Μια διεύρυνση χωρίς προηγούμενο.Η επικείμενη διεύρυνση είναι μια από τις σημαντικότερες ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στις αρχές του 21ου αιώνα. Η περαιτέρω ενοποίηση της ηπείρου με ειρηνικά μέσα, που θα επεκτείνει μια ζώνη σταθερότητας και ευημερίας σε νέα κράτη μέλη, αποτελεί μοναδικό και ιστορικό εγχείρημα.
Η ΕΕ έχει ήδη μια προϊστορία επιτυχών διευρύνσεων. Η συνθήκη του Παρισιού (1951) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και η συνθήκη της Ρώμης (1957) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ ή EURATOM) υπεγράφησαν από έξι ιδρυτικά μέλη: το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες. Στη συνέχεια η ΕΕ γνώρισε τέσσερις διαδοχικές διευρύνσεις: 1973 Δανία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο 1981 Ελλάδα, 1986 Πορτογαλία και Ισπανία 1995 Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία. Ωστόσο, η τωρινή διεύρυνση συνιστά μοναδική πρόκληση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο από την άποψη της κλίμακας και της πολυμορφίας: αριθμός υποψηφίων χωρών, γεωγραφική έκταση και πληθυσμός, πλήθος διαφορετικών ιστορικών και πολιτιστικών διαδρομών. Αν και οι βάσεις για τη διεύρυνση είχαν τεθεί από το 1993, η ΕΕ κίνησε επίσημα τη διαδικασία για την τελική φάση της διεύρυνσης το Μάρτιο του 1998. Η διαδικασία αυτή καλύπτει τις ακόλουθες δεκατρείς υποψήφιες για ένταξη χώρες: Βουλγαρία, Κύπρο, Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Ουγγαρία, Αεττονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβάκική Δημοκρατία, Σλοβενία και Τουρκία.