Περιλαμβάνει βιβλιογραφικές παραπομπές
679 σ.
Έναυσμα για τη διδακτορική αυτή διατριβή αποτέλεσαν τα ποικίλα γεγονότα κοινωνικής και πολιτικής βίας και οι κοινωνικές αντιδράσεις στα χρόνια του μνημονίου, αλλά και οι απόπειρες ελέγχου των αντιδράσεων αυτών κατά κύριο λόγο μέσω αστυνομικής βίας, τη χρονική περίοδο 2008-2015. Ειδικότερα, από τον Δεκέμβρη του 2008, έλαβαν χώρα γεγονότα και καταστάσεις που τέθηκαν ως επίκεντρο της ανά χείρας έρευνας, όπως η αύξηση του αριθμού και της μαζικότητας των συναθροίσεων, περιστατικά βίας και καταστροφών, η εντατικοποίηση του ελέγχου των συναθροίσεων, οι συγκρούσεις πολιτών με την αστυνομία, η κατάχρηση και η αυθαιρεσία της αστυνομικής εξουσίας, οι απαγορεύσεις των συναθροίσεων, αλλά και οι στερεοτυπικές περιγραφές των διαδηλωτών από τα ΜΜΕ. Παρατηρήθηκε ουσιαστικά η εντατικοποιημένη καταστολή των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, καθώς οι διαδηλωτές εκλαμβάνονταν ως κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα, την πληθυσμιακή σύσταση, τα αιτήματα και τους σκοπούς των συναθροίσεων. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα εν λόγω γεγονότα, αντικείμενο της διατριβής ήταν να διερευνηθεί εάν τη χρονική περίοδο 2008-2015 διαμορφώθηκε μια διαδικασία οιονεί εγκληματοποίησης των κοινωνικών κινητοποιήσεων στη χώρα και κατ’ επέκταση μια διαδικασία απαξίωσης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Να διερευνηθούν οι διεργασίες του επίσημου και ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου που οδήγησαν στην εγκληματοποίηση αυτή, αλλά και οι συνθήκες μέσα από τις οποίες θεσμοποιήθηκαν πρακτικές αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Για τη διερεύνηση της διαδικασίας αυτής, αξιοποιήθηκαν οι βασικές θέσεις της Κριτικής Εγκληματολογίας, ενώ παράλληλα χρησιμοποιήθηκε ένα βασικό θεωρητικό υπόβαθρο σχετικά με τη συλλογική δράση, τα κοινωνικά κινήματα και τις μορφές και τη χρήση βίας και κρίθηκε ως απαραίτητη η χρήση του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου που αφορά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, με σκοπό να διερευνηθούν επαρκώς οι έννοιες της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αλλά και οι πολιτικές ασφαλείας που ακολουθούνται για τον έλεγχο των συναθροίσεων. Για τη διερεύνηση του θέματος της διατριβής, επιλέχθηκε η χρήση ποιοτικής έρευνας και συγκεκριμένα πολλαπλών μελετών περίπτωσης • η συλλογή δεδομένων επιτεύχθηκε μέσω της ημι-δομημένης συνέντευξης, σε ένα δείγμα στοχοθετημένης επιλογής που αποτελείται τόσο από διαδηλωτές διαφόρων ομάδων και ιδεολογικών καταβολών όσο και μελών της αστυνομίας. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει πως η θέση της Κριτικής Εγκληματολογίας περί κατασκευής του εγκλήματος σε καταστάσεις σύγκρουσης τόσο από τους φορείς του επίσημου όσο και του ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου βρίσκει αντίκρισμα στην εν λόγω έρευνα, ενώ η βίαιη δράση των διαδηλωτών, που σε πολλές των περιπτώσεων αποκλίνει από το νομοθετικό πλαίσιο, δεν αποτελεί μια δευτερογενή παρέκκλιση σχετική με την αποδοχή στίγματος, αλλά μια αντίδραση στη βία της αστυνομίας. Από ένα μέρος των συμμετεχόντων στην έρευνα, διαφαίνεται ουσιαστικά μια οιονεί εγκληματοποίηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, όπως και η κατασκευή της επικινδυνότητας της συμμετοχής σε μια δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, η οποία εξυπηρετεί συγκεκριμένα κρατικά συμφέροντα.