This thesis examines the legal institution of third-party opposition (Article 936
of the Greek Code of Civil Procedure), as well as the institution of creditor fraud and
the actio pauliana (Articles 939 et seq. of the Greek Civil Code). It analyzes the specific
conditions of these legal remedies, their legal consequences and the particular issues
that may arise, with a special emphasis on their direct teleological conjunction.
On the one hand, the procedural institution of third-party opposition, as
provided by Article 936 of the Code of Civil Procedure, safeguards the rights of third
parties who, while not liable to perform a specific obligation, have suffered
enforcement proceedings or enforcement measures against their assets. On the other
hand, the institution of the actio pauliana ensures the protection of creditors from
fraudulent transfers by debtors seeking to secure their assets beyond the reach of their
creditors.
Moreover, in light of the amendments introduced by Law 2298/1995 to the
provisions of the Code of Civil Procedure, the issue surrounding the interpretation of
Article 943(1) of the Civil Code has been resolved, particularly in relation to the legal
consequences arising from the annulment of a fraudulent conveyance. These
amendments established the legal ineffectiveness of the annulled act and the
“unenforceability” of the third party’s acquired right against the creditor who
successfully annulled the transfer by means of a court decision – meaning that the
third party may not invoke a third-party opposition under Article 936 of the Code of
Civil Procedure.
Thus, the complementary nature of these two legal institutions becomes
evident, as the primary objective of annulling a fraudulent transfer is to restore the
creditor’s ability to initiate enforcement
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται το θεσμό της ανακοπής του τρίτου (936 ΚΠολΔ), καθώς και to θεσμό του ουσιαστικού δικαίου της καταδολίευσης δανειστών και της αγωγής διάρρηξης (939 επ. ΑΚ), άλλως παυλιανής αγωγής, αναλύοντας τις ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής του καθενός εξ αυτών, τις επερχόμενες έννομες συνέπειες τους και τα ειδικότερα επιμέρους αναφυόμενα ζητήματα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην άμεση τελεολογική σύνδεσή τους. Από τη μία, ο θεσμός δικονομικής φύσης της ανακοπής του τρίτου κατά τη διάταξη του άρθρου 936 ΚΠολΔ κατοχυρώνει την προστασία τρίτων μη ευθυνόμενων προς εκπλήρωση μίας συγκεκριμένης παροχής κατά το ουσιαστικό δίκαιο προσώπων, έναντι των οποίων επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση και από την άλλη, ο θεσμός ουσιαστικής φύσης της παυλιανής αγωγής εξασφαλίζει την προστασία των δανειστών από δόλιες μεταβιβάσεις των οφειλετών τους, οι οποίοι επιχειρούν να καταστήσουν απρόσιτη την περιουσία τους έναντι των δανειστών τους. Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το ν. 2298/1995 στις διατάξεις του ΚΠολΔ, επιλύθηκε το ζήτημα γύρω από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 943 παρ. 1 ΑΚ σε σχέση με τις επερχόμενες με τη διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης έννομες συνέπειες και καθιερώθηκε η ανενέργεια της διάρρηξης και το «μη αντιτάξιμο» του δικαιώματος του τρίτου, που απέκτησε το απαλλοτριωθέν, έναντι του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης με σχετική δικαστική απόφαση, ήτοι η μη δυνατότητα προβολής του δικαιώματος εκ μέρους του με την ανακοπή του 936 ΚΠολΔ. Η αλληλοσυμπλήρωση, επομένως, των θεσμών είναι προφανής, αφού μάλιστα βασικός στόχος της διάρρηξης της καταδολιευτικής μεταβίβασης είναι η αποκατάσταση της δυνατότητας του δανειστή - φορέα της απαίτησης προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως αναλύεται στην παρούσα εργασία.
Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές
112 σ.