Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2009 (EL)

Ο προσδιορισμός του φύλου του ατόμου με βάση την ακτινολογική εξέταση του σκελετού
Identification of sex based on digital radiographs of the skeleton

Kranioti, Elena

Η ταυτοποίηση ενός πτώματος αγνώστων στοιχείων αποτελεί πρωταρχικό στόχο κατά την Ιατροδικαστική διερεύνηση ενός θανάτου. Κάτι τέτοιο είναι σχετικά εύκολο σε περιπτώσεις που ο θάνατος έχει επέλθει κάποιες ώρες έως και λίγες μέρες πριν από την ιατροδικαστική έρευνα και διασώζονται ακόμη με ευκρίνεια τα χαρακτηριστικά του προσώπου ή ακόμη και τα αποτυπώματα ή κάποιοι ιστοί από τους οποίους μπορεί να γίνει γενετική ταυτοποίηση του αγνώστου πτώματος. Μετά την αποσύνθεση όμως, πολλά από τα αρχικά χαρακτηριστικά δεν είναι διαθέσιμα για αναγνώριση και ταυτοποίηση. Παρ ότι η ταυτοποίηση είναι σχετικά ευκολότερη διαδικασία σε περιπτώσεις που ανευρίσκεται ολόκληρος ο σκελετός, γίνεται εξαιρετικά δύσκολη έως και αδύνατη όταν διασώζονται μόνο μερικά οστά, και μάλιστα θρυμματισμένα και κατεστραμμένα, ενώ τα τμήματα του σκελετού τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την αναγνώριση του πτώματος εκλείπουν. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία για την Ιατροδικαστική Επιστήμη, η ανάπτυξη νέων μεθόδων ταυτοποίησης σκελετικών υπολειμμάτων. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η σκελετική ταυτότητα του κάθε ατόμου υπακούει σε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά για την πληθυσμιακή ομάδα στην οποία ανήκει και κατά συνέπεια για τη φυλετική του καταβολή. Οι διάφοροι πληθυσμοί διαφέρουν μεταξύ τους εξαιρετικά, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από γεωγραφικές περιοχές οι οποίες είναι απομονωμένες μεταξύ τους για εκτεταμένο χρονικό διάστημα. Το γεγονός αυτό καθιστά τον καθένα από τους απομονωμένους πληθυσμούς μοναδικό και εντελώς διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Για το λόγο αυτό γεννάται η ανάγκη ανεύρεσης διαφόρων ειδικών τεχνικών με βάση τις οποίες θα γίνει εφικτή η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων και η σύγκρισή της με τις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί για άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Η Ελλάδα ως σύνολο και η Νότια Ελλάδα πιο συγκεκριμένα φαίνεται να αποτελεί μια γεωγραφικά σχετικά απομονωμένη περιοχή. Οι περισσότερες μεταναστεύσεις πληθυσμών περιορίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα και δεν κατάφεραν να επεκταθούν στα ελληνικά νησιά. Έτσι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας οι άνθρωποι των περιοχών αυτών παρέμειναν διαφορετικοί, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την ιατροδικαστική διερεύνηση, πριν αποφανθεί κανείς σχετικά με την ταυτοποίηση ενός ατόμου αγνώστων στοιχείων. Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι ο σχεδιασμός μια τεχνικής για τον προσδιορισμό του φύλου, ειδικά σχεδιασμένης για τον πληθυσμό της νότιας Ελλάδας, και πιο συγκεκριμένα για τον πληθυσμό της Κρήτης.. Επιπρόσθετα τόσο οι Έλληνες γενικά όσο και οι Κρητικοί πιο συγκεκριμένα αποτελούν πληθυσμούς οι οποίοι ουδέποτε μελετήθηκαν ανθρωπολογικά στο παρελθόν και των οποίων τα μορφολογικά χαρακτηριστικά θα επιχειρηθεί να μελετηθούν και να καταγραφούν. Στόχος της εν λόγω ερευνητικής εργασίας είναι η ανάπτυξη συγκεκριμένων ανθρωπομετρικών τεχνικών για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του φυλετικού διμορφισμού στον υπό εξέταση πληθυσμό. Επιπρόσθετα τα αποτελέσματα της μελέτης δύναται να εφαρμοστούν και σε άλλες πληθυσμιακές μελέτες στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων αλλά και σε μεσογειακά φύλα, προσδίδοντας τα δεδομένα για τον προσδιορισμό του φύλου ατόμων αγνώστων