Εισαγωγή: Οι κακώσεις του περινέου κατά τον τοκετό, ειδικά οι ρήξεις τρίτου και τετάρτου βαθμού
μπορούν να προκαλέσουν ενοχλητικά συμπτώματα όπως ακράτεια ούρων και κοπράνων και
σεξουαλική δυσλειτουργία. Η σχετική ανασκόπηση αποκάλυψε ελάχιστη αναφορά σχετικά με τις
απόψεις και τις εμπειρίες των γυναικών στην Ελλάδα, σε ότι αφορά στις ρήξεις περινέου.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να μελετηθούν οι στάσεις των γυναικών σχετικά με τις
επιπτώσεις των περιφερικών ρήξεων τρίτου και τετάρτου βαθμού στην σεξουαλική τους ζωή, καθώς
και στην απόφαση για μελλοντική εγκυμοσύνη και να συγκριθούν με τις απόψεις γυναικών με ρήξεις
χαμηλότερου βαθμού. Μελετήθηκαν επίσης διαφορές ως προς τα προβλήματα ρήξεων και τους
τρόπους αντιμετώπισης.
Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε μία ποσοτική έρευνα, πρωτογενής και συσχέτισης μεταξύ των
ομάδων σε πειραματικό σχέδιο με χρήση ερωτηματολογίου κλειστού τύπου ερωτήσεων και κλίμακας
Likert, όπου 4 από τις 6 διαστάσεις εμφάνισαν αποδεκτή αξιοπιστία (α≥0,624). Χρησιμοποιήθηκαν οι
στατιστικοί έλεγχοι χ2
, independent samples t-test και Mann Whitney σε στάθμη σημαντικότητας 5%.
Στην έρευνα συμμετείχαν 159 γυναίκες οι οποίες είχαν υποστεί ρήξη περινέου κατά την διάρκεια
τοκετού, με μέσο ΔΜΣ 24,85, στην πλειοψηφία τους ηλικίας 25-44 ετών, παντρεμένες, απόφοιτες ΤΕΙ ΑΕΙ ή μεταπτυχιακού, που διαμένουν σε πόλη μεγαλύτερη 10000 κατοίκων και ήταν 26-35 ετών στον
1
ο
τοκετό. Τηρήθηκαν τα απαραίτητα ηθικά ζητήματα.
Αποτελέσματα: Στις περισσότερες γυναίκες η έναρξη του τοκετού έγινε αυτόματα, πραγματοποιήθηκε
χρήση επισκληριδίου ή ραχιαίας αναισθησίας κατά τη διάρκεια του τοκετού και χρήση φαρμάκων και
οι περισσότερες ανέφεραν πως υποβλήθηκαν σε περινεοτομή. Οι περισσότερες γυναίκες δήλωσαν πως
πονούσαν μετά τον τοκετό τους στην περιοχή του περινέου, εμφάνισαν δυσπαρευνία, ακράτεια και
διαρροή ούρων μετά τον τοκετό, ενώ οι μισές είχαν δυσκολία στην κένωση. Οι μέθοδοι αντιμετώπισης
των ρήξεων μετά την έξοδο από το μαιευτήριο χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα. Η απόδοση ιατρικής
ευθύνης για τις ρήξεις παρατηρήθηκε σε μέτριο βαθμό. Αισιοδοξία διαπιστώθηκε όσον αφορά την
στάση για την μελλοντική εγκυμοσύνη. Τα σεξουαλικά προβλήματα παρατηρήθηκαν σε πολύ μικρό
βαθμό. Ο βαθμός ρήξης σχετίστηκε με το σωματικό βάρος νεογνού στον 1ο
τοκετό (p=0,042), την
δυσκολία στην κένωση (p=0,001), την δυσπαρεύνια (p=0,010), ακράτεια (p=0,001) και διαρροή ούρων
μετά τον τοκετό (p<0,001), την χειρουργική αντιμετώπιση μετά από επούλωση (p=0,016), την λήψη
αντιβιοτικών και παυσίπονων (p<0,001), τις ασκήσεις Kegel στο σπίτι (p=0,001), το συγκεκριμένο
πρόγραμμα διατροφής (p=0,004), την ιατρική ευθύνη (p<0,001), την στάση για μελλοντική
εγκυμοσύνη (p<0,001) και τα σεξουαλικά προβλήματα (p<0,001).
Συμπεράσματα: Οι γυναίκες που είχαν υποστεί βαριά ρήξη γέννησαν στον 1ο
τοκετό νεογνό με
μεγαλύτερο σωματικό βάρος, περίπου 200 γραμμάρια βαρύτερο, εμφάνισαν περισσότερα προβλήματα
ρήξεων μετά τον τοκετό και συγκεκριμένα δυσκολία στην κένωση, δυσπαρεύνια, ακράτεια και διαρροή
ούρων. Ακόμη, οι γυναίκες που είχαν υποστεί βαριά ρήξη χρησιμοποίησαν σε υψηλότερο βαθμό τις
τεχνικές αντιμετώπισης των ρήξεων και συγκεκριμένα την χειρουργική αντιμετώπιση μετά από
επούλωση, την λήψη αντιβιοτικών και παυσίπονων, τις ασκήσεις Kegel στο σπίτι και συγκεκριμένο
πρόγραμμα διατροφής. Επιπλέον, οι γυναίκες που είχαν υποστεί βαριά ρήξη απέδωσαν περισσότερες
ιατρικές ευθύνες, έχουν λιγότερο θετική στάση για την μελλοντική εγκυμοσύνη και περισσότερα
σεξουαλικά προβλήματα.