Σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη κοινωνία, όπου παρατηρείται το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και των αγορών, σε συνδυασμό με την πολλαπλότητα των εθνικών νομικών συστημάτων, οδηγούμαστε νομοτελειακά στην ενίσχυση της προβληματικής του εφαρμοστέου δικαίου στις σχέσεις εργασίας και ειδικότερα στις αποκαλούμενες «ρήτρες απαγόρευσης ανταγωνισμού», τόσο κατά την διάρκεια όσο και μετά την λήξη της σύμβασης εργασίας.
Η απαγόρευση ανταγωνισμού στη σύμβαση εργασίας αποτελεί συνήθη ρήτρα που συμπεριλαμβάνεται στις συμβάσεις εργασίας σε πολλές χώρες. Ωστόσο, η εφαρμογή της απαγόρευσης ανταγωνισμού μπορεί να έχει σημαντικές νομικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και την αγορά εργασίας γενικότερα. Το φαινόμενο της συνομολόγησης στις συμβάσεις εργασίας ρητρών, με τις οποίες ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να απέχει από την άσκηση δραστηριότητας που είναι ανταγωνιστική προς αυτήν που ασκεί ο εργοδότης του, εμφανίζεται όλο και συχνότερα τις τελευταίες δεκαετίες. Τέτοιες ρήτρες αρχικά αφορούσαν τα διευθυντικά στελέχη μιας επιχείρησης, τα οποία μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ευαίσθητες για την επιχείρηση πληροφορίες, η διάδοση των οποίων θα αποτελούσε βαρύ πλήγμα για την επιχείρηση. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, αλλά και την εξέλιξη των εργασιακών προσόντων και την διεύρυνση της επιχειρηματικότητας, η πρόβλεψη αυτή άρχισε να εμφανίζεται και στις συμβάσεις εργασίας των περισσότερων εργαζόμενων.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που υφίστανται γύρω από την εφαρμογή μίας τέτοιας ρήτρας. Θα εξεταστεί αρχικά η υποχρέωση μη ανταγωνισμού, ως απορρέουσα της υποχρέωσης πίστης που βαρύνει τον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας και θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την πρακτική χρησιμότητα της ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, τα συγκρουόμενα συμφέροντα εργοδότη και εργαζομένου που προστατεύονται και περιορίζονται εκατέρωθεν με τη συνομολόγησή της, καθώς και το κατά πόσο η συμβατική ελευθερία είναι σε θέση να επιτύχει μια δίκαιη εξισορρόπηση των συμφερόντων αυτών. Θα προσπαθήσουμε να διασαφηνίσουμε τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την κατάφαση της νομιμότητας της ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, την έκταση της καταχρηστικότητάς της, των εννόμων συνεπειών που επέρχονται από την παραβίασή της, αλλά και αυτών που επέρχονται όταν το περιεχόμενό της κρίνεται άκυρο από τον δικαστικό έλεγχο. Τέλος, θα γίνει προσπάθεια προσέγγισης ειδικότερων ζητημάτων αφορώντων την επίμαχη ρήτρα, όπως είναι η ερμηνευτική προσέγγισή της, η δυνατότητα ρύθμισής της μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.
Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές
70 σ.