στοιχείων σε Ιατροδικαστικές υποθέσεις. Yλικό και Mέθοδοi Το υπό εξέταση δείγμα αποτελείται από σκελετούς από τη συλλογή των οστεοφυλακίων του κοιμητηρίου του Αγίου Κωνσταντίνου και των Πατελών, του Ηρακλείου Κρήτης. Ο πληθυσμός μελέτης περιλαμβάνει σκελετούς Κρητικών ή ατόμων που γεννήθηκαν και έζησαν στην Κρήτη πάνω από τρείς γενεές. Στο δείγμα συμπεριλαμβάνονται άτομα που έζησαν και απεβίωσαν στην Κρήτη μεταξύ τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Άτομα με καταγωγή από άλλα μέρη της Ελλάδος, μετανάστες από την Μικρά Ασία και άτομα με εμφανή παθολογία αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Η ηλικία και η αιτία θανάτου ανεβρέθη από τα πιστοποιητικά θανάτου του Ληξιαρχείου Ηρακλείου, για το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος ενώ το φύλο ήταν εμφανές από τα ονόματα στο εξωτερικό των οστεοθηκών. Η μέση ηλικία για τους άνδρες είναι 68.57+/-13.52 (Ν=61) και για τις γυναίκες 72.98+/-16.9 (Ν=58) έτη. Οστεομετρική μέθοδος Κρανίο: Συνολικά 178 καλά διατηρημένα κρανία χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη. Δεκαέξι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε σπλαχνικό και προσωπικό κρανίο. Η κάτω γνάθος αποκλείστηκε λόγω υπερβολικής φατνιακής απορρόφησης συνέπεια της προχωρημένης ηλικίας μεγάλου ποσοστού του δείγματος. Μακρά οστά: Συνολικά 172 σκελετοί χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη των μακρών οστών. Δώδεκα κλασσικές μετρήσεις ελήφθησαν από τα οστά του άνω άκρου (βραχιόνιο, ακτίνα, ωλένη) και δεκαοκτώ από τα οστά του κάτω άκρου (μηριαίο, κνήμη, περόνη). Όλες οι μετρήσεις ελήφθησαν σύμφωνα με τη μέθοδο του Martin (Martin and Saller, 1959). Ακτινομετρική μέθοδος Συνολικά 106 σκελετοί χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη της ακτινομετρικής μεθόδου. Τέσσερα οστά (βραχιόνιο, ακτίνα, μηριαίο και κνήμη) ακτινογραφήθηκαν σε συγκεκριμένη ανατομική θέση. Το ακτινολογικό μηχάνημα που χρησιμοποιήθηκε είναι ένα ψηφιακό μηχάνημα τύπου TCA 4R PLUS το οποίο αποθηκεύει τις λήψεις και μπορεί κανείς να τις μεταφέρει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που είναι προσαρτημένος στο μηχάνημα και να τις επεξεργαστεί ή να κάνει οποιαδήποτε μέτρηση. Αποτελεί μέρος του βασικού εξοπλισμού του εργαστηρίου Ιατροδικαστικών Επιστημών για την ακτινολογική εξέταση των ιατροδικαστικών περιστατικών, είναι εύχρηστο και δεν απαιτεί ειδική εκπαίδευση για το χειρισμό του η εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία Ακτινολόγου, δεν απαιτεί τη χρήση αναλώσιμων πχ ακτινογραφικά φιλμς κτλ., όπως τα συμβατικά ακτινολογικά μηχανήματα, γεγονός που το καθιστά εξαιρετικά πρακτικό και οικονομικό. Δύο ακτινογραφίες ελήφθησαν από κάθε οστό για κάθε επίφυση ξεχωριστά. Ένας συγκεκριμένος αριθμός σημείων επιλέχθηκαν σε κάθε ακτινογραφία και όλες οι αποστάσεις μεταξύ όλων των σημείων υπολογίστηκαν. Οι αποστάσεις αυτές αποτέλεσαν τις μεταβλητές για την πραγματοποίηση της εν λόγω μελέτης. Χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση μεταβλητότητας (ΑNOVA) για την επιλογή των μεταβλητών που διαφέρουν σημαντικά (p<0.05) μεταξύ των δυο φύλων. Η στατιστική μέθοδος που εφαρμόστηκε είναι η μέθοδος διακρίνουσας ανάλυσης (Discriminant function analysis). Επιπρόσθετα χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της βηματικής διακρίνουσας ανάλυσης (stepwise discriminant function analysis) ώστε να προσδιορισθούν οι παράμετροι που είχαν σημαντική στατιστικά διαχωριστική ικανότητα. Η ανοχή και οι τιμές του F (κριτήριο συμμετοχής στη διακρίνουσα συνάρτηση F&ggt; 3.84 και κριτήριο απόρριψης F&llllt;2.71). Για την ελαχιστοποίηση του σφάλματος με τη χρήση των διακρίνουσων συναρτήσεων, για κάθε συνάρτηση υπολογίστηκαν οι εκ των υστέρων πιθανότητες σωστής ταξινόμησης (posterior probabilities). Το σφάλμα μέτρησης μεταξύ του ίδιου και διαφορετικών παρατηρητών (inter- και intra-observer error) υπολογίστηκε με την δοκιμασία t (student ‗s t-test) για τη σύγκριση μέσων τιμών. Η επιλογή των σημείων στις ακτινογραφίες και η μετρήσεις έγιναν με τη χρήση μιας σειράς λογισμικών (Tpsutil, Tpsdig2, Morpheus et al.). Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS 13 (Statistical Package for Social Sciences). Αποτελέσματα Οστεομετρία Όλες οι μεταβλητές βρέθηκαν να διαφέρουν σημαντικά (p<0.05) μεταξύ των δυο φύλων. Τα μακρά οστά διαχώρισαν το φύλο με μεγαλύτερη επιτυχία από τις διαστάσεις του κρανίου. Ένας συνδυασμός 5 μεταβλητών του κρανίου διαχώρισε το φύλο με επιτυχία σε 88% του δείγματος. Ο καλύτερος συνδυασμός μεταβλητών για το βραχιόνιο οστό διαχώρισε το φύλο με επιτυχία σε 91% του δείγματος. Ο καλύτερος συνδυασμός όλων των μετρήσεων των οστών του άνω άκρου διαχώρισε το φύλο επιτυχώς σε 95% του δείγματος ενώ του κάτω άκρου σε 92% του δείγματος. Ακτινομετρία ‗Όλες οι μεταβλητές του βραχιόνου οστού, πλην μίας, βρέθηκαν να διαφέρουν σημαντικά (p<0.05) μεταξύ των δυο φύλων. Το ποσοστό σωστής ταξινόμησης ήταν παρόμοιο για την άνω και κάτω επίφυση του βραχιόνου. Οι μονές μεταβλητές ταξινόμησαν σωστά έως 86% του δείγματος ενώ διαφορετικοί συνδυασμοί μεταβλητών διαχώρισαν το φύλο με επιτυχία σε έως 89% του δείγματος. Συνολικά 7/28 και 13/15 να διαφέρουν σημαντικά (p7lt;0.05) μεταξύ των δυο φύλων για την άνω και κάτω επίφυση της ακτίνας αντίστοιχα. Η καλύτερη μεταβλητή για την άνω επίφυση της ακτίνας ταξινόμησε σωστά 85% του δείγματος ενώ κανένας συνδυασμός μεταβλητών δεν κατάφερε να υπερβεί το 80% σωστής ταξινόμησης. Αντίθετα για την κάτω επίφυση ένας συνδυασμός 10 μεταβλητών ταξινόμησε σωστά 92% του δείγματος. Η άνω και κάτω επίφυση του μηριαίου έδωσαν παρόμοια αποτελέσματα τόσο για τις μονές μεταβλητές όσο και για συνδυασμούς αυτών. Η καλύτερη μεταβλητή για την άνω επίφυση της μηριαίου ταξινόμησε σωστά 86% του δείγματος και για την κάτω επίφυση 85% του δείγματος. Οι συνδυασμοί των μεταβλητών και στις δυο περιπτώσεις διαχώρισαν το φύλο με επιτυχία σε 90% του δείγματος. Η άνω επίφυση της κνήμης έδωσε καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με την κάτω επίφυση. Η καλύτερη μεταβλητή για την άνω επίφυση της κνήμης ταξινόμησε σωστά 88% του δείγματος ενώ κανένας συνδυασμός μεταβλητών δεν υπερέβη αυτό το ποσοστό. ΢υμπεράσματα 1. Ο προσδιορισμός φύλου με τη χρήση γραμμικών μεταβλητών από ακτινογραφίες των μακρών οστών είναι δυνατή με σωστή ταξινόμηση έως και 95% του δείγματος. 2. Η άνω και κάτω επίφυση έδωσαν παρόμοια αποτελέσματα σωστής ταξινόμησης για την ακτινομετρική μέθοδο σε όλες τις περιπτώσεις με εξαίρεση την ακτίνα. 3. Η ακτινομετρική μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική μέθοδος έναντι της οστεομετρικής σε περιπτώσεις ανεύρεσης σκελετικών υπολειμμάτων από μαζικές καταστροφές ή διαμελισμένα θύματα ανθρωποκτονιών. Η πραγματική υπεροχή ή όχι της ακτινομετρικής μεθόδου έναντι της οστεομετρικής θα πρέπει να ελεγχθεί με μετα- στατιστική ανάλυση. 4. Η οστεομετρική μέθοδος είναι επιτυχής στον προσδιορισμό φύλου για τον Κρητικό πληθυσμό ο οποίος δεν είχε συμπεριληφθεί μέχρι τώρα στις γνωστές βάσεις δεδομένων. 5. Ο σεξουαλικός διμορφισμός του Κρητικού πληθυσμού αντανακλάται περισσότερο στα μετρικά χαρακτηριστικά των μακρών οστών σε σύγκριση με το κρανίο. (EL)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text

Radiography
Forensic anthropology
Μακρά οστά
Ιατροδικαστική ανθρωπολογία
Long bones
Forensic medicine
Ακτινογράφηση
Ιατροδικαστική


Ελληνική γλώσσα

2009-07-24


Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.