Το πρόβλημα της διγλωσσίας : Η περίπτωση του Σολωμού

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Πανεπιστήμιο Κρήτης   

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



Το πρόβλημα της διγλωσσίας : Η περίπτωση του Σολωμού

Αθανασοπούλου, Αφροδίτη

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text

1999


Στη μελέτη εξετάζεται το πρόβλημα της διγλωσσίας με εστίαση στην ιδιότυπη «υβριδική γλώσσα» των σολωμικών Αυτογράφων. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρία μέρη: στο πρώτο αναπτύσσεται ο σύνθετος θεωρητικός προβληματισμός που εγείρει το φαινόμενο της διγλωσσίας / πολυγλωσσίας· στο δεύτερο, το πρόβλημα των ελληνοϊταλικών του Σολωμού τοποθετείται στην ιστορικο-φιλολογική προοπτική του (Επτάνησα – νεοσύστατο ελλαδικό βασίλειο, πρώτο ήμισυ 19ου αι.)· τέλος, στο τρίτο μέρος γίνεται μια συστηματική τυπολογική περιγραφή του φαινομένου, όπως αυτό παρουσιάζεται στα χειρόγραφα του ποιητή. Η μελέτη παρουσιάζει διεπιστημονικό ενδιαφέρον, καθώς στο θεωρητικό της Α΄ μέρος το φαινόμενο αναλύεται από διάφορες σκοπιές: την αυστηρά γλωσσολογική, την κοινωνιο-γλωσσολογική, την ψυχογλωσσολογική, τη νευρογλωσσολογική και την υφογλωσσολογική. Εξετάζονται, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της πρώιμης (παιδικής) διγλωσσίας ή πολυγλωσσίας, το ζήτημα της ορολογίας με ειδική αναφορά στη διάκριση μεταξύ bilingualism και diglossia (που προτείνω να αποδοθούν ως «ατομική» και «κοινωνική» διγλωσσία), η έννοια της «γλωσσικής διαπλοκής» (code-switching και code-mixing), το πρόβλημα της συνύπαρξης και συλλειτουργίας περισσοτέρων της μίας γλωσσών στον ανθρώπινο εγκέφαλο κ.λπ. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την επιλογή της σολωμικής διγλωσσίας ως «μελέτης περίπτωσης», αυτή υπαγορεύτηκε κατ’ αρχήν από το γεγονός ότι η μελέτη της γλώσσας του Σολωμού, περισσότερο ίσως από τη γλώσσα οποιουδήποτε άλλου Νεοέλληνα ποιητή, αποτελεί ζήτημα νευραλγικής σημασίας για την κατανόηση της ποιητικής του προσπάθειας, είτε την δούμε από την άποψη των καρπών που απέδωσε είτε την δούμε από την άποψη των ορίων πάνω στα οποία συντρίφτηκε. Αν θεωρήσουμε τη δημιουργική πράξη, όπως την ορίζει ο Σεφέρης, ως διαδικασία συντονισμού ανάμεσα στην ευαισθησία του δημιουργού και στο υλικό της τέχνης του (τη γλώσσα), το πρόβλημα με το «υλικό της τέχνης» του Σολωμού –πρόβλημα που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε γενικότερες σκέψεις για τη διαμόρφωση αυτού που λέμε «λογοτεχνικό ύφος»– είναι ότι αποτελεί ένα υβρίδιο, μια γλώσσα που είναι ταυτόχρονα ελληνική και ιταλική. Αν, λοιπόν, το τελικό βήμα για να εκτιμήσουμε το ποιητικό εγχείρημα του Σολωμού είναι να δούμε εάν και σε ποιον βαθμό επιτυγχάνεται ο συντονισμός ανάμεσα στην ευαισθησία του και στο ποιητικό ρήμα, το πρώτο βήμα είναι να εξετάσουμε ποιο είναι αυτό το ποιητικό ρήμα, πώς οργανώνεται η «γραμματική» αυτής της ερμαφρόδιτης γλώσσας, πώς διαπλέκονται και πώς συνεργούν ελληνικά και ιταλικά στη διαμόρφωση του οργάνου της σολωμικής έκφρασης. Αυτό ήταν το ζητούμενο πάνω στο οποίο δομήθηκε η εργασία μου, θέλοντας να καλύψει ένα κενό στη σολωμική βιβλιογραφία, μια που η μελέτη του ιδιότυπου γλωσσικού οργάνου του «γενάρχη» της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, όπως εξηγώ στον Πρόλογο της εργασίας μου και αναλυτικά στο Β΄ Μέρος, υπέστη, για λόγους ιστορικούς και ιδεολογικούς, αλλεπάλληλες διαθλάσεις, απλουστεύσεις, ενίοτε και παραμορφώσεις, ώς τα πολύ πρόσφατα χρόνια. Πρόθεσή μου ήταν να περιγράψω, στο Γ΄ κυρίως Μέρος, το φαινόμενο της σολωμικής διγλωσσίας όσο το δυνατόν πιο συστηματικά, ανάγκη η οποία με οδήγησε να αναζητήσω τους περιγραφικούς μου όρους στη Γλωσσολογία (και να προτείνω, σε ορισμένες περιπτώσεις, νέους όρους για την ακριβέστερη περιγραφή-διάκριση των φαινομένων στο παράδειγμά μου: αναφέρω, ενδεικτικά, τη βασική διάκριση ανάμεσα σε «διαπλοκή επιφανείας», πρόδηλη δηλαδή, και «διαπλοκή βάθους», δηλαδή τη χωνεμένη και άδηλη όσμωση ανάμεσα στις δύο βασικές γλώσσες της κουλτούρας του). Η επιλογή αυτή –για την ακρίβεια: η μεθοδολογική αυτή αναγκαιότητα– ίσως, εκ πρώτης όψεως, δημιουργήσει την εντύπωση μιας ασύμμετρης μετατόπισης του κέντρου βάρους της μελέτης από τη λογοτεχνία στη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, και στον βαθμό που η μελέτη της γλώσσας ενός ποιητή δεν μπορεί παρά να σχετίζεται, ομφάλια, με τη μελέτη της λογοτεχνίας, η εντύπωση αυτή είναι απατηλή. Κατά βάθος, αρκετά στοιχεία της εργασίας κεντρίζουν το ενδιαφέρον του ειδικού μελετητή της λογοτεχνίας (και ανοίγουν κατευθύνσεις στη σχετική έρευνα), όπως, για παράδειγμα, το πρόβλημα της ιστορικο-φιλολογικής προοπτικής μέσα στην οποία εντάσσεται –ως «παραδειγματικό» μάλλον παρά ως «μοναδικό» φαινόμενο– η σολωμική διγλωσσία· η δυνατότητα και ενδογλωσσικής ερμηνείας ορισμένων ιδιότυπων εκφράσεων του Σολωμού, γεγονός που επιτείνει τη συνθετότητα και ρευστότητα του φαινομένου σε ό,τι αφορά ιδίως τη «διαπλοκή βάθους»· η επέκταση του φαινομένου της ιταλοελληνικής διαπλοκής και στο επίπεδο της μετρικής· η κρίσιμη, γλωσσική και ρητορική, συμβολή των αυτοσχέδιων ιταλόγλωσσων ποιημάτων του Σολωμού στη διαμόρφωση, για την ακρίβεια: μεταφορά ενός «ποιητικού ιδιώματος» στα ελληνό-γλωσσα έργα του, με άλλα λόγια, η υφολογική διάσταση της σολωμικής διγλωσσίας, κ.ο.κ. Κρίνω, τέλος, σκόπιμο να διευκρινίσω δύο βασικές μεθοδολογικές επιλογές-αποφάσεις (που ίσως φαίνονται σαν «περιορισμοί» αλλά στην πραγματικότητα οριοθετούν επακριβώς τη συμβολή αυτής της μονογραφίας στη σολωμική βιβλιογραφία): i. Το ότι η διατριβή αξιοποιεί κατά βάση το πρωτογενές υλικό των σολωμικών Αυτογράφων και όχι άλλο (π.χ. εκδόσεις σολωμικών Ευρισκομένων [Πολυλά], Απάντων [Λ. Πολίτη], Ποιημάτων και Πεζών [Αλεξίου] και παρόμοια) δεν αποτελεί «περιορισμό» αλλά σκόπιμη επιλογή. Πρώτον, γιατί σε αυτό το υλικό, των χειρογράφων, παρουσιάζεται ανάγλυφη –και επομένως γίνεται κυρίως επαισθητή στον ερευνητή– η πραγματική φύση της σολωμικής διγλωσσίας, καθώς είναι αδύνατον κανείς, σκύβοντας στις σελίδες αυτών των χειρογράφων, να μην αντιληφθεί τη «γλωσσική διαπλοκή» ανάμεσα στις δύο γλώσσες της παιδείας του. Δεύτερον, γιατί το ερευνητικό μου διακύβευμα ήταν να εξετάσω εν τω γεννάσθαι, στο ποιητικό εργαστήρι του ποιητή, τον τρόπο που συναρθρώνεται και δίνει ποιητικό αποτέλεσμα αυτή η ιδιότυπη «υβριδική» ή «μιγαδική» γλώσσα (και ποιητική ευαισθησία), η οποία αντλεί εξίσου από την ελληνική και την ιταλική έκφραση, χωρίς να είναι ούτε ελληνική ούτε ιταλική αλλά ελληνοϊταλική/ιταλοελληνική, δηλαδή κάτι απείρως πιο σύνθετο από την «παράλληλη» ή «συμπληρωματική» χρήση των δύο γλωσσικών κωδίκων, όπως παρουσιάστηκε, εξομαλυσμένη, από τους περισσότερους εκδότες και μελετητές του σολωμικού έργου μετά τον θάνατό του. Η συμβολή της εν λόγω διατριβής είναι ότι έθεσε την εγκυρότητα αυτής της κριτικής αντίληψης –το σχήμα διάκρισης των γλωσσών– (το οποίο, σημειωτέον, όπως αναφέρεται στη διατριβή, είχαν ήδη αμφισβητήσει έγκριτοι νεοελληνιστές, όχι τυχαία ίσως κατά πλειονότητα ξένοι: Mackridge, Peri, Δάλλας), στη «δοκιμασία της πραγματικότητας», εξετάζοντας το πρόβλημα της σολωμικής γλώσσας και έκφρασης απευθείας στην πηγή των Αυτογράφων. Κι από την εκ του σύνεγγυς μελέτη των σολωμικών χειρογράφων προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το εν λόγω σχήμα είναι απλουστευτικό. Η διαπίστωση αυτή δεν αποσκοπεί, υπόρρητα, να αμφισβητήσει την «ελληνικότητα» του «εθνικού μας ποιητή». Αποσκοπεί, αντιθέτως, να καταδείξει πόσο εξόχως σημαντικότερο, καθότι απείρως δυσκολότερο, ήταν τελικά το δημιουργικό εγχείρημα αυτού του «ιδρυτικού ποιητή» της καθ’ ημάς φιλολογίας και λογοτεχνίας, ακριβώς γιατί ήταν δίγλωσσος και ακριβώς επειδή αυτή η «φυσική» του κατάσταση τον έκανε, τελικά, να έχει τέτοια οξεία αντίληψη και ευαισθησία σε ζητήματα γλώσσας και ύφους (καθιστώντας τον εμμανή θηρευτή της τέλειας έκφρασης), γεγονός που φωτίζει, ή τουλάχιστον συνδράμει από μιαν άλλη σκοπιά στην επαρκέστερη κατανόηση του «ανέκδοτου» «συντριμματικού» έργου του. ii. Το ότι, εξάλλου, στη διατριβή δεν εξετάζεται το γλωσσικό ζήτημα επίσης δεν αποτελεί «περιορισμό» αλλά αναγκαστική (και φρόνιμη) επιλογή, δεδομένου ότι πρόκειται για ζήτημα το οποίο απαιτεί αυτοτελώς ειδική μονογραφία. Προτίμησα λοιπόν, σκόπιμα, να περιορίσω το αντικείμενο της διατριβής μου σε αυτή τούτη τη διγλωσσία του Σολωμού και να εξετάσω το επάλληλο θέμα των γλωσσικών του αντιλήψεων και θεωρητικών του θέσεων στο πλαίσιο του γλωσσικού ζητήματος της εποχής του (στα αμέσως προεπαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια), σε ανεξάρτητα δημοσιεύματα. (EL)
In this thesis I examine the crucial and thorny problem of the bilingual nature of Solomos’ expression (Italian-Greek), a problem which becomes even more crucial taking into account that Solomos is the “national poet” of Modern Greece par excellence, the first major writer of the New Hellenism after the War of Independence. The study is divided in three parts. The first part provides a comprehensive overview of the theoretical aspects of the complex phenomenon of bilingualism / multilingualism. The aspects presented in this part are, briefly, the pure linguistic point of view (the grammatical uniformity of standard languages as a means of regularizing the plurilingualism of the individuals and of ethnotic communities); the socio-linguistic aspect (the distinction between individual “bilingualism” and social [-collective] “diglossia”; language variation and strategies of linguistic performance in formal and informal contexts: high / low variety, family / school etc.); the psycho-linguistic and neuro-linguistic aspect (how two or more languages co-exist and co-operate in the human brain) and, finally, the aesthetic-linguistic aspect (negative and positive aspects of the impact of bilingualism on creativity and the formation of an author’s style). The second part of the essay puts Solomos’ bilingualism in a historical-philological perspective, examining in general terms the linguistic situation both in his homeland (Eptanisa) and in the newly created Greek state of the first half of the 19th century. From this survey there emerges the hypothesis (open to further inquiry) that Solomos’ hybrid language is not a unique phenomenon but rather that it constitutes a case study, or a notorious example if we wish (given his supremacy), which implies the presence of a wider and complex continuum of similar phenomena either of social diglossia or individual bilingualism. The last section of this part provides a synthesis of the critics’ attitudes towards Solomos’ “language problem”; the emerging scheme or the dominant line of interpretation is that of a clear distinction in the use of Italian or Greek made by Solomos in different cases and contexts (according to which the poet spoke / wrote to his friends in Italian and he conceived the blueprint of his poems in Italian but ultimately wrote his poems in Greek). The third part of the essay, and the implicit intent of my dissertation as a whole, addresses the credibility of this interpretation of Solomos’ bilingualism. For this reason, my inquiry was focused on the direct, and hence more reliable, source of the poet’s work, namely his manuscripts, as edited by Linos Politis (Αυτόγραφα Έργα), in order to investigate if the dominant belief in Greek bibliography about Solomos’ expression, involving an absolute distinction in the use of his two languages depending on context of use, was based on real facts (textual data) or whether it was a bias (an ideological construction). The autographs revealed without a doubt not the distinction but the interference between the two languages (Italian being the “dominant language” of his culture and Greek being a “mother tongue” which was however (re)acquired as a second language); this interference can be traced in a wide range of code-switched and code-mixed productions, from which there emerges unambiguously the real nature of Solomos’ poetic expression and style. Given this fact, in the third part of the essay I attempt to describe the most significant phenomena of this continuum –in which Solomos’ bilingualism consists–, in a systematic way, adopting the basic methodological principles and terms of my description from formal Linguistics and adapting them to my research object: I propose, for instance, two terms for the fundamental distinction between “surface interference” (διαπλοκή επιφανείας) and “depth interference” (διαπλοκή βάθους) in order to describe phenomena of evident and latent code-mixing in Solomos’ mode of expression. In short, my intent, and attempt, was to (re)construct, if possible, the “grammar” of the poet’s mixed or fused language. To conclude, this study has no intention of questioning the poet’s “Greekness” (ελληνικότητα), an issue resolved by his own decision to leave Italy and to become a “Greek poet”. The aim of the study, on the contrary, is to show how important this decision was for the Modern Greek literature, because Solomos was bilingual and because, being bilingual, seems to have provided him with a much more acute sense of language matters and stylistic issues, because of which he became a devotee of the “perfect expression” (this eventually allows one to evaluate differently, in a positive light, the notorious problem of his unpublished fragmentary poetic work). (EN)


Ελληνική γλώσσα





*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.