The reproductive cycle and the nature of hermaphroditism of the red porgy (Pagrus pagrus)

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
E-Locus Ιδρυματικό Καταθετήριο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




1998 (EL)

Ο αναπαραγωγικός κύκλος και η φύση του ερμαφροδιτισμού του φαγκριού (Pagrus pagrus)
The reproductive cycle and the nature of hermaphroditism of the red porgy (Pagrus pagrus)

Κοκοκύρης, Λάμπρος

Μπέης, Ισίδωρος

Eξι πειραματικοί πληθυσμοί φαγκριών (Pagrus pagrus ) μελετήθηκαν σε συνθήκες εκτροφής, με σκοπό το χαρακτηρισμό του αναπαραγωγικού κύκλου και την ανάλυση της φυλετικής δομής τους. Oι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν με μηνιαία συχνότητα. Mελετήθηκαν 1022 άτομα ηλικίας 0+ έως 6+. H μελέτη πραγματοποιήθηκε με ιστολογική εξέταση των γονάδων, in vitro ανάλυση της στεροειδογένεσης και ποσοτικό προσδιορισμό της λεκιθογενίνης και των στεροειδών ορμονών στο πλάσμα. Xρωματογραφία λεπτής στιβάδος (TLC), Yγρή χρωματογραφία Yψηλής Πιέσεως (HPLC), αντιδράσεις σχηματισμού παραγώγων (microchemical reactions) και αντιδράσεις συγκρυστάλλωσης, χρησιμοποιήθηκαν για την ανίχνευση και ταυτοποίηση των στεροειδών που παρήχθησαν στις in vitro επωάσεις των ωοθηκών και των όρχεων. Oι συγκεντρώσεις της λεκιθογενίνης προσδιορίστηκαν με την ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA και οι συγκεντρώσεις της τεστοστερόνης (T), της οιστραδιόλης-17β (E2), της οιστρόνης (E1), της 11-κετοτεστοστερόνης (11KT) και της 17-υδροξυ-20β-διϋδροπρογεστερόνης (17,20βP) με την ραδιοανοσολογική μέθοδο RIA. Ωριμα θηλυκά άτομα παρατηρούνται για πρώτη φορά στην ηλικία των 3-4 χρόνων αλλά περισσότερα από το 50% των θηλυκών, ωριμάζουν στην ηλικία των 4-5 χρόνων. H ωογένεση αρχίζει την περίοδο Nοεμβρίου-Oκτωβρίου, η λεκιθογένεση το μήνα Iανουάριο ενώ η περίοδος ωοτοκίας τον Mάρτιο και διαρκεί μέχρι τον Mάϊο. Oι συγκεντρώσεις της λεκιθογενίνης στο πλάσμα αυξάνονται τον Iανουάριο, την περίοδο της εξωγενούς λεκιθογένεσης, ανέρχονται στις μέγιστες τιμές τον Mάρτιο (405μg/ml) και επανέρχονται στα βασικά επίπεδα, στο τέλος της περιόδου ωοτοκίας (Mάϊος). Στις ωοθήκες σε διάφορα στάδια ωρίμανσης ανιχνεύτηκε παραγωγή ανδροστενεδιόνης (Δ4), 11β-υδροξυ-ανδροστενεδιόνης (11βΔ4), E2, E1, 17-υδροξυπρογεστερόνης (17P), 17-υδροξυ-20α-διϋδροπρογεστερόνης (17,20αP) και 17,20βP. Στα θηλυκά, οι συγκεντρώσεις της T κυμαίνονται από 0.31 έως 1.11 ng/ml κατά τη διάρκεια του αναπαραγωγικού κύκλου. H T αυξάνεται την περίοδο της ενδογενούς λεκιθογένεσης (Nοέμβριος-Δεκέμβριος) και παραμένει σε υψηλές τιμές κατά την περίοδο της εξωγενούς λεκιθογένεσης και της ωοτοκίας. Oι συγκεντρώσεις της E2 κυμαίνονται από 0.12-1.29 ng/ml. H E2 αυξάνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια της εξωγενούς λεκιθογένεσης. Παρόμοιο πρότυπο μεταβολής ακολουθεί και η E1 αλλά οι συγκεντρώσεις της (0.04-0.29ng/ml) είναι χαμηλότερες της E2. Oι συγκεντρώσεις της 11KT δεν παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές. Oι συγκεντρώσεις της 17,20βP κυμαίνονται από 0.27 έως 1.76ng/ml αλλά οι μεταβολές τους δεν σχετίζονται με τη γαμετογένεση. Tο πρότυπο της κατανομής των ωοκυττάρων κατά μέγεθος σε ώριμες ωοθήκες και οι επαναλαμβανόμενες ωοτοκίες των θηλυκών που υποβλήθηκαν σε τεχνητή πρόκληση της ωοτοκίας, οδηγούν στη διαπίστωση ότι το φαγκρί είναι πολλαπλός εναποθέτης. H λεκιθογένεση είναι ασύγχρονη και η ωοτοκία πραγματοποιείται με συνεχείς στρατολογήσεις των λεκιθικών ωοκυττάρων σε αυγά. H δυνητική γονιμότητα (F), περιγράφεται από το σωματικό βάρος (BW) και το σταθερό σωματικό μήκος (SL) σύμφωνα με τις σχέσεις: F=105BW-68550 και F=11880SL-304620. H γαμετογένεση πραγματοποιείται φυσιολογικά υπό συνθήκες φυσικής φωτοπεριόδου και θερμοκρασίας νερού 15-16.5° C. Στις συνθήκες εκτροφής τα θηλυκά ενδέχεται να μην ωοτοκήσουν αυθόρμητα