Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η προσέγγιση, παρουσίαση και συγκριτική αποτίμηση των τριών Ολυμπιακών Μουσείων της Ελλάδας, του Μουσείου Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας στην Αρχαία Ολυμπία, του Ολυμπιακού Μουσείου Θεσσαλονίκης και του Ολυμπιακού Μουσείου Αθηνών.
Με σκοπό να αποσαφηνιστούν οι άξονες περιγραφής, ανάλυσης και σύγκρισης των τριών αυτών μουσείων, γίνεται στην αρχή μία επισκόπηση του θεωρητικού πλαισίου που αφορά στη φυσιογνωμία και τη λειτουργία του σύγχρονου μουσείου, στον τρόπο επικοινωνίας με το κοινό του, και στους παράγοντες που το καθιστούν ελκυστικό και παράλληλα βιώσιμο. Αναλυτικότερα, γίνεται λόγος για τον κοινωνικό ρόλο του μουσείου, την εστίαση του ενδιαφέροντός του στον άνθρωπο και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το κοινό του, ως μία πολυεπίπεδη, πολύπλευρη ομάδα, με διαφορετικές καταβολές, ανάγκες και επιθυμίες. Κατόπιν υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα της μουσειακής εμπειρίας και η φροντίδα εκ μέρους του μουσείου να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για βιωματική – ενεργητική μάθηση και ψυχαγωγία. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη συμπεριληπτική πολιτική του σύγχρονου μουσείου και παρουσιάζονται τα στοιχεία εκείνα που το καθιστούν αληθινά ανοιχτό στο κοινό, για παράδειγμα η υλοποίηση δράσεων που απευθύνονται σε όλους, εντός και εκτός των τειχών του, αλλά και οι φιλικές ερμηνευτικές πρακτικές που υποστηρίζουν κάθε επισκέπτη στη σύνθεση νοήματος. Στο πλαίσιο αυτό προβάλλεται η αξία της Μουσειοπαιδαγωγικής ως κλάδου της Μουσειολογίας και τονίζεται η εκπαιδευτική πολιτική του μουσείου. Τέλος, προσεγγίζονται παράγοντες ελκυστικότητας του σύγχρονου μουσείου, όπως η αμεσότητα, η απτικότητα, η χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, καθώς και πρακτικά ζητήματα, όπως η προσβασιμότητα, οι επαρκείς και φροντισμένοι χώροι ανάπαυλας και εστίασης, η ύπαρξη πωλητηρίου, η δυνατότητα στάθμευσης.
Στο κύριο μέρος της εργασίας κάθε ένα από τα προαναφερθέντα μουσεία παρουσιάζεται ξεχωριστά. Προσεγγίζεται περιληπτικά η ιστορία του, περιγράφονται οι μόνιμες εκθέσεις του και βάσει αυτών γίνεται η αποτίμησή του ως προς τις ποιότητες του σύγχρονου μουσείου, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.
Στο τελευταίο μέρος της εργασίας επιχειρείται μία απευθείας σύγκριση των τριών μουσείων, έχοντας ως βάση το ανωτέρω θεωρητικό πλαίσιο.