The ciliate protozoa Fabrea salina and Condylostoma sp., that had been selected isolated from natural marine water sources and cultured for 22 days in small volumes, at a temperature of 16-18 oC, and at salinities that ranged between 40 ppt, 60 ppt and 100 ppt for Fabrea salina, and between 20 ppt, 40 ppt και 60 ppt for Condylostoma sp. Both ciliates were offered to be fed with six different kinds of microalgae (Tetraselmis sp. (var. red pappas), Dunaliella salina, Rhodomonas salina, Isochrysis galbana, Nephroselmis sp., and Amphidinium carterae), and their survival ability and population growth in different combinations of microalgae and salinities were recorded. Among all kinds of feed, Rhodomonas salina was found to be the most efficient feed -resulting in 30 ind./mL in Fabrea salina and 73 ind./mL in Condylostoma sp. What is more, Dunaliella salina and Nephroselmis sp. resulted in considerable ciliate densities while Isochrysis galbana came last with higher density in Condylostoma. At the same time, Tetraselmis sp. (var. red pappas) and Amphidinium carterae were found to be inappropriate for both ciliates. It is being proven that Fabrea salina, as well as Condylostoma sp. constitute excellent organisms for commercial use in toxicological studies, and possibly, as live feed in marine finfish hatcheries.
Τα βλεφαριδοφόρα πρωτόζωα Fabrea salina και Condylostoma sp. συλλέχθηκαν από φυσικά θαλασσινά νερά από τον κ. Χωτο στη διάρκεια πολυετών δειγματοληψιών, διατηρούντο επί σειρά ετών σε καθαρά αποθέματα στο εργαστήριο Καλλιέργειας Πλαγκτού, και στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας καλλιεργήθηκαν στο εργαστήριο για 22 μέρες, σε χαμηλούς όγκους, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 16-18 oC και σε αλατότητες 40 ppt, 60 ppt και 100 ppt για το Fabrea salina, και 20 ppt, 40 ppt και 60 ppt για το Condylostoma sp. Και στα δύο είδη, προσφέρθηκαν ως πιθανές πηγές σίτισης έξι διαφορετικά είδη μικροφυκών (Tetraselmis sp. (var. red pappas), Dunaliella salina, Rhodomonas salina, Isochrysis galbana, Nephroselmis sp. και Amphidinium carterae), και μελετήθηκε η ικανότητα επιβίωσής και ο ρυθμός ανάπτυξής του πληθυσμού τους, σε καθένα από τα μικροφύκη αυτά, και σε διαφορετικές αλατότητες. Μεταξύ όλων των ειδών μικροφυκών (θρεπτικών υποστρωμάτων), το Rhodomonas salina αποδείχθηκε πως ήταν το αποδοτικότερο είδος για τη σίτιση των δύο βλεφαριδοφόρων, αφού έδωσε πυκνότητες ίσες με 30 ind./mL (για το Fabrea salina) και 73 ind./mL (για το Condylostoma sp.). Επιπλέον τα μικροφύκη Dunaliella salina και Nephroselmis sp. έδωσαν εξίσου υψηλές πυκνότητες βλεφαριδοφόρων, ενώ το Isochrysis galbana ήρθε τελευταίο, παρουσιάζοντας μια σχετικώς υψηλή πυκνότητα στο Condylostoma sp.. Παράλληλα, το στέλεχος Tetraselmis sp. (var. red pappas) και το δινομαστιγωτό Amphidinium carterae αποδείχθηκαν ακατάλληλα ως θρεπτικά υποστρώματα. Τελικά, αποδεικνύεται ότι τόσο το Fabrea salina, όσο και το Condylostoma sp., αποτελούν άριστους υποψήφιους βιολογικούς οργανισμούς, που ενδείκνυνται αξιοποίηση και εμπορική εκμετάλλευση σε τοξικολογικές μελέτες, και πιθανώς ως ζωντανά θρεπτικά υποστρώματα σε εκκολαπτήρια ψαριών του θαλασσινού νερού.