Πραγματοποιήθηκε μία μονοκεντρική προοπτική μελέτη παρατήρησης, στην οποία συμπεριελήφθησαν οι ασθενείς που παρουσίασαν ισχαιμικά έλκη κάτω άκρων την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2009 και Ιουνίου 2015. Κριτήρια επιλογής ήταν Σφυροβραχιόνιος Δείκτης (ΣΒΔ) <0,9 ή Δακτυλοβραχιόνιος Δείκτης (ΔΒΔ) <0,7, σε περίπτωση ασυμπίεστων κνημιαίων αγγείων στα σφυρά. Κριτήρια αποκλεισμού ήταν: άρνηση συμμετοχής, άρνηση ενδαγγειακής θεραπείας, απόλυτη αντένδειξη για χρήση ενδοφλεβίου σκιαγραφικού κατά την κρίση του ερευνητή, μη-ελεγχόμενο πρόβλημα πήξεως, άρνηση ή αδυναμία συγκατάθεσης ή επανόδου για επανεξέταση. Η επαναγγείωση πραγματοποιήθηκε ενδαγγειακά όποτε ήταν δυνατόν, κατόπιν της αρχικής εκτίμησης σε όλους τους ασθενείς. Επιπρόσθετα, αποκλείσθηκαν επίσης οι ασθενείς στους οποίους η χειρουργική επαναγγείωση θεωρήθηκε πρώτης γραμμής θεραπεία. Κατά την διάρκεια της περιόδου της μελέτης εξετάσθηκαν 225 ασθενείς με ισχαιμικά έλκη κάτω άκρων. Από αυτούς, 12 ασθενείς αποκλείσθηκαν λόγω διαφόρων αντενδείξεων ενδαγγειακής θεραπείας. Από τους υπόλοιπους 213 ασθενείς, οι 52 είχαν εξαιρετικά απρόσφορη κατανομή, βλαβών για ενδαγγειακή θεραπεία, κατά την εκτίμηση της θεραπευτικής ομάδας, αφήνοντας 161 ασθενείς (76%) οι οποίοι ακολούθησαν ενδαγγειακή θεραπεία. επιπλέον, 17 ασθενείς δεν εμφανίστηκαν στους επανελέγχους και δεν έφθασαν κάποιο τελικό σημείο της μελέτης. Τελικά, 144 ασθενείς μελετήθηκαν, οι 102 εκ των οποίων (71%) παρακολουθήθηκαν για πάνω από 24 μήνες. Τα δεδομένα μας υποστηρίζουν την τεχνική και κλινική επιτυχία της αγγειοπλαστικής στην αντιμετώπιση των ισχαιμικών ελκών των κάτω άκρων, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας και διάσωσης μέλους. Η αγγειοπλαστική ήταν τεχνικά επιτυχής και πρόσφορη σε σχεδόν όλους τους ασθενείς με μόνο μία μειονότητα περιπτώσεων απρόσφορη για διαδερμικές τεχνικές λόγω εκτεταμένης και πολύπλοκης κατανομής αθηρωματικών αλλοιώσεων. Μία άλλη σημαντική πτυχή της μελέτης μας ήταν ότι οι περισσότερες βλάβες των ασθενών μας ταξινομήθηκαν ως TASC II τύπου C και D, με 98% και 95% τεχνική επιτυχία αντίστοιχα, ενδεικτικό ότι οι ενδαγγειακές τεχνικές δύναται να πραγματοποιηθούν σε ασθενείς στους οποίους παλαιότερα συνιστάτο χειρουργική θεραπεία.
We conducted a single-center, prospective cohort, observational study which included patients presenting with ischemic foot ulcers between June 2009 and June 2015. Inclusion criteria were an ulcer in the foot and an ankle-brachial index (ABI) <0.9 or toe-brachial index (TBI) <0.7, in case of incompressible tibial arteries at the level of the ankle. The exclusion criteria were: refusal to participate, refusal of percutaneous transluminal angioplasty (PTA) therapy, absolute contraindication to contrast media injection as determined by the investigator, uncontrollable coagulopathy, unwilling or unable to provide informed consent or return for required follow-up evaluations. Revascularization was performed by endovascular means whenever feasible after an initial evaluation of all patients. Furthermore, cases in which surgical revacularization was considered as first line treatment, were also excluded. A total of 225 patients with ischemic foot ulceration were initially evaluated during the study period. Among those, 12 patients were excluded due to various contra-indications for endovascular treatment. From the 213 remaining cases, 52 patients had a profoundly unfavourable distribution of lesions for an endovascular approach, according to the vascular team’s consensus, leaving 161 (76%) patients that underwent percutaneous procedures. Moreover, 17 patients were lost to follow-up before reaching any of the study endpoints. Finally, 144 patients were studied, 102 of whom (71%) were followed-up for more than 24 months. Our data support the technical and clinical success of PTA in the management of ischemic foot ulcers with high rates of healing and limb salvage. PTA was technically successful and feasible in almost all patients with only a minority of cases unsuitable for percutaneous techniques due to extensive and complex distribution of atherosclerotic lesions. Another important aspect of our study is that most of the patients’ lesions were classified as TASC II Type C and D, with 98% and 95% technical success respectively, indicating that endovascular procedures can be performed in patients to whom surgical intervention was previously recommended.