Η αποτελεσματική λειτουργία ενός αεροδρομίου αποτελεί μία καθημερινή πρόκληση για τη διοικούσα αρχή αυτού. Το ίδιο και ο εκ νέου σχεδιασμός ή η μελέτη για τη βελτιστοποίηση ήδη υπαρχόντων αεροδρομίων. Η πρόκληση αυτή περιλαμβάνει την εκπλήρωση στόχων κυριότεροι από τους οποίους είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους, αλλά και η βελτιστοποίηση τόσο της ασφάλειας, όσο και της ποιότητας παροχής υπηρεσιών, όπως την αντιλαμβάνονται οι χρήστες του αεροδρομίου. Η δημιουργία μοντέλων μελέτης και προσομοίωσης της λειτουργίας ενός αεροδρομίου αποτελεί μία εξαιρετικά συμφέρουσα λύση, αφού καταφέρνει να εξοικονομήσει χρόνο αλλά και πόρους από τους σχεδιαστές ή/και τη διοίκηση του αεροδρομίου. Και παρότι πολλές μελέτες έχουν γίνει για την προσομοίωση τόσο των αεροδιαδρόμων όσο και του εναέριου χώρου των αεροδρομίων, η έρευνα γύρω από τους τερματικούς σταθμούς των επιβατών των αεροδρομίων μόλις τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε να χρίζει της ίδιας απήχησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κατακόρυφη αύξηση τόσο των ανθρώπων που έχουν στραφεί στη χρήση αεροπλάνων για τη μετακίνησή τους, όσο και των μέτρων ασφαλείας που πλέον εφαρμόζονται στα αεροδρόμια. Η μεταπτυχιακή αυτή διατριβή ευελπιστεί να εξυπηρετήσει αυτούς τους στόχους και αφορά στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη ενός ηλεκτρονικού συστήματος για τη μελέτη και τη βελτιστοποίηση της συμπεριφοράς πλήθους ανθρώπων σε χώρους αεροδρομίου και πιο συγκεκριμένα, στους χώρους του τερματικού σταθμού των επιβατών του αεροδρομίου.