Ο πρώτος σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η επέκταση της θεωρίας της ενδοεπιχειρησιακής απάτης για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου. Προς τούτο, αφενός παρέχεται εκτενής βιβλιογραφική μελέτη με τα πιο γνωστά μοντέλα στη θεωρία της απάτης και από την άλλη επεκτείνεται το «τρίγωνο της απάτης» που αποτελεί τη θεωρία με την μεγαλύτερη επιρροή στα Ελεγκτικά Πρότυπα, με την περίληψη σε αυτή των αναγκών που δημιουργούν κίνητρα για απάτη. Ο δεύτερος άξονας στον οποίο κινείται η παρούσα μελέτη είναι να προσδώσει στους Εσωτερικούς Ελεγκτές (Internal Auditors) και τους Ερευνητές Απάτης (Fraud Examiners) τις απαραίτητες μεθόδους στο πλαίσιο της πολιτικής καταγγελιών προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο έργο τους. Δηλαδή, να προσδώσουν αξία στους Οργανισμούς μέσω της διασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων και της διαχείρισης κινδύνων, περιλαμβανομένων των κινδύνων απάτης. Αυτό επιτυγχάνεται με τους εξής τρόπους: α) παρέχεται ένα θεωρητικό μοντέλο (το οποίο έχει αξιολογηθεί από ειδικούς που προέρχονται από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.) αναφορικά με την ανάπτυξη της πολιτικής καταγγελιών βάσει του μοντέλου του Porter β) παρέχεται ένα μοντέλο ωριμότητας για την πολιτική καταγγελιών βάσει του οποίου οι Οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τη θέση στην οποία βρίσκονται με αντικειμενικά κριτήρια και να επιδιώξουν να βελτιώσουν την πολιτική καταγγελιών συστατικό προς συστατικό. Το ίδιο μοντέλο, επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για εσωτερική – διαχρονική αξιολόγηση (internal benchmarking) είτε για εξωτερική αξιολόγηση (external benchmarking), γ) το μοντέλο των «τριών γραμμών άμυνας» που αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα μοντέλα στον εσωτερικό έλεγχο βοηθάει στην ανάπτυξη ρόλων και αρμοδιοτήτων για κάθε επίπεδο ιεραρχίας όσον αφορά την πολιτική καταγγελιών.Ο τρίτος και τελευταίος άξονας είχε σαν σκοπό να διερευνήσει το εάν η πολιτική καταγγελιών μπορεί να αυξήσει την ποιότητα και του εξωτερικού ελέγχου, με την προϋπόθεση θεσμοθέτησης οι Ορκωτοί Ελεγκτές – Λογιστές να περιλαμβάνονται στους νόμιμους αποδέκτες καταγγελιών προκειμένου να τις εντάξουν στον έλεγχο τους, εφόσον, βέβαια, δεν εγείρονται απειλές στην ανεξαρτησία τους. Η ίδια μελέτη, επίσης, καταδεικνύει ότι οι Ορκωτοί Ελεγκτές – Λογιστές δείχνουν τέτοια πρόθεση.
The first aim of the study was to expand the existing theory on occupational fraud and abuse. This was achieved by the thorough literature review and the proposal of a new theoretical model that expands the «fraud triangle» with the incorporation of the element of needs that lead to motivations. The second aim of the study was to provide to Internal Auditors and Fraud Examiners appropriate methodologies to fulfill their obligations to the organizations in respect to whistleblowing. This is achieved by a) providing a theoretical model for the development of whistleblowing frameworks (which has been validated by experts across the most EU member states) based in the Porter’s value chain b) the providing a whistleblowing maturity model that may help Organizations to depict their current performance in terms of whistleblowing based on suitable criteria and to reach the desired maturity level by following a structured and disciplined approach. The same model can also be used for internal and external benchmarking c) based on the «three lines of defence» model the roles and responsibilities of each hierarchical level are described. The third and final aim was to examine whether whistleblowing can enhance the quality of the external audit and narrow the expectations gap. Especially, in the case that external auditors will become legitimate recipients of reports provided that their independence will not be impaired. The study shows that whistleblowing could be proved a valuable tool for external auditors and that they have the intention to contribute to the evolution of the profession. Key words: occupational fraud and abuse, internal audit, external audit, fraud examination, whistleblowing, European Directive 1937/2019, maturity models, Porter’s value chain, three lines of defense.