Δύο από τους σημαντικότερους κανόνες που διέπουν τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές είναι οι "International Commercial Terms" (Incoterms) και η "Σύμβαση των "Hνωμένων Εθνών για την Πώληση Διεθνών Εμπορευμάτων" (CISG). Οι Incoterms περιγράφουν τους όρους πώλησης και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων σε μια συναλλαγή, ενώ η CISG παρέχει ένα νομικό πλαίσιο για τη ρύθμιση διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων.Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1980 για τη Διεθνή Πώληση Αγαθών (CISG) ενοποιεί το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει τις διεθνείς συμβάσεις για την πώληση αγαθών με γνώμονα την ασφάλεια δικαίου και την προβλεψιμότητα. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματά της είναι ότι μειώνει τα κόστη συναλλαγών περιορίζοντας την ανάγκη προσφυγής σε σύγκρουση κανόνων δικαίου.Η CISG έχει γίνει ευρέως αποδεκτή από χώρες διαφορετικών νομικών και οικονομικών υποβάθρων. Η ευρεία αποδοχή της Σύμβασης αποδίδεται στην ευελιξία της αφού δεν απαιτεί την άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων που ορίζονται στις διατάξεις της, αφού η ίδια η Σύμβαση πρεσβεύει την αρχή της αυτονομίας των μερών και την γενική τήρηση της καλής πίστης στο διεθνές εμπόριο. Τα κενά που υπάρχουν στη Σύμβαση θα συμπληρώνονται με τις γενικές αρχές στις οποίες βασίζεται η CISG. Η Σύμβαση δίνει μεγάλη προτεραιότητα στον ρόλο των εμπορικών χρήσεων και τις καθιερωμένες εμπορικές πρακτικές σε επίπεδο διεθνούς εμπορίου. Η χρήση ουδέτερης ορολογίας στη Σύμβαση αφήνει περιθώρια για αυτόνομη και ανεξάρτητη ερμηνεία σύμφωνα με τις συνεχώς εξελισσόμενες διεθνείς πρακτικές, διασφαλίζοντας έτσι ότι η Σύμβαση συμβαδίζει με τις διεθνείς εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο.Το μειονέκτημα, ωστόσο, είναι ότι τα εμπορικά έθιμα και πρακτικές ερμηνεύονται διαφορετικά ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο στον οποίο βρίσκονται. Επιπλέον, από τη φύση τους, οι όροι του εμπορίου εξελίσσονται συνεχώς σύμφωνα με την εμπορική πρακτική και άρα είναι μεταβλητοί. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους οι συντάκτες της CISG, απέφυγαν να ορίσουν ρητά εμπορικούς όρους και έννοιες στη Σύμβαση για τη Διεθνή Πώληση Κινητών Πραγμάτων. Ένας άλλος λόγος ήταν οι ήδη υπάρχοντες τυποποιημένων εμπορικοί κανόνες που είχαν διατυπωθεί από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), οι λεγόμενοι Incoterms, οι οποίοι ενημερώνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και πιο συγκεκριμένα, ανά δεκαετία, για να συμβαδίζουν και να ανταποκρίνονται με τις εξελίξεις στη διεθνή εμπορική πρακτική, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό εάν οι εμπορικοί όροι είχαν καθοριστεί στη CISG.Η παρούσα εργασία θα δείξει πως οι συνήθεις εμπορικοί κανόνες και πρακτικές (Incoterms) δεν λειτουργούν μόνο ως εργαλείο ερμηνείας για την κάλυψη κενών αλλά μπορούν επίσης να συμπληρώνουν τις διατάξεις της CISG και να συνυπάρχουν ώστε να παρέχουν ασφάλεια δικαίου στις εμπορικές συναλλαγές.Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναλύσει την σχέση ανάμεσα στους κανόνες που τίθενται στις διεθνείς συναλλαγές μέσω των Incoterms και της CISG και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν την εκτέλεση και την ερμηνεία των εμπορικών συμβάσεων. Θα εξεταστούν οι βασικές αρχές και οι κύριοι κανόνες των Incoterms, καθώς και οι βασικές αρχές και το περιεχόμενο της CISG και το πεδίο και τα όρια εφαρμογής της σε συγκεκριμένες πτυχές της διεθνούς πώλησης κινητών πραγμάτων. Θα διερευνηθεί πως λειτουργούν στην πράξη οι δύο αυτές νομικές έννοιες για τη διευκόλυνση και την επίλυση ενδεχόμενων διεθνών εμπορικών διαφορών.Μέσω αυτής της εργασίας, θα αναδειχθεί η σημασία της σωστής εφαρμογής και σχέσης των ρητρών Incoterms και της CISG για την επίτευξη όσο το δυνατόν περισσότερης ασφάλειας και νομικής προστασίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Κατανοώντας τους κανόνες και τις διαδικασίες των δύο αυτών εμπορικών εννοιών, οι επιχειρήσεις μπορούν να διασφαλίσουν μια ομαλή και αξιόπιστη διαχείριση των συναλλαγών τους, μειώνοντας τον κίνδυνο παρερμηνείας και ασυμφωνίας.
(EL)
Two of the most important rules governing international trade are the "International Commercial Terms" (Incoterms) and the "United Nations Convention on the International Sale of Goods" (CISG). In a transaction, the Incoterms describe the terms of sale and transactions of the parties, while the CISG provides a legal framework for regulating international sales of movables goods.The 1980 United Nations Convention on the International Sale of Goods (CISG) unifies the substantive law governing international contracts for the sale of goods providing a legal certainty and predictability needed in these transactions. One of its main advantages is that it reduces transaction costs by limiting the need to resort the conflict of law rules.The CISG has been widely accepted by countries of different legal and economic backgrounds. The wide acceptance of the Convention is attributed to its flexibility since the rules defined in its provisions are not required to apply, since the Convention itself advocates the principle of party autonomy and the general observance of good faith in international trade. The gaps that exist in the Convention will be filled with the general principles on which the CISG is based. The Convention gives high priority to the role of trade money and established trade practices at the level of international trade. The use of neutral terminology in the Convention leaves room for autonomous and independent interpretation in accordance with the constantly evolving international practices, thus ensuring that the Convention is in line with international practices.The downside, however, is that trade customs, usages and practices are interpreted according to the place and time in which they are found. Furthermore, by their very nature, the terms of trade are constantly evolving in accordance with commercial practice and are therefore variable. This was one of the reasons why the drafters of the CISG avoided, explicitly, defining commercial terms in the Convention. Another reason was the already existing standard trade rules formulated by the International Chamber of Commerce (ICC), the “Incoterms”, which are updated at regular intervals and more specifically, every decade or so, to keep up with and respond to the needs of international trade practice, which would have not been possible if trade terms were specifically defined within the CISG.This paper will show that common trade usages and practices not only act as an interpretative tool to fill gaps, but can also complement the provisions of the CISG in mutual coexistence.The purpose of this paper is to analyze the relation between the rules set in international transactions through Incoterms and the CISG and how they affect the execution and interpretation of commercial contracts. The basic principles and main rules of Incoterms will be examined, as well as the field of application of the CISG to specific aspects of the international sale of goods. A study will follow of how these two legal concepts work in practice to facilitate and resolve potential international commercial disputes.Through this paper, the importance of the correct application and interaction of the Incoterms and the CISG will be underlined in order to provide a secure and legally protected environment in international transactions. By understanding the rules and procedures of these two sets of commercial rules, businesses can ensure a smooth and reliable management of their transactions, reducing the risk of misinterpretation and inconsistency.
(EN)