Ἐτυμολογικὰ καὶ σημασιολογικὰ

This item is provided by the institution :
Academy of Athens   

Repository :
Lexicographic bulletin  | ΕΚΤ eJournals   

see the original item page
in the repository's web site and access all digital files if the item*



Ἐτυμολογικαὶ καὶ σημασιολογικά (EL)
Ἐτυμολογικὰ καὶ σημασιολογικὰ (EN)

Georgakas, Dimitrios

info:eu-repo/semantics/article
info:eu-repo/semantics/publishedVersion

2024-10-22


Ο συγγραφέας ασχολείται με την ετυμολογία και σημασιολογική ερμηνεία των λέξεων 1. ἀναμνοιάζω: από το ὁμοιάζω με αρχική σημασία παρομοιάζω και στην συνέχεια αναγνωρίζω, φροντίζω, ενδιαφέρομαι, 2. παμπώνω: από το ἀπαμπώθω (ἀπὸ + ἀμπώθω) μέσω του μεσαιωνικού ἀμπώθω (< αρχ. ἀπωθῶ) με την σημασία παραγκωνίζω περιφρονώ, 3. μῶκος: (= βλάκας, ανόητος) από το αρχαίο δωρικό βῶκος < βόοκος (= βόδι, βλάκας) , 4. χανταβουλι͜άζω: (= αφανίζομαι, χάνομαι αλλά και βυθίζομαι, μεταφορικά αφανίζομαι) από συμφυρμό των ρημάτων χαντακώνω και βουλιάζω, 5. κατσηφάρα: (= ομίχλη, καταχνιά) από το επίθ. κατσηφός (= κατηφής) 6. συναφέρνω (= κάνω λόγο) από το συναναφέρνω με απλολογία, 7. ξανίσκω: (= αραιώνω, σκορπίζω, ανακατώνω) από το μεταγενέστρο ἐξάνισα (αόρ. του ξανίζω) < ἔξανα (= αόρ. του ξαίνω), 8. ἄγρη: εσφαλμένος τύπος που διορθώνεται στο αμάρτυρο ἀγρητὸς (= ο πιασμένος ζωντανός) από το αρχαίο ρήμα ἀγρῶ (< ἄγρα), 9. σύγγραι͜α/σύγγραι͜ος: από το σὺν και το γραῖα (= δηλώνει τη σχέση της νεκρής και της δεύτερης συζύγου κάποιου). Από το θηλυκό προκύπτει και το σύγγραιος (= δηλώνει την σχέση του συζύγου και του εραστή μοιχαλίδας), 10. πατσαβούρα: από το πετσαβούρα (< πετσάφι = μικρό ύφασμα) με αφομοίωση, 11. λιμνιῶνας: από το λιμνεῶνας (< λιμενεών), 12. σφεντουρίζω/σβουντουρίζω: (= εκσφενδονίζω) από το σφεντούρα (= συμφυρμός των σφεντόνα και σβοῦρα), 13. μέσα: από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μέσος 14. νά: (= δεικτικό μόριο) από το ἤν (= να) μέσω του μεταγενέστερου ἠνὰ, 15. γὰρ/τιγὰρ/μηγάρ: από τις αρχ. φράσεις μὴ γὰρ και τὶ γάρ, αντίστοιχα με ερωτηματική σημασία (= μήπως). (EL)
Ο συγγραφέας ασχολείται με την ετυμολογία και σημασιολογική ερμηνεία των λέξεων 1. ἀναμνοιάζω: από το ὁμοιάζω με αρχική σημασία παρομοιάζω και στην συνέχεια αναγνωρίζω, φροντίζω, ενδιαφέρομαι, 2. παμπώνω: από το ἀπαμπώθω (ἀπὸ + ἀμπώθω) μέσω του μεσαιωνικού ἀμπώθω (< αρχ. ἀπωθῶ) με την σημασία παραγκωνίζω περιφρονώ, 3. μῶκος: (= βλάκας, ανόητος) από το αρχαίο δωρικό βῶκος < βόοκος (= βόδι, βλάκας) , 4. χανταβουλι͜άζω: (= αφανίζομαι, χάνομαι αλλά και βυθίζομαι, μεταφορικά αφανίζομαι) από συμφυρμό των ρημάτων χαντακώνω και βουλιάζω, 5. κατσηφάρα: (= ομίχλη, καταχνιά) από το επίθ. κατσηφός (= κατηφής) 6. συναφέρνω (= κάνω λόγο) από το συναναφέρνω με απλολογία, 7. ξανίσκω: (= αραιώνω, σκορπίζω, ανακατώνω) από το μεταγενέστρο ἐξάνισα (αόρ. του ξανίζω) < ἔξανα (= αόρ. του ξαίνω), 8. ἄγρη: εσφαλμένος τύπος που διορθώνεται στο αμάρτυρο ἀγρητὸς (= ο πιασμένος ζωντανός) από το αρχαίο ρήμα ἀγρῶ (< ἄγρα), 9. σύγγραι͜α/σύγγραι͜ος: από το σὺν και το γραῖα (= δηλώνει τη σχέση της νεκρής και της δεύτερης συζύγου κάποιου). Από το θηλυκό προκύπτει και το σύγγραιος (= δηλώνει την σχέση του συζύγου και του εραστή μοιχαλίδας), 10. πατσαβούρα: από το πετσαβούρα (< πετσάφι = μικρό ύφασμα) με αφομοίωση, 11. λιμνιῶνας: από το λιμνεῶνας (< λιμενεών), 12. σφεντουρίζω/σβουντουρίζω: (= εκσφενδονίζω) από το σφεντούρα (= συμφυρμός των σφεντόνα και σβοῦρα), 13. μέσα: από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μέσος 14. νά: (= δεικτικό μόριο) από το ἤν (= να) μέσω του μεταγενέστερου ἠνὰ, 15. γὰρ/τιγὰρ/μηγάρ: από τις αρχ. φράσεις μὴ γὰρ και τὶ γάρ, αντίστοιχα με ερωτηματική σημασία (= μήπως). (EN)


Greek

Ακαδημία Αθηνών, Kέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - ΙΛΝΕ (EN)


2945-2759
0400-9169
Λεξικογραφικόν Δελτίον; Τόμ. 2 (1940): Λεξικογραφικόν Δελτίον; 123-141 (EL)
Lexicographic Bulletin; Vol. 2 (1940): Lexicographic Bulletin; 123-141 (EN)

Copyright (c) 2024 Lexicographic Bulletin (EN)




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)