Kant’s aesthetic theory, as it is found in the Critique of the Power of Judgment, has been subjected to extensive scholarly scrutiny over the last five decades. However, Kant scholarship faces difficulty in giving a convincing answer to the question of which objects are beautiful and what makes them so, often conceding the possibility that every object can potentially be beautiful. By posing that question as guiding, this dissertation argues against the view that the unknowability of an object alone makes it beautiful for Kant. On the contrary, it argues that the perceptual form of an object should be understood as the primary ground that determines its beauty. Contrary to scholarly concerns motivated by the threat of accepting a restrictive aesthetic formalism, Kant’s understanding of form is inherently broader than what it is usually thought, and it is only through that notion that the scholarly lacuna of not showing which objects are beautiful and why can be filled. This dissertation presents a progressive argument towards that direction, starting with Kant’s definition of the form of an object of experience in general, continuing with an examination of which forms of objects are not beautiful, and eventually arriving to the conclusion on which forms are beautiful and why on Kant’s grounds. The goal of this dissertation is to restore what the author believes to be Kant’s original understanding on what makes an object beautiful, and restore the full extent of the role and the importance of the notion of form for Kant’s argument in the Critique of the Power of Judgment. In doing so, elements that make readers appreciate Kant’s text as an aesthetic theory and constitute Kant’s unique contribution to the field of aesthetic philosophy come to the fore.
Η Αισθητική θεωρία του Καντ, όπως την βρίσκουμε στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης, έχει μελετηθεί εκτεταμένα σε ακαδημαικό επίπεδο τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Παρόλαυτα, οι σχολιαστές του Καντ αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να δώσουν μια πειστική απάντηση στο ερώτημα ποια αντικείμενα είναι ωραία και τι τα κάνει ωραία, παραδεχόμενοι συχνά την πιθανότητα να μπορεί δυνητικά κάθε αντικείμενο να είναι ωραίο. Εκκινώντας απο αυτό το ερώτημα, η διατριβή αυτή αντικρούει την θέση ότι η μη γνώση ενός αντικειμένου και μόνο κάνει το αντικείμενο αυτό ωραίο για τον Καντ. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι η αισθητηριακή μορφή ενός αντικειμένου πρέπει να κατανοηθεί ως το πρωτεύον έδαφος προσδιορισμού της ωραιότητάς του. Σε αντίθεση με της σχολιαστικές ανησυχίες που κινητοποιόυνται απο την απειλή της αποδοχής ενός περιοριστικού αισθητικού φορμαλισμού, η αντίληψη του Καντ για την μορφή είναι εγγενώς ευρύτερη απ'ότι συνήθως πιστεύεται, και μόνο διαμέσου αυτής της έννοιας μπορεί να καλυφθεί το ερμηνευτικό κενό του να μην καταδεικνύεται ποια αντικείμενα είναι ωραία. Η διατριβή αυτή παρουσιάζει ένα προοδευτικό επιχείρημα προς αυτήν την κατεύθυνση, εκκινώντας απο τον Καντιανό ορισμό της μορφής ένος αντικειμένου της εμπειρίας εν γένει, συνεχίζοντας με την εξέταση των μη ωραίων μορφών των αντικειμένων, και καταλήγοντας στις ωραίες κατά Καντ μορφές. Ο στόχος της διατριβής είναι η αποκατάσταση αυτού που ο συγγραφέας θεωρεί ότι είναι η αυθεντική αντίληψη του Καντ σχετικά με το τι κάνει ένα αντικείμενο ωραίο, και η αποκατάσταση του πλήρους εύρους του ρόλου και της σημασίας της έννοιας της μορφής για το επιχείρημα του Καντ στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης. Κάνοντας το παραπάνω, αποκαλύπτονται τα στοιχεία που κάνουν τους αναγνώστες να εκτιμούν το κείμενο του Καντ ως αισθητική θεωρία και συνιστούν την μοναδική συμβολή του Καντ στο πεδιό της αισθητικής φιλοσοφίας.