The long-standing relationship of archaeology with the art of its time is manifested variously throughout its history. In the last three decades this relationship has found a new expression with a handful of scholars making use of art-works and art-making as tools for research and public engagement. Their experiments have so far yielded a small yet substantial number of descriptive and (self-)reflective publications which have hitherto appeared scattered in the literature as unconnected one-off side-projects. However, their careful systematisation and historicisation suggests that they constitute an uncoordinated critique of the modernist legacy of contemporary archaeological practice, and articulate, albeit fragmentarily, a proposition for a new, counter-modern one. In the first part of my thesis I tease out and assemble the pieces of the abovementioned critique and proposition by examining the genealogies and incentives of each project described in the publications (both individually and comparatively). In the second and final part, I build on the lessons learnt from the assessment of these projects’ merits and shortcomings to explore the potential of a counter-modern, site-specific ethnographic art installation to counter and deconstruct hegemonic narratives concerning the material remains of the past, and to encourage people to establish more intimate connections with those, using as case-study the Acropolis of Athens in the years of the so-called ‘crisis’.
Η μακροχρόνια σχέση της επιστήμης της Αρχαιολογίας με την Τέχνη της εποχής της εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως καθόλη την ιστορία της. Μια νέα έκφανση αυτής της σχέσης αποτελούν τα έργα ενός μικρού αριθμού αρχαιολόγων που, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, χρησιμοποιούν τα έργα τέχνης και την καλλιτεχνική δημιουργία ως εργαλεία για την έρευνα και την συμπερίληψη του κοινού. Οι πειραματισμοί τους τεκμηριώνονται σε έναν μικρό αλλά σημαντικό αριθμό περιγραφικών και αναστοχαστικών δημοσιεύσεων, οι οποίες μέχρι τώρα εμφανίζονταν διάσπαρτες στη βιβλιογραφία ως μεμονωμένα, μεταξύ τους ασύνδετα, παράπλευρα έργα. Η προσεκτική συστηματοποίηση και ιστορικοποίησή τους, ωστόσο, δείχνει πως συνολικά αποτελούν μια μη συντονισμένη κριτική της νεωτερικής κληρονομιάς της σύγχρονης αρχαιολογικής πρακτικής και διατυπώνουν, έστω και αποσπασματικά, μια πρόταση για μια νέα εναλλακτική. Στο πρώτο μέρος της διατριβής μου εντοπίζω και συναρμολογώ τα μέρη της προαναφερθείσας κριτικής και πρότασης εξετάζοντας (τόσο μεμονωμένα όσο και συγκριτικά) τις γενεαλογίες και τα κίνητρα κάθε έργου που περιγράφεται στις δημοσιεύσεις. Στο δεύτερο μέρος, βασιζόμενος στην αξιολόγηση των θετικών χαρακτηριστικών και των ελλείψεων αυτών των έργων, διερευνώ τις δυνατότητες μιας τοποειδικής εθνογραφικής καλλιτεχνικής εγκατάστασης ως εργαλείου αποδόμησης των ηγεμονικών αφηγήσεων σχετικά με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος και ενθάρρυνσης της ανάπτυξης προσωπικών συνδέσεων με αυτά, χρησιμοποιώντας ως μελέτη περίπτωσης την Ακρόπολη της Αθήνας στα χρόνια της λεγόμενης "κρίσης".