοινωνικής ψυχολογίας, την κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική ένταξη των εργαζόμενων νέων στην Ελλάδα. Τα ερευνητικά της ερωτήματα αφορούν τους τρόπους με τους οποίους οι συμμετέχοντες κατανοούν και αναπαριστούν, περιγράφουν και κατασκευάζουν, κατακρίνουν ή/και νομιμοποιούν στον καθημερινό τους λόγο τις σύγχρονες συνθήκες επισφαλούς εργασίας, κατασκευάζοντας στην συνέντευξη όψεις της κοινωνικής τους ταυτότητας. Το εργασιακό καθεστώς της επισφαλούς εργασίας διαπιστώνεται ως κοινωνικο-οικονομική συνθήκη στην Ελληνική κοινωνία, το οποίο συνδέεται με ευρύτερες αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας.Οι συμμετέχοντες στην έρευνα (40 άτομα, 18-26 ετών), προέρχονται από δυο ομάδες: α) νέες και νέοι της β' γενιάς μεταναστών, β) νέες και νέοι ελληνικής καταγωγής. Η αναλυτική διαδικασία υποδεικνύει τις ψυχο-λογοπρακτικές που χρησιμοποιούν στις συνεντεύξεις, όπου συναρμολογείται η κοινωνική ταυτότητα τους όσον αφορά το καθεστώς της επισφαλούς εργασίας. Χρησιμοποιήθηκαν αναλυτικά εργαλεία της κριτικής λογοψυχολογίας, όπως τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια, οι θέσεις υποκειμένου, τα ιδεολογικά διλήμματα, οι αιτιολογικές εξηγήσεις και οι αξιολογικές εκτιμήσεις. Ανάμεσα στα ευρήματα αυτής της διατριβής είναι: α) οι συμμετέχοντες στην έρευνα, αντιμέτωποι με τη συνθήκη του καθεστώτος επισφαλούς εργασίας, την κατασκευάζουν ως κοινότοπο καθεστώς (εργασίας): αυτός είναι ο ηγεμονικός προσανατολισμός στην ψυχο-λογοπρακτική της κοινοτοπο-ποίησης της επισφαλούς εργασίας· β) μέλημα των συμμετεχόντων ήταν να τοποθετούνται ως ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, “προκομμένα υποκείμενα”· γ) επίσης, η κινητοποίηση του ερμηνευτικού ρεπερτορίου της “προκοπής” αποτέλεσε υποστηρικτικό απόθεμα των τοποθετήσεων αυτών· δ) ένα άλλο ερμηνευτικό ρεπερτόριο ονομάστηκε η “διαδρομή της ζωής”: τα άτομα το κινητοποιούσαν αποσκοπώντας να οικοδομήσουν μια εργασιακή βιογραφία, με αρχή, μέση και τέλος, ως την κοινωνική αναγνώριση. Σε αυτή τη βιογραφική διαδρομή, ε) η εργασία αρθρώθηκε ως ένα ιδεολογικό δίλημμα: το κοινωνικό αντικείμενο της εργασίας διαρθρώθηκε στους πόλους της “δουλειάς του μόχθου” και της “καλής δουλειάς”, ανάλογα με την προσωπική επένδυση και τις αξιολογικές εκτιμήσεις, που κινητοποίησαν οι συμμετέχοντες.