Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 περίπου, στην συντριπτική πλειονότητά τους, οι Έλληνες, είχαν ως κύριο μέλημά τους την εξασφάλιση στοιχειωδών συνθηκών κατοικίας, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για τους χώρους γύρω από το δομημένο περιβάλλον. Μόνο στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μερικοί σχεδιασμένοι κήποι, που ανήκαν στο δημόσιο (πλατείες, πάρκα) ή και σε εύπορους ιδιώτες. Η άνοδος του βιοτικού αλλά και του πολιτιστικού επιπέδου κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, καθώς και η απόκτηση εξοχικών κατοικιών από όλο και περισσότερους Έλληνες, συνετέλεσε στο να αυξηθεί το ενδιαφέρον, όχι απλώς για τα καλλωπιστικά δέντρα και θάμνους, αλλά και για την σωστή χρησιμοποίησή τους και συντήρησή τους. Σήμερα έχει πια ωριμάσει η αντίληψη ότι μια αποτελεσματική, φιλοπεριβαλλοντική και χωρίς παρενέργειες στην υγεία των ζώων και των ανθρώπων, εναλλακτική λύση στην αντιμετώπιση των εντομολογικών προσβολών είναι η βιολογική καταπολέμησή τους, δηλαδή η αξιοποίηση των οργανισμών που ήδη υπάρχουν στη φύση ή παρασιτούν τα φυτοπαράσιτα είτε είναι αρπακτικά τους. Όπως επίσης και ο ψεκασμός των φυτών με διάφορα βιολογικά σκευάσματα (μύκητες ή βακτήρια) που καταπολεμούν τους εντομολογικούς εχθρούς ή φυτικά σκευάσματα από εκχυλίσματα φυτών που δεν επιδρούν αρνητικά στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, ενώ αντίθετα, δρουν αρνητικά στα επιβλαβή έντομα. Τέλος, η χρήση διάφορων παγίδων μπορεί να μειώσει αισθητά τους πληθυσμούς πολλών εντόμων. Σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν γίνει πολλές έρευνες για να συλλεχθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για την επιτυχή καταπολέμηση επιβλαβών εντόμων με καθεμία από τις παραπάνω μεθόδους (Neisess, 1984, Watson and Moore, 1975, Barkoczi-Sapi, et al., 1988, Hadfield, 1988, Norris, 1988, Werner et al., 1988, Mittempergher and Ferrini, 1984). Οι έρευνες αυτές στοχεύουν στην προώθηση οικονομικών και κοινωνικά αποδεκτών τρόπων προστασίας των φυτών από τους εχθρούς τους. Οι περισσότερες όμως από αυτές τις έρευνες αφορούν καλλιέργειες φυτών (που έχουν άμεση σχέση με την διατροφή του ανθρώπου ή των ζώων), ενώ ελάχιστες αφορούν την εύρεση και μελέτη εχθρών σε καλλωπιστικά δέντρα και θάμνους, όπως και την αντιμετώπισή τους με ήπιες μορφές καταπολέμησης. Το «ευτύχημα» είναι ότι πολλοί από τους εχθρούς που προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα φυτά είναι κοινοί και για τα καλλωπιστικά έτσι μπορούμε να συλλέξουμε τις απαραίτητες πληροφορίες για τον έλεγχό τους. Ορισμένες εργασίες που αφορούν τα δασικά δέντρα και τις εντομολογικές προσβολές τους έχουν γίνει από τον Καϊλίδη (1986). Πολλά από αυτά, τα λεγόμενα δασικά δέντρα, χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια και σαν καλλωπιστικά, όπως ο πλάτανος, το πεύκο, η λεύκη και η ακακία. Η έλλειψη πληροφοριών για εχθρούς καλλωπιστικών φυτών και τρόπους αντιμετώπισής τους, κοινωνικά αποδεκτούς, στάθηκε η αφορμή για την διεξαγωγή της συγκεκριμένης μελέτης. Η έρευνα που ακολουθεί αφορά έξι ευρέως χρησιμοποιούμενα καλλωπιστικά φυτά σε δύο περιοχές του Νομού Αχαΐας (Κάτω Αχαΐα-πεδινή περιοχή και Καλάβρυτα-ορεινή περιοχή). Στόχος της έρευνας ήταν ο εντοπισμός των επιβλαβών εντόμων, ο ρυθμός εξάπλωσής τους επάνω στα φυτά και η τυχόν ύπαρξη ωφέλιμων αρπακτικών ή παρασίτων. Επίσης, έγινε μια σύγκριση ανάμεσα στις δύο περιοχές (πεδινή-ορεινή) όσον αφορά το είδος των εντόμων που βρέθηκαν επάνω στα εξεταζόμενα φυτά και την διακύμανση του πληθυσμού τους. Τέλος, γίνεται αναφορά σε μεθόδους καταπολέμησης των συγκεκριμένων εχθρών, οι οποίες είναι φιλικές προς το περιβάλλον και προς τον ίδιο τον άνθρωπο.