Η ελιά αποτελεί ένα δέντρο το οποίο κατέχει κυρίαρχη θέση στην ιστορία του ανθρώπου, με τις περιοχές της Μεσογείου να αποτελούν τις βασικότερες παραγωγικές χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ελιά παράγει μια πληθώρα ποικιλιών, ανάλογα με την χώρα, το έδαφος και την περιοχή καλλιέργειας, βάλλεται όμως από πολλούς εχθρούς και ασθένειες οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται πριν αναπτυχθούν. Οι κυριότερες καλλιεργητικές φροντίδες της είναι το χειμερινό κλάδεμα και η συγκομιδή, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η άρδευση, η φυτοπροστασία και η λίπανση. Στόχος της έρευνας είναι η αποτύπωση των παραγόντων που επηρεάζουν την ανάπτυξη της ελιάς καθώς και η καταγραφή των κατάλληλων μεθόδων καλλιέργειας, ενώ παράλληλα, επιδιώκεται η ποσοτική χαρτογράφηση της ελαιοκαλλιέργειας στην Ελλάδα και η ανάλυση των ευκαιριών/προβλημάτων, ενώ για την επίτευξη των ερευνητικών στόχων, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της δευτερογενούς έρευνας. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 3η θέση παγκοσμίως αναφορικά με την παραγωγή ελιάς και ελαιόλαδου, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κατέχει ανταγωνιστική θέση, καταγράφεται απαξίωση και μείωση των εκτάσεων καλλιέργειας, με τον αριθμό των απασχολούμενων στην συγκεκριμένη αγροτική απασχόληση να εμφανίζεται πτωτικός. Σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με τις δυο κύριες ανταγωνίστριες χώρες (Ιταλία και Ισπανία), αποτελεί το γεγονός ότι το 80% της ετήσιας παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, ενώ παράλληλα διαθέτει την χαμηλότερη τιμή ανά 100kg ελαιόλαδου παρά την υψηλή του ποιότητα. Προκειμένου ωστόσο να διατηρήσει και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστική της θέση, αναγκαία κρίνεται η εφαρμογή νέων πρακτικών καλλιέργειας και η εγκατάσταση συστημάτων γεωργίας ακριβείας, προκειμένου να βελτιωθεί η Ελληνική παραγωγή, όχι μόνο έχοντας ως γνώμονα την εγχώρια ζήτηση, αλλά επιδιώκοντας και την περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών της χώρας. Εκτός όμως από αυτά, καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης ελαιοπαραγωγής, αποτελεί η αλλαγή νοοτροπίας, στάσεων και αντιλήψεων των ελαιοκαλλιεργειών, προκειμένου να μπορούν να ανταποκρίνονται στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες των καταναλωτών, καθώς και στις σύγχρονες περιβαλλοντικές απαιτήσεις/νομοθεσίες.