Study of the effect of the free radical inhibitory action of Desferrioxamine, Zinc-desferrioxamine and Gallium-desferrioxamine on a corneal alkali burn rabbit model

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




1999 (EL)

Μελέτη του αποτελέσματος της ανασταλτικής δράσης των ελευθέρων ριζών της Δεσφερριοξαμίνης, Ψευδάργυρο-δεσφερριοξαμίνης και Γαλλιο-δεσφερριοξαμίνης σε μοντέλο αλκαλικού εγκαύματος κερατοειδούς κονίκλου
Study of the effect of the free radical inhibitory action of Desferrioxamine, Zinc-desferrioxamine and Gallium-desferrioxamine on a corneal alkali burn rabbit model

Siganos, Xaralampos S
Σιγανός, Χαράλαμπος Σ

Τα αλκαλικά εγκαύματα του κερατοειδούς αποτελούν κλινικό πρόβλημα που θέτει σε κίνδυνο την ανατομική ακεραιότητα του οφθαλμού, δεδομένου ότι προκαλούν εξέλκωση και τήξη του κερατοειδούς με πιθανότητα διάτρησης, ανάλογα με την ουσία και τη σοβαρότητα του εγκαύματος, και κατά συνέπεια απώλεια όρασης μέχρι και ολοσχερή τύφλωση. Οι ελεύθερες ρίζες του οξυγόνου, είναι ένας από τους παράγοντες εκείνους που συντείνουν στη διαδικασία τήξης του κερατοειδούς μετά από αλκαλικό έγκαυμα. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η μελέτη της αποτελεσματικότητας της δεσφερριοξαμίνης, ψευδαργυρο-δεσφερριοξαμίνης και της γαλλιο-δεσφερριοξαμίνης, ουσιών με αποδεδειγμένη ανασταλτική δράση στις ελεύθερες ρίζες, στην προστασία του κερατοειδούς από τήξη μετά από αλκαλικό έγκαυμα. Γιά το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μοντέλο αλκαλικού εγκαύματος κερατοειδούς με καυστική σόδα σε πενήντα συνολικά κονίκλους σε δύο πειράματα διαρκείας 28 ημερών το καθένα. Στο πρώτο πείραμα (είκοσι κόνικλοι) χορηγήθηκε τοπικά ψευδαργυρο-δεσφερριοξαμίνη σε 10 κονίκλους και φυσιολογικός ορός (έκδοχο) σε άλλους 10 (ομάδα ελέγχου). Στο δεύτερο πείραμα (τριάντα κόνικλοι) χορηγήθηκαν τοπικά δεσφερριοξαμίνη (10 κόνικλοι), γαλλιοδεσφερριοξαμίνη (10 κόνικλοι) και φυσιολογικός ορός (10 κόνικλοι, ομάδα ελέγχου). Η τοπική χορήγηση της θεραπείας και στα δύο πειράματα, με μορφή ενστάλλαξης σταγόνων στον κερατοειδή, έγινε με συχνότητα μιας σταγόνας ανά δίωρο επί δωδεκαώρου καθημερινά κατά τη διάρκεια των 28 ημερών. Γιά την αξιολόγηση της χορηγούμενης θεραπείας οι κόνικλοι εξετάζονταν κλινικά στη σχισμοειδή λυχνία δύο φορές την εβδομάδα και μελετήθηκαν οι εξής παράμετροι στον κερατοειδή: βαθμός εξέλκωσης , εμβαδόν έλκους, εμβαδόν επιθηλιακού ελλείματος και έκταση των νεοαγγειώσεων. Επίσης, κατά το τέλος του κάθε πειράματος και αφού οι κόνικλοι θυσιάστηκαν, αφαιρέθηκε ο κερατοειδής για ιστοπαθολογική μελέτη. Σε τρίτο πείραμα (πέντε κόνικλοι), μελετήθηκε η τοξικότητα της δεσφερριοξαμίνης με τη χορήγησή της τοπικά σε υγιείς οφθαλμούς με συχνότητα μίας σταγόνας ανά μισή ώρα επί δωδεκαώρου καθημερινά για μια εβδομάδα. Στους ετερόπλευρους οφθαλμούς των πέντε αυτών κονίκλων χορηγήθηκε φυσιολογικός ορός με την ίδια συχνότητα (ομάδα ελέγχου). Γιά την αξιολόγηση της τοξικότητας, οι κόνικλοι εξετάσθηκαν κλινικά στη σχισμοειδή λυχνία πριν την έναρξη και μετά τη λήξη της θεραπείας, και αναζητήθηκαν σημεία τοξικότητας, όπως στικτή κερατίτιδα, ερεθισμός του επιπεφυκότος και καταρράκτης. Επίσης, για τη μελέτη της τοξικότητας στον αμφιβληστροειδή έγινε ηλεκτροαμφιβληστροειδογράφημα πριν την έναρξη και μετά τη λήξη της θεραπείας, και μετά το τέλος της μελέτης και αφού θυσιάστηκαν οι κόνικλοι, αφαιρέθηκαν οι οφθαλμοί γιά ιστοπαθολογική εξέταση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η δεσφερριοξαμίνη και η ψευδαργυρο-δεσφερριοξαμίνη μείωσαν σημαντικά την εξέλκωση και τήξη του κερατοειδούς στο μοντέλο του αλκαλικού εγκαύματος, ενώ αντίθετα η γαλλιοδεσφερριοξαμίνη δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά από την ομάδα ελέγχου. Καμμία από τις χορηγηθείσες ουσίες δεν είχε στατιστικά σημαντική δράση στη μείωση της έκτασης της νεοαγγείωσης και του εμβαδού του επιθηλιακού ελλείμματος, εκτός της δεσφερριοξαμίνης που είχε κάποια θετικά σημεία στην επιθηλιοποίηση. Η μελέτη της τοξικότητας έδειξε ότι η τοπική χορήγηση της δεσφερριοξαμίνης δεν είχε τοξική δράση στους οφθαλμούς των κονίκλων, όπως προκύπτει τόσο από την κλινική εξέταση και το ηλεκτροαμφιβληστροειδογράφημα, όσο και από την ιστοπαθολογική εξέταση. Από την εργασία αυτή προκύπτει ότι η ανασταλτική δράση στις ελεύθερες ρίζες του οξυγόνου της δεσφερριοξαμίνης και της ψευδαργυρο-δεσφερριοξαμίνης, προστάτεψε τον κερατοειδή των κονίκλων, μειώνοντας την εξέλκωση και τήξη του μετά από αλκαλικό έγκαυμα. Η μη θετική δράση σε άλλες παραμέτρους (νεοαγγείωση, επιθηλιοποίηση) αποδίδεταιι στο γεγονός ότι η αιτία της φλεγμονής που προκαλείται μετά το έγκαυμα είναι πολυπαραγοντική, και ο έλεγχος ενός μόνο παράγοντα, όπως οι ελεύθερες ρίζες δεν επαρκεί γιά να αναστρέψει τα αποτελέσματα αυτής της φλεγμονής. Επομένως, οι ουσίες αυτές μπορούν να παίξουν συμπληρωματικό ρόλο στην αντιμετώπιση του αλκαλικού εγκαύματος στον κερατοειδή. (EL)
