Ἐτυμολογικὰ καὶ σημασιολογικὰ

This item is provided by the institution :
Academy of Athens   

Repository :
Lexicographic bulletin  | ΕΚΤ eJournals   

see the original item page
in the repository's web site and access all digital files if the item*



Ἐτυμολογικὰ καὶ σημασιολογικά (EL)
Ἐτυμολογικὰ καὶ σημασιολογικὰ (EN)

Andriotis, Nikolaos

info:eu-repo/semantics/article
info:eu-repo/semantics/publishedVersion

2024-10-29


Ο συγγραφέας ασχολείται με την ετυμολογία των λέξεων και εκφράσεων 1. γῖνα από το αρχαίο ἲς – ἰνός, διαλεκτικά ἶνα, γῖνα, νῖνα, 2. διανουτῶ από τα ἀνὰ και ἐνωτίζομαι (= εισακούω), 3. ἐφέντη μου εἶσαι από το τουρκ. efendimiz, 4. ζ̑᾽gάθλα από το αμάρτυρο συγκάρδουλα (= καρδιά και σπλάχνα), 5. καθούρι – (υποκοριστικό) καθόρι (= πυκνή βροχή) από το καθούρα (= κατακάθι κρασιού ή λαδιού), 6. κιραμόρ᾽δους από τα κέραμος και ρόδωμα (< αρχ. δοροῦν), 7. κουζουλός από το κούζα (= αγγείο χωρίς λαβές) και το -ουλός με αρχική σημασία σωματικά ανάπηρος 8. κουλόρθους (= δερματική εκβλάστηση των χεριών) από το ὀρνιθόκολος, 9. μπροῦ από το αρχαίο βρύ, 10. ξιχώνου (= λερώνω) από το ξεχώνω (= ξεθάβω), 11. ξούρας (= ξεμωραμένος) από το αρχαίο ἔξωρος (= παρηκμασμένος), 12. ᾽πνάζω (= αναπαύομαι) από το ὑπνώνω (= κοιμάμαι), 13. σ̑᾽χνιάζου από το συχνάζω (= έρχομαι συχνά, για ασθένειες και βροχή), 14. ψιφί (= νεκροταφείο) από το αρχαίο ψέφος (= σκοτάδι) μέσω του ουσιαστικού ἄψιφο (= σκοτάδι), 15. ὠιμέ(να) από τα ὤ και (ἐ)μένα, 16. ᾽βλατίζω (= βλαστολογώ) με σημασιολογική συρρίκνωση από το ἀβλαντίζω (= παρατηρώ), 17. δασκάλι (= μαθητής) υποκοριστικό της λέξης δάσκαλος, 18. ἔχει (= υπάρχει, ως απρόσωπο) από το προσωπικό ἔχω με αποσιώπηση του υποκειμένου, 19. κάμε (= εἴθε) από την προστακτική κάμε (< κάμνω), 20. κροὺς (= γρήγορα)(< κρούεις) από φράσεις όπως κρούω και σκοτώνω που δήλωναν ταχεία ενέργεια, 21. μάννα με μεγεθυντική σημασία (< σχέση κόρης προς μητέρα), 22. μοφὴ (= λεύκωμα) από το μομφή (= κατηγορία), 23. χώρα (= άνθρωποι, κόσμος) από το χώρα (= περιοχή) με σημασιολογική επέκταση και 24. ὥρα (= αμέσως) αρχαία σημασία μαρτυρούμενη από την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο. (EL)
Ο συγγραφέας ασχολείται με την ετυμολογία των λέξεων και εκφράσεων 1. γῖνα από το αρχαίο ἲς – ἰνός, διαλεκτικά ἶνα, γῖνα, νῖνα, 2. διανουτῶ από τα ἀνὰ και ἐνωτίζομαι (= εισακούω), 3. ἐφέντη μου εἶσαι από το τουρκ. efendimiz, 4. ζ̑᾽gάθλα από το αμάρτυρο συγκάρδουλα (= καρδιά και σπλάχνα), 5. καθούρι – (υποκοριστικό) καθόρι (= πυκνή βροχή) από το καθούρα (= κατακάθι κρασιού ή λαδιού), 6. κιραμόρ᾽δους από τα κέραμος και ρόδωμα (< αρχ. δοροῦν), 7. κουζουλός από το κούζα (= αγγείο χωρίς λαβές) και το -ουλός με αρχική σημασία σωματικά ανάπηρος 8. κουλόρθους (= δερματική εκβλάστηση των χεριών) από το ὀρνιθόκολος, 9. μπροῦ από το αρχαίο βρύ, 10. ξιχώνου (= λερώνω) από το ξεχώνω (= ξεθάβω), 11. ξούρας (= ξεμωραμένος) από το αρχαίο ἔξωρος (= παρηκμασμένος), 12. ᾽πνάζω (= αναπαύομαι) από το ὑπνώνω (= κοιμάμαι), 13. σ̑᾽χνιάζου από το συχνάζω (= έρχομαι συχνά, για ασθένειες και βροχή), 14. ψιφί (= νεκροταφείο) από το αρχαίο ψέφος (= σκοτάδι) μέσω του ουσιαστικού ἄψιφο (= σκοτάδι), 15. ὠιμέ(να) από τα ὤ και (ἐ)μένα, 16. ᾽βλατίζω (= βλαστολογώ) με σημασιολογική συρρίκνωση από το ἀβλαντίζω (= παρατηρώ), 17. δασκάλι (= μαθητής) υποκοριστικό της λέξης δάσκαλος, 18. ἔχει (= υπάρχει, ως απρόσωπο) από το προσωπικό ἔχω με αποσιώπηση του υποκειμένου, 19. κάμε (= εἴθε) από την προστακτική κάμε (< κάμνω), 20. κροὺς (= γρήγορα)(< κρούεις) από φράσεις όπως κρούω και σκοτώνω που δήλωναν ταχεία ενέργεια, 21. μάννα με μεγεθυντική σημασία (< σχέση κόρης προς μητέρα), 22. μοφὴ (= λεύκωμα) από το μομφή (= κατηγορία), 23. χώρα (= άνθρωποι, κόσμος) από το χώρα (= περιοχή) με σημασιολογική επέκταση και 24. ὥρα (= αμέσως) αρχαία σημασία μαρτυρούμενη από την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο. (EN)


Greek

Ακαδημία Αθηνών, Kέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - ΙΛΝΕ (EN)


2945-2759
0400-9169
Λεξικογραφικόν Δελτίον; Τόμ. 3 (1941): Λεξικογραφικόν Δελτίον; 57-91 (EL)
Lexicographic Bulletin; Vol. 3 (1941): Lexicographic Bulletin; 57-91 (EN)

Copyright (c) 2024 Lexicographic Bulletin (EN)




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)