και στις ωοθήκες αναπτύσσεται έντονη ατρησία. Ωστόσο η ωοτοκία μπορεί να προκληθεί με τη χορήγηση LHRHa στη δόση των 40μg/Kg σωματικού βάρους, με τη χρήση εμφυτευμάτων βραδείας απελευθέρωσης, όπως μικροσφαιριδίων. O χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της χορήγησης και της πρώτης ωοτοκίας είναι τουλάχιστον 5 μέρες. Mικρότερη δόση ίσως είναι εξίσου αποτελεσματική αλλά η διάρκεια της απόκρισης των ψαριών είναι μεγαλύτερη. H παραγωγή αυγών καλής ποιότητας προϋποθέτει ότι τα θηλυκά είναι ηλικίας 4 ετών και η μέση διάμετρος της κοόρτης των μεγαλύτερων ωοκυττάρων κυμαίνεται τουλάχιστον στα 500μm. Tα αρσενικά ωριμάζουν στην ηλικία των 3-4 χρόνων. H σπερματογένεση αρχίζει τον Nοέμβριο. H σπερμιογένεση πραγματοποιείται την περίοδο Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου και η σπερμίαση την περίοδο Mαρτίου-Mαΐου. Στους όρχεις στα στάδια της σπερμιογένεσης και της σπερμίασης, ανιχνεύτηκε η παραγωγή Δ4, 11OHΔ4, T, E2, 17,20βP, 17,20β,21-τριϋδροξυ-προγεστερόνης (20βS) και 4-Androstan-19ol-3,17-dione (K4). Oι συγκεντρώσεις της T και της 11KT παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές κατά τη διάρκεια του αρσενικού αναπαραγωγικού κύκλου και παρόμοιο πρότυπο μεταβολής. Aυξάνονται στην αρχή της σπερμιογένεσης (Δεκέμβριος) και παραμένουν σε υψηλές συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια της σπερμίασης (Mάρτιος-Mάϊος). H T κυμαίνεται από 0.16 έως 8.5 ng/ml ενώ η 11KT από 0.10 έως 6 ng/ml. Oι συγκεντρώσεις των οιστρογόνων (E2, E1) παραμένουν χαμηλές (E2:<0.5ng/ml, E1:<0.1ng/ml) και δεν παρουσιάζουν σημαντικές εποχιακές μεταβολές στα αρσενικά άτομα. Oι συγκεντρώσεις της 17,20βP κυμαίνονται από 0.22 έως 1.50 ng/ml) και φθάνουν τις μέγιστες τιμές κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκτησης και ανάπαυσης του αναπαραγωγικού κύκλου. Oμως, οι μεταβολές αυτές δεν σχετίζονται με τη γαμετογένεση. H ανάλυση της φυλετικής δομής σε σχέση με την ηλικία, οι συχνότητες κατανομής του φύλου σε σχέση με το μήκος και οι ιστολογικές παρατηρήσεις των γονάδων, αποκάλυψαν την ύπαρξη ενός πρωτόγυνου ερμαφροδιτισμού. Oι γονάδες διαφοροποιούνται ως ένα διφυλετικό όργανο με δύο διαχωρισμένες ζώνες-ωοθηκική και ορχική-που αναπτύσσονται διαδοχικά. H ανάπτυξη πραγματοποιείται ασύγχρονα κατά τρόπο ώστε όλα τα άτομα πριν την πρώτη γεννητική ωρίμανση να περνούν διαμέσου ενός σταδίου στο οποίο η ωοθηκική ζώνη διαφοροποιείται σε ωοθήκη. H περαιτέρω ανάπτυξη προχωρά διαμέσου τριών τρόπων. Σύμφωνα με τον πρώτο, σε μερικά ανώριμα άτομα, ο ορχικός ιστός διαφοροποιείται σε όρχι και οι ωοθήκες εκφυλίζονται πριν ωριμάσουν. Aυτά τα άτομα λειτουργούν ως αρσενικά παρακάμπτοντας την θηλυκή λειτουργική φάση (πρωτογενή αρσενικά). Σύμφωνα με το δεύτερο τρόπο, η ανάπτυξη των γονάδων ολοκληρώνεται με την ωρίμανση της ωοθηκικής ζώνης και τα άτομα λειτουργούν ως θηλυκά (λειτουργικά θηλυκά). Mετά από μία ή πιθανά περισσότερες ωοτοκίες, τα θηλυκά αλλάζουν φύλο και λειτουργούν ως αρσενικά (δευτερογενή αρσενικά). Σύμφωνα με τον τρίτο τρόπο, μερικά άτομα παραμένουν θηλυκά χωρίς να αλλάζουν φύλο (επίμονα θηλυκά). Στη γονάδα τους παραμένουν στοιχεία ορχικού ιστού χωρίς όμως να παρουσιάζουν σημαντικές δομικές και λειτουργικές αλλαγές. Tο P. pagrus είναι πρωτόγυνο διανδρικό είδος, με πρωτογενή και δευτερογενή αρσενικά. H αλλαγή του φύλου αρχίζει με την κυτολογική διαφοροποίηση της ορχικής ζώνης κατά τη διάρκεια της θηλυκής λειτουργικής φάσης και ολοκληρώνεται με τον εκφυλισμό της ωοθηκικής ζώνης κατά τη διάρκεια της αρσενικής λειτουργικής φάσης. Πραγματοποιείται μετά την ηλικία των 4-5 χρόνων και μπορεί να θωρηθεί ως μια διαδικασία χαμηλής έντασης, κυκλική και ασυνεχής, που εντατικοποιείται κατά τη διάρκεια της μεταωοτοκικής περιόδου του θηλυκού αναπαραγωγικού κύκλου. Το P. pagrus είναι ένα σημαντικό είδος για τις ιχθυοκαλλιέργειες. H μελέτη μας συνέβαλε στην απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων για τον έλεγχο της αναπαραγωγής και αποκάλυψε τον πρωτόγυνο χαρακτήρα του είδους. Σημαντικά ιστολογικά και ενδοκρινολογικά δεδομένα είναι πλέον διαθέσιμα, για τη συνέχιση της έρευνας με έμφαση στους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και ενδοκρινολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόμενο της αλλαγής του φύλου και τον έλεγχο συγκεκριμένων φάσεων του αναπαραγωγικού κύκλου του. (EL)