Corneal alkali injury is a clinical problem that endangers the anatomical integrity of the eye, since it leads to ulceration and melting of the cornea. This may result, according to the type of alkali and the severity of the injury, to corneal perforation and subsequent decrease or even total loss of vision. The oxygen free radicals are considered as one of the incriminating factors in the process of corneal melting following alkali burn. The purpose of the current work, is the study of the efficacy of desferrioxamine, zinc-desferrioxamine and gallium-desferrioxamine, compounds with proved free radical inhibitory properties, in protecting the cornea from melting following alkali injury. A corneal alkali burn model with caustic soda was used for this purpose, in two experiments hosting a total of fifty rabbits. Each experiment lasted 28 days. During the first experiment (20 rabbits), ten animals received topical application of zinc-desferrioxamine, while normal saline (vehicle) was applied to the other ten (control group). During the second experiment (30 rabbits), in three groups of ten animals each, one group received topical desferrioxamine, the second received topical gallium-desferrioxamine, and the third normal saline (control group). The topical use of treatment in both experiments was in the form of eye drops in the cornea, every two hours for twelve hours daily during the 28 days of the study. To evaluate the efficacy of the applied treatment, the rabbits were examined clinically in the slit-lamp twice a week, and the following parameters were studied: ulceration grade, ulceration area, area of epithelial defect, extent of neovascularization. Also, at the end of each experiment, the animals were sacrificed, and the corneas were excised for histopathological evaluation. In a third experiment hosting five rabbits, the toxicity of desferrioxamine was studied, using topical application of eye drops of the drug in healthy eyes every half-hour for twelve hours daily, during a period of one week. In the fellow eyes of those five rabbits normal saline was applied in the same manner (control group). To evaluate toxicity, the rabbits were examined clinically in the slit-lamp, before the institution and after the completion of the treatment, and toxicity signs were looked for, as: punctate keratitis, conjunctival irritation and cataract. Also for the evaluation of retinal toxicity, an electroretinogram was performed, before the institution and after the completion of the treatment. Lastly, at the end of the study, animals were sacrificed and the eyes were excised for histopathological evaluation.The results showed that desferrioxamine and zinc-desferrioxamine significantly reduced the corneal ulceration and melting in the alkali burn model, while gallium-desferrioxamine showed no statistically significant differences from the control group. None of the used drugs significantly reduced neovascularization or epithelial defect size, except desferrioxamine that showed some positive effect on epithelialization. The toxicity study showed that desferrioxamine had no toxic effect on the rabbits' eyes, according to the results of the clinical examination, the electroretinogram, as well as the histopathology report. From the above, it seems that the free radical scavenging effect of desferrioxamine and zinc-desferrioxamine protected the rabbits' alkali burned cornea, by reducing ulceration and melting. The non significant effect on other parameters such as neovascularization and epithelial healing, is attributed to the fact that the causes of alkali burn-induced inflammation are multifactorial, hence, controlling one factor alone, such as free radicals, seems to be insufficient to reverse the results of this inflammation. Therefore, these two drugs may play an adjuvant role in the management of corneal alkali burns. (EN)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text


Ελληνική γλώσσα

1999-07-01
1999-10-01


Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.