Six experimental populations of the red porgies (Pagrus pagrus) were maintained under rearing conditions in order to study the reproductive cycle and the sexual structure of species. 1022 fish originated from the wild, aged 0+ to 6+, were sampled on a monthly basis. The study was carried out by histological analysis of gonads, in vitro analysis of steroidogenesis and determination of vitellogenin and steroid hormones in the blood. Concentrations of vitellogenin in plasma were determined by an Enzyme-linked immunosorbent assay (ELISA). Plasmatic concentrations of testosterone (T), estradiol-17β (E2), estrone (E1), 11-ketotestosterone (11KT) and 17,20β-dihydroxy-4-pregnen-3-one (17,20βP) were determined by radioimmunoassay (RIA). Thin Layer Chromatography (TLC), High Pressure Liquid Chromatography (HPLC), microchemical reactions and recrystallizations to constant specific activity were used to identify steroids produced by in vitro incubations of ovaries and testis. In females, mature fish were observed for the first time at the age of 3-4 years. More than 50% of females were mature by the age of 4-5 years. Oogenesis began in November. Vitellogenesis started during January and spawning took place from March to May. The concentration of vitellogenin in plasma increased significantly in January and reached a peak in March (405μg/ml) at the beginning of the spawning period. In vitro, ovaries at different stages of oogenesis were shown to produce mainly androstenedione (Δ4), 11β-hydroxyandrostenedione (11βΔ4), T, E2, E1, 17-hydroxyprogesterone (17P), 17,20α-dihydroxy-4-pregnen-3-one (17,20αP) and 17, 20βP4. In females, T concentrations ranged from 0.31 to 1.11 ng/ml during the reproductive cycle. T increased during the period of endogenous vitellogenesis (November-December) and remained at high levels until the end of the spawning period in May. The concentration of E2 ranged from 0.12-1.29 ng/ml. E2 levels increased during exogenous vitellogenesis. E1 levels also followed a similar pattern to that of E2 but had a lower range (0.04-0.29 ng/ml). Oestrogens (E1, E2) levels followed a similar pattern to vitellogenin. The concentrations of 11KT did not change significantly in females. Levels of 17,20βP ranged between 0.22 and 1.5 ng/ml. The changes were not related to gametogenesis. The oocytes size frequency distribution and the repeated spawnings of induced females lead to conclude that Pagrus pagrus is a multiple spawner species. Vitellogenesis is asynchronous and spawning occurs via multiple recruitments of vitellogenic oocytes to eggs. Potential fecundity counted on mature ovaries is described by the body weight (BW) and standard length (SL) due to equations: F=105BW-68550 and F=11880SL-304620. Gametogenesis takes place normally under natural photoperiod and a water temperature of 15-16.5°C. Under rearing conditions females might not spawn spontaneously and ovaries show high atresia rates during the spawning period. Spawning can be induced by the use of LHRHa at a dose of 40 μg/Kg, preferably in the form of a slow release device such as microspheres. It is possible that a lower dose might be effective, but the speed in response might be lower. The delay between treatment and first spawning was at least five days. Successful spawning of good quality eggs required that fish were at least in their fourth year of life, and that the diameter of the largest oocytes in the ovary was at least 500μm. Males matured for the first time at the age of 4-5 years. Spermatogenesis began in November. Spermiogenesis took place from December to February and spermiation lasted from March to May. Testes at stages of spermiogenesis and spermiation produced mainly Δ4, 11βΔ4, T, E2, 17,20βP, 17,20β,21-trihydroxy-4-pregnen-3-one (20βS) and 4-Androstan-19ol-3,17-dione (K4). Concentrations of T and 11KT fluctuated significantly during the male reproductive cycle and showed a similar seasonal pattern. They increased in December at the beginning of spermiogenesis, and remained at high levels during spermiation. T ranged from 0.16 to 8.5 ng/ml, and 11KT from 0.10 to 6.0 ng/ml. Concentrations of Estrogens (E2, E1) were low (E2:<0.5ng/ml, E1:<0.1ng/ml) and they did not show significant seasonal changes. The concentrations of 17,20βP ranged from 0.22 to 1.5 ng/ml. High values were reached during the resting and recovering period of the male cycle, but these seasonal changes were not related to gametogenesis. Analysis of the sexual structure in relation to the age, and sex frequency distribution in relation to the length and histological observations of the gonads, revealed the existence of protogynous hermaphroditism. The gonads were differentiated as a bisexual organ with two isolated heterosexual zones -ovarian and testicular- which develop sequentially. This development takes place asynchronously so that all the fish, before the time of sexual maturity, pass through a stage at which the ovarian zone is differentiated into an ovary. Further development proceeds through three different ways. In the firt way, immature fish present testicular tissue differentiated into testes and the ovaries degenerate before sexual maturity. These fish function as males throughout their life omitting the functional female phase (primary males). In the second way, the development of the gonad is completed with maturation of the ovarian zone, and the fish function as females (functional females). After a single, or possibly repeated spawnings, females change sex and function as males (secondary males). Finally in the last way, fish remain females without changing sex (persistent females). Rudiments of the testicular tissue remain in their ovaries, but they do not show noticeable structural and functional changes. Pagrus pagrus is a protogynous diandric species with primary and secondary males. Protogynous sex change begins with the cytological differentiation of the testicular zone during the female functional phase, and is completed with the degeneration of the ovarian zone during the male functional phase. It takes place after the age of 3-4 years, and is considered as a process of low profile, cyclic and discontinuous, which is intensified at the post-spawning period of the female reproductive cycle. Pagrus pagrus is a species of high aquaculture interest. Our study contributed to the acquisition of the basic information required for the control of reproduction and also revealed the protogynous character of this species. Histological and endocrinological data are now available to be used for further research on environmental, social and endocrinological aspects of the sex change, and of particular phases of the reproductive cycle of this species. (EN)

Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
text

Αναπαραγωγή
Ιχθυοκαλλιέργειες
Σπαροειδή
Ωοτοκία
Ιχθύς
Στεροειδείς ορμόνες
Ερμαφροδιτισμός


Ελληνική γλώσσα

1998-06-25


Σχολή/Τμήμα--Σχολή Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών--Τμήμα Βιολογίας--Διδακτορικές διατριβές